Ludwig Wittgenstein – Για Τη Βεβαιότητα

Ludwig Wittgenstein – Για Τη Βεβαιότητα

 

Το «Για τη βεβαιότητα» είναι το κύκνειο άσμα του Ludwig Wittgenstein, που έμεινε μισοτελειωμένο. Τις τελευταίες γραμμές αυτού τού κειμένου τις έγραψε στις 27 Απριλίου 1951, δύο μέρες πριν πεθάνει.

Για Τη Βεβαιότητα

Όντας παιδιά μαθαίνουμε τα γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, ότι κάθε άνθρωπος έχει κεφάλι, και δίνουμε πίστη σ’ αυτά. Πιστεύω πώς υπάρχει ένα νησί η Αυστραλία, πού έχει ένα ορισμένο σχήμα κ.τ.λ. Πιστεύω πώς είχα προγονούς κι ότι οι άνθρωποι που περνούσαν για γονείς μου ήταν όντως γονείς μου κ.τ.λ. Η πίστη αυτή μπορεί να μην εκφράστηκε ποτέ, ακόμα κι η σκέψη πώς έτσι έχουν τα πράγματα μπορεί να μη μου πέρασε ποτέ από το νου.

*

Το παιδί μαθαίνει πιστεύοντας τούς μεγάλους. Η αμφιβολία έρχεται μετά την πίστη.

*

Έχω μάθει ένα πλήθος πράγματα και τα χω παραδεχτεί χάρη στην εμπιστοσύνη μου στην αυθεντία των ανθρώπων, κι έπειτα, χάρη στις προσωπικές μου εμπειρίες, πολλά απ αυτά έχουν επιβεβαιωθεί ή αναιρεθεί.

*

Ότι είναι γραμμένο στα σχολικά εγχειρίδια, στο βιβλίο της γεωγραφίας για παράδειγμα, το θεωρώ γενικώς αληθινό. Λέω: όλα τα γεγονότα έχουν επιβεβαιωθεί εκατοντάδες φορές. Αλλά πώς το ξέρω εγώ,· Τι μαρτυρίες έχω γι αυτό; Έχω μια εικόνα τού κόσμου. Είναι αληθής ή ψευδής; Είναι, πριν απ όλα, η βάση όλων όσων αναζητώ και βεβαιώνω. Οι προτάσεις πού την περιγράφουν δεν υπόκεινται όλες εξίσου σε επαλήθευση.

Υπάρχει κάποιος πού να ναι ποτέ σε θέση να επαληθεύσει αν το τραπέζι πού βρίσκεται εδώ παραμένει στην ίδια θέση όταν κανείς δεν το προσέχει; Επαληθεύουμε την ιστορία τού Ναπολέοντα εφόσον όλα όσα μας έχουν αναφερθεί γι αυτόν δεν στηρίζονται στην ψευδαίσθηση, την απάτη η κάτι άλλο της αυτής κατηγορίας. Ναι, ακόμη κι όταν επαληθεύουμε, προϋποθέτουμε ήδη κάποιο πράγμα πού δεν επαληθεύεται.

*

Ένα παιδί θα μπορούσε να πει σ’ ένα άλλο παιδί: «Ξέρω ότι η γη έχει ηλικία πολλών αιώνων», κι αυτό σημαίνει: Το έχω μάθει.

*

Ας δούμε τις χημικές έρευνες. Ο Λαβουαζιέ στο εργαστήριό του επιδίδεται σε πειραματισμούς πάνω σε διάφορες ουσίες και συμπεραίνει πώς ένα ορισμένο πράγμα παράγεται στη διάρκεια μιας καύσεως. Δε λέει πώς αυτό θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά μιαν άλλη μέρα. Προσκολλάται σε μια καθορισμένη εικόνα τού κόσμου, την οποία βεβαίως δεν έχει επινοήσει αυτός αλλά την έχει μάθει από παιδί. Λέω εικόνα τού κόσμου και όχι υπόθεση διότι αυτό που τίθεται υπό αμφισβήτηση εδώ αποτελεί, για την ερευνά του, ένα αυτονόητο θεμέλιο πού δεν είναι διατυπωμένο έτσι.

Αλλά τί ρόλο παίζει τότε η προϋπόθεση ότι, κάτω από ίδιες συνθήκες, μια ουσία Α θα αντιδράσει πάντοτε με τον ίδιο τρόπο σε μια ουσία Β; Ή αυτό είναι σύμφυτο στον ορισμό μιας ουσίας;

*

θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι θα ήταν δυνατό να υπάρξουν προτάσεις πού εκφράζουν ότι μια χημεία είναι δυνατή. Και θα ήταν προτάσεις μιας επιστήμης της φύσεως. Στην πραγματικότητα, πάνω σε τι θα στηρίζονταν αυτές οι προτάσεις αν όχι στην εμπειρία;

*

Πιστεύω ότι μου μεταδίδουν οι άνθρωποι με έναν ορισμένο τρόπο. Πιστεύω έτσι τα γεωγραφικά, χημικά, ιστορικά και λοιπά γεγονότα.Έτσι μαθαίνω τις επιστήμες. Η μάθηση στηρίζεται φυσικά στην πίστη. Εκείνος πού έχει μάθει ότι το Λευκό ‘Όρος έχει ύψος 4000 μέτρα, εκείνος πού το έχει ελέγξει πάνω στο χάρτη, λέει ότι το ξέρει. Και μπορεί να πει κανείς τώρα: δίνουμε έτσι την εμπιστοσύνη μας επειδή αυτό έχει αποδειχτεί αποτελεσματικό;

*

Μπορούμε οπωσδήποτε να πούμε: «Θα πρέπει πάντως να υπάρχει κάποια αρχή (Principe) στη βάση αυτής της εμπιστοσύνης»· άλλα τί μπορεί να φέρει μια τέτοια αρχή; Είναι κάτι παραπάνω από να φυσικό νόμο τού «εκλαμβάνω — ως — αληθές»;

Αυτό που πιστεύω είναι λοιπόν στην εξουσία μου; Νομίζω πώς εδώ υπάρχει κάποια βάση. Δεν μπορώ να σφάλλω; ’Αλλά μπορώ να πιστεύω ότι σφάλλω; Μπορώ έστω να το λάβω υπόψη μου; Και δε θα μπορούσα επίσης να επιμένω σε ότι πιστεύω, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό πού τελικά γνωρίζω εμπειρικά;

Τότε όμως θεμελιώνεται η πίστη μου;

*

Ενεργώ με πλήρη βεβαιότητα. Αλλά πρόκειται για τη δίκη μου βεβαιότητα.

*

«Το ξέρω», λέω στον άλλον· κι υπάρχει μια δικαίωση σ’ αυτό. Όχι όμως για την πίστη μου.

*

Τί σημαίνει ότι η αλήθεια μιας πρότασης είναι βέβαια;

*

Με τη λέξη «βέβαιο» εκφράζουμε την ολοκληρωτική πεποίθηση, την απουσία της παραμικρής αμφιβολίας, κι επιδιώκουμε έτσι να πείσουμε τον άλλον. Αυτή είναι η υποκειμενική βεβαιότητα. Αλλά πότε υπάρχει το αντικειμενικά βέβαιο; — Όταν ένα λάθος δεν είναι δυνατό. Αλλά τί είδους δυνατότητα είναι αυτή; Δεν θα πρέπει το λάθος να αποκλείεται λογικά;

*

Εάν εγώ πιστεύω ότι είμαι καθισμένος στο δωμάτιό μου και δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν θα πει κανείς ότι έκανα λάθος. Αλλά ποιά είναι η φύση της διαφοράς ανάμεσα σ’ ένα λάθος και σ’ αυτή την περίπτωση;

*

Μια απόδειξη σίγουρη είναι εκείνη πού δεχόμαστε ως απολύτως σίγουρη, εκείνη πού μάς κάνει να ενεργούμε με σιγουριά, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία. Εκείνο πού αποκαλούμε «λάθος» παίζει ένα ρόλο εντελώς καθορισμένο στα παιχνίδια της γλώσσας· αυτό πού θεωρούμε απόδειξη πού φέρνει μια σίγουρη μαρτυρία παίζει επίσης ένα ρόλο.

*

Η βεβαιότητα με την οποία πιστεύουμε οποιαδήποτε μαθηματική πρόταση είναι η ίδια με εκείνη πού έχουμε όταν ξέρουμε πώς πρέπει να προφέρουμε τα γράμματα Α και Β, πώς λέγεται το χρώμα τού αίματός μας, ή όταν ξέρουμε ότι οι άλλοι έχουν αίμα πού το ονομάζουν «αίμα».

Δηλαδή: οι ερωτήσεις που θέτουμε και οι αμφιβολίες μας στηρίζονται στο εξής: ορισμένες προτάσεις είναι απαλλαγμένες αμφιβολιών, όπως οι στρόφιγγες πάνω στις όποιες περιστρέφονται αυτές οι ερωτήσεις και αμφιβολίες.

*

Δηλαδή: είναι σύμφυτο με τη λογική των επιστημονικών μας διερευνήσεων ότι όντως ορισμένα πράγματα δεν τίθενται εν άμφιβόλω.

*

Αλλά δεν είναι που δεν μπορούμε να επιδοθούμε σε μια διερεύνηση των πάντων, κι αναγκαζόμαστε έτσι να αρκεστούμε σε προϋποθέσεις. Όχι. ‘Αν θέλω να γυρίσει η πόρτα, οι μεντεσέδες πρέπει να είναι στερεωμένοι.

*

Αν κάποιος πιστεύει ότι ήρθε με αεροπλάνο από την ‘Αμερική στην ‘Αγγλία, πιστεύω κι εγώ από τη μεριά μου ότι δεν είναι δυνατό να κάνει λάθος σ αυτό το σημείο. Το ‘ίδιο ισχύει κι αν κάποιος λέει ότι αυτή τη στιγμή είναι καθισμένος σ’ ένα τραπέζι και γράφει.

*

« Ωστόσο, ακόμη κι αν είναι αδύνατο να σφάλλω σε τέτοιες περιπτώσεις, αποκλείεται να βρίσκομαι υπό την επίδραση κάποιου ναρκωτικού;». ‘Εάν συμβαίνει αυτό και το ναρκωτικό μου έχει αφαιρέσει κάθε συνείδηση, τότε ούτε μιλώ ούτε σκέφτομαι πραγματικά εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορώ να δεχτώ σοβαρά ότι ονειρεύομαι εκείνη τη στιγμή. Εκείνος πού λέει «ονειρεύομαι», την ώρα που ονειρεύεται, ακόμα κι αν μιλάει έτσι ώστε να γίνεται ακουστός, είναι τόσο λίγο κοντά στην αλήθεια όσο κι εκείνος πού λέει «βρέχει» την ώρα πού ονειρεύεται, έστω κι αν βρέχει πραγματικά. Ακόμη κι αν το όνειρό του έχει κάποια σχέση με το θόρυβο της βροχής πού πέφτει.

πηγή

Απάντηση