Η εξέταση του Δημόκριτου για τρέλα από τον Ιπποκράτη

Κάλεσαν τον Ιπποκράτη οι Αβδηρίτες να θεραπεύσει τον  Δημόκριτο που είχε, λέει, τρελαθεί και γελούσε συνεχώς.

Το τι έγινε και τι αποτελέσματα προέκυψαν, το περιγράφει ο Ιπποκράτης σε μια επιστολή του. Διαβασέ την, να τι γράφει ο Ιπποκράτης:

Εγώ είπα: λέγε στο όνομα των Θεών, μήπως λοιπόν όλος ο κόσμος νοσεί χωρίς να το αντιλαμβάνεται και δε μπορεί να ζητήσει από πουθενά βοήθεια για θεραπεία, γιατί τι θα υπήρχε πέρα από αυτόν;

Εκείνος μου απάντησε: υπάρχουν άπειροι κόσμοι Ιπποκράτη και μη παίρνεις για τόσο λίγη και μικρή τη φύση που έχει τόσο πλούτο.

Αλλά αυτά Δημόκριτε, είπα εγώ, θα τα διδάξεις άλλη στιγμή πιο κατάλληλη, γιατί τώρα φοβάμαι μήπως και για το άπειρο ακόμη συζητώντας αρχίσεις να γελάς. Τώρα όμως ξέρε πως θα δώσεις λόγο στον κόσμο για το γέλιο σου.

Εκείνος τότε με κοίταξε έντονα και είπε:
Εσύ νομίζεις πως δύο είναι οι αιτίες του γέλιου μου, τα καλά και τα άσχημα.
Εγώ όμως γελώ με ένα μόνο, τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανοησία, κενό από οτιδήποτε σωστό, που όλα του τα σχέδια μοιάζουν με του μικρού παιδιού και που υποφέρει τους αβάσταχτους μόχθους χωρίς να υπάρχει καμιά ωφέλεια.

Τον άνθρωπο που χωρίς να γνωρίζει μέτρο στην επιθυμία του πορεύεται ως τα πέρατα της γης και τα έγκατά της που δεν έχουν όρια, λιώνοντας το ασήμι και το χρυσάφι που ποτέ δεν σταματά να αποκτά, πάντα κάνοντας θόρυβο για περισσότερα για να μην πέσει σε λιγότερα και δεν ντρέπεται να ονομάζεται ευτυχισμένος, ενώ σκάβει στα βάθη της γης χρησιμοποιώντας αλυσοδεμένα χέρια, ανθρώπων από τους οποίους σε άλλους υποχωρεί η γη και τους πλακώνει και άλλους ο καταναγκασμός αυτός τους κρατάει χρόνια σε αυτή την κόλαση σαν να ήταν η πατρίδα τους, μαζεύοντας ασήμι και χρυσό, ψάχνοντας ίχνη της σκόνης και ψήγματα, σηκώνοντας εδώ κι εκεί σωρούς από άμμο, ανοίγοντας τις φλέβες της γης, σπάζοντας τους σβώλους και το χώμα για την απόκτηση περιουσίας, κάνοντας τη μητέρα γη εχθρική και άλλοτε θαυμάζοντάς την κι άλλοτε καταπατώντας την, ενώ αυτή είναι πάντοτε η ίδια.

Πόσο γέλιο προκαλεί την επίμοχθη και κρυφή γη να αγαπούν και να υβρίζουν τη φανερή.

Άλλοι αγοράζουν σκυλιά, άλλοι άλογα κι άλλοι βάζοντας σύνορα σε μια μεγάλη περιοχή την ονομάζουν ιδιωτική τους περιουσία. Άλλοι πάλι που θέλουν να έχουν στην κατοχή τους μεγάλη έκταση, δεν το μπορούν μόνοι τους. Τότε σπεύδουν να παντρευτούν γυναίκες που ύστερα από λίγο καιρό τις διώχνουν, τις αγαπούν, τις μισούν, κάνουν παιδιά επειδή τα θέλουν κι ύστερα τα διώχνουν τελείως.

Τι είναι αυτή η κενή από περιεχόμενο και αλόγιστη βιασύνη που σε τίποτα δεν διαφέρει από τη μανία;

Πολεμούν τους ομοφύλους τους και δεν επιθυμούν την ησυχία. Στήνουν ενέδρες στους βασιλιάδες, διαπράττουν φόνους, σκάβουν τη γη ζητώντας ασήμι κι όταν το βρουν θέλουν να αγοράσουν γη κι όταν αγοράσουν τη γη πουλούν τους καρπούς της και πουλώντας τους καρπούς της πάλι παίρνουν ασήμι. Πώς βρίσκονται συνέχεια σε μεταβολή, πώς μεταβάλλουν συνέχεια την κατάστασή τους.

Όταν δεν έχουν περιουσία, ποθούν να την αποκτήσουν, όταν την έχουν την κρύβουν, την εξαφανίζουν. Κοροϊδεύω εκείνους που τους συμβαίνουν ατυχίες, γελάω ακόμη περισσότερο με εκείνους που είναι δυστυχισμένοι, γιατί έχουν παραβεί τους νόμους της αλήθειας, φιλονικώντας με έχθρα μεταξύ τους, μαλώνοντας με τ’ αδέρφια τους, τα παιδιά τους, τους συμπολίτες τους’ κι όλα τούτα τα κάνουν για ν’ αποκτήσουν πράγματα που κανείς όταν πεθάνει δεν τα εξουσιάζει.

Σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, δεν σέβονται τους νόμους, αδιαφορούν για τη δύσκολη κατάσταση των φίλων και της πατρίδας τους, πλουτίζουν με πράγματα ανάξια που δεν έχουν ψυχή, δίνουν όλη την περιουσία τους για να αγοράσουν ανδριάντες, γιατί τους φαίνεται πως τα αγάλματα μιλούν, αλλά τους ανθρώπους που μιλούν λέγοντας την αλήθεια τους μισούν. Ζητούν ότι τους είναι δύσκολο, γιατί όταν κατοικούν στη στεριά ποθούν τη θάλασσα κι όταν μένουν σε νησί ποθούν την ηπειρωτική χώρα κι όλα τα διαστρέφουν με βάση τη δική τους επιθυμία. Φαίνονται πως επαινούν την ανδρεία στον πόλεμο, αλλά κάθε μέρα νικιούνται από την ακολασία, τη φιλαργυρία κι όλα τα άλλα πάθη από τα οποία πάσχουν. Είναι όλοι τους Θέρσιτες της ζωής.

Γιατί λοιπόν, Ιπποκράτη, μέμφθηκες το γέλιο μου; Γιατί κανένας δεν γελά με τη δική του ανοησία, αλλά καθένας κοροϊδεύει την ανοησία του άλλου.

Εγώ του απάντησα:
Αυτά που λες, Δημόκριτε, είναι σωστά και δεν υπάρχουν λόγια πιο κατάλληλα για να εκφράσουν τη δυστυχία των θνητών. Αλλά οι πράξεις ορίζουν το αναγκαίο, σχετικά με την οικονομία, τη ναυπηγία και τις άλλες δραστηριότητες στις οποίες πρέπει να συμμετέχει ο άνθρωπος, γιατί η φύση δεν τον έφτιαξε για να παραμένει αργός. Κι από τούτα πάλι η φιλοδοξία έκανε να λαθέψουν πολλοί άνθρωποι με ορθή κρίση που ασχολούνταν με τα πάντα πιστεύοντας ότι θα πετύχουν, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να προβλέψουν εκείνο που δεν ήταν φανερό. Γιατί ποιος, Δημόκριτε, παντρεύτηκε έχοντας στο μυαλό του τον χωρισμό ή τον θάνατο; Ποιος μεγαλώνοντας τα παιδιά του σκέφτηκε ότι μπορεί να τα χάσει; Το ίδιο γίνεται και στη γεωργία και τη ναυτιλία και τη βασιλεία και την ηγεμονία και όλα όσα υπάρχουν στη ζωή του ανθρώπου. Κανείς δεν βάζει με τον νου του ότι μπορεί να αποτύχει, αλλά τρέφεται με τις καλύτερες ελπίδες και δεν συλλογίζεται τα χειρότερα. Μήπως, λοιπόν, το γέλιο σου για όλα τούτα είναι ανάρμοστο;

Ο Δημόκριτος μου αποκρίθηκε: Ο νους σου είναι πολύ νωθρός, Ιπποκράτη, και απέχεις πάρα πολύ από τη δική μου σκέψη, μη εξετάζοντας τα μέτρα της αταραξίας και της ταραχής εξαιτίας της άγνοιάς σου. Γιατί αν έκαναν αυτά με φρόνηση και θα απαλλάσσονταν εύκολα και τα δικά μου γέλια θα σταματούσαν.

Τώρα, όμως, καθώς χάνουν το μυαλό τους και γεμίζουν αλαζονεία για όσα υπάρχουν στη ζωή, σαν αυτά να ήταν πάντα σταθερά, χωρίς να περνά από τον νου τους πόσο άτακτη είναι η πορεία των πραγμάτων, είναι δύσκολο να διδαχτούν. Γιατί θα αρκούσε για να τους φρονηματίσει η μεταβολή των πάντων, που κάνοντας απότομη στροφή μας επιτίθεται και επινοεί κάθε είδους αιφνιδιαστική τροχηλασία.

Αυτοί, όμως, σαν να βάδιζαν σε σταθερό και σίγουρο δρόμο, ξεχνούν τις συμφορές που τους βρίσκουν συνεχώς και με διάφορους τρόπους επιθυμούν αυτά που φέρνουν λύπη, επιζητούν εκείνα που τους βλάπτουν και ρίχνονται σε μεγάλες συμφορές.

Αν καθένας φρόντιζε να τα κάνει όλα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, θα φύλαγε τη ζωή του από κάθε ατυχία, ξέροντας καλά τον εαυτό του και έχοντας κατανοήσει καλά την ιδιοσυγκρασία του, χωρίς να αφήνει ανεξέλεγκτη τη δίψα της επιθυμίας, αντικρίζοντας με αυτάρκεια την πλούσια φύση που τρέφει τα πάντα. Όπως ακριβώς η ευεξία των παχύσαρκων είναι φανερός κίνδυνος, έτσι και η πολύ μεγάλη ευτυχία είναι επικίνδυνη. Βλέπουμε όλους τους επιφανείς πώς πέφτουν στη δυστυχία. Άλλοι χωρίς να διδάσκονται από τις παλιές ιστορίες χάνονται από τις δικές τους κακές ενέργειες, χωρίς να μπορούν να προβλέψουν τα φανερά, σαν να ήταν άδηλα, αν και είχαν το μεγάλο διάστημα της ζωής ως υπόδειγμα για το ποια πράγματα γίνονται και ποια όχι, από τα οποία έπρεπε να έχουν προβλέψει και τι θα συνέβαινε στο μέλλον.

Γι’ αυτό γελάω, για τους άφρονες ανθρώπους που τιμωρούνται για την κακία τους, τη φιλαργυρία, την απληστία, την έχθρα, την ενέδρα, την επιβουλή, τον φθόνο κι όλες τις άλλες μορφές της κακίας που θα ήταν δύσκολο να απαριθμήσει κάποιος, γιατί είναι αναρίθμητες, τους ανθρώπους που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον με δολοπλοκίες κι είναι διεστραμμένοι. Γι’ αυτούς αρετή είναι το χειρότερο, γιατί εξασκούνται στην αγάπη του ψεύδους, έχουν για στολίδι τη φιληδονία και δεν υπακούν στους νόμους.

Το γέλιο μου κατακρίνει την απερισκεψία τους, το ότι δεν έχουν ούτε μάτια ούτε αυτιά.

Και η μόνη αίσθηση που έχει ο άνθρωπος είναι η ακρίβεια της διάνοιας που μπορεί να βλέπει αυτό που υπάρχει και αυτό που θα συμβεί. Δυσαρεστούνται με όλα και πάλι τα ίδια αγκαλιάζουν, ταξιδεύοντας με πλοίο ενώ αρχικά το αρνήθηκαν, καλλιεργώντας ενώ απηύδησαν με την καλλιέργεια της γης, παίρνοντας άλλη γυναίκα ενώ έδιωξαν την πρώτη, θάβοντας μόλις γέννησαν και γεννώντας μόλις έθαψαν και ανατρέφοντας πάλι παιδιά.

Ενώ επιζητούν τα γεράματα, όταν αυτά έρθουν βαρυγκομούν και για καμιά κατάσταση δεν έχουν μια σταθερή γνώμη. Οι ηγεμόνες και οι βασιλιάδες μακαρίζουν τους ιδιώτες, οι ιδιώτες ορέγονται τη βασιλεία, οι πολιτευόμενοι ζηλεύουν τους χειροτέχνες επειδή θεωρούν ότι δεν κινδυνεύουν, οι χειροτέχνες από την άλλη ζηλεύουν εκείνους γιατί έχουν δύναμη.

Και τον ίσιο δρόμο της αρετής δεν τον βλέπουν που είναι ομαλός και δεν έχει εμπόδια κι όπου κανείς τους δεν τολμά να μπει. Αντίθετα, παίρνουν τον ανώμαλο και στραβό τρόμο, βαδίζοντας με δυσκολία, γλιστρώντας και παραπατώντας κι οι πιο πολλοί πέφτουν, ασθμαίνοντας σαν να τους κυνηγούν, φιλονικώντας, καθυστερώντας ή προπορευόμενοι. Και όσοι από αυτούς κατακαίγονται από άνομους έρωτες γλιστρούν κρυφά σε ξένα κρεβάτια, χωρίς να τους συγκρατεί καμιά ντροπή. Άλλους τους λιώνει η φιλαργυρία, αρρώστια χωρίς όρια. Άλλοι επιτίθενται ο ένας τον άλλο. Εκείνοι που οι φιλοδοξίες τους, τους ανεβάζουν στα ουράνια γκρεμίζονται από την άμετρη κακία τους στον βυθό της καταστροφής. Κατεδαφίζουν κι ύστερα χτίζουν ξανά. Κάνουν μια χάρη κι ύστερα το μετανιώνουν και αφαιρούν εκείνα που ανήκουν στη φιλία, φτάνουν με τα άσχημα έργα τους στην έχθρα, ανοίγουν πόλεμο με τους συγγενείς τους. Και για όλα αυτά φταίει η φιλαργυρία τους. Σε τι διαφέρουν από τα παιδιά που παίζουν και δεν έχουν κρίση και ευχαριστιούνται με ότι τους συμβεί;

Και από τα πάθη τι έμεινε που να έχουν αφήσει στα άλογα ζώα; Μόνο που τα ζώα αρκούνται τουλάχιστον σ’ αυτά που έχουν. Γιατί ποιο λιοντάρι έκρυψε στη γη χρυσάφι; Ποιος ταύρος όρμηξε με τα κέρατά του κινούμενος από πλεονεξία; Ποια λεοπάρδαλη έδειξε απληστία; Ο αγριόχοιρος διψά και πίνει, αλλά πίνει όσο έχει ανάγκη. Κι ο λύκος κατασπαράζοντας αυτό που έπιασε, όταν φάει όσο έχει ανάγκη, σταματά.

Ο άνθρωπος όμως δεν χορταίνει, ακόμη κι αν τρώει ακατάπαυστα νύχτα και μέρα.

Και η τάξη των εποχών του έτους καθορίζει και το τέλος του οργασμού των άλογων ζώων.

Ο άνθρωπος, όμως, είναι συνέχεια και για πάντα παραδομένος στην ασέλγεια. Ιπποκράτη, πώς να μη γελάσω μ’ εκείνον που κλαίει από έρωτα, αφού το εμπόδιο του παρουσιάζεται για καλό του; Πώς να μη γελάσω ακόμη περισσότερο μ’ εκείνον του είναι ριψοκίνδυνος και ορμά σε γκρεμούς ή στα βάθη του πελάγους; Πώς να μη γελάσω μ’ εκείνον που ρίχνει στη θάλασσα το καράβι παραφορτωμένο κι ύστερα την κατηγορεί ότι το βύθισε γεμάτο;

Μου φαίνεται λοιπόν ότι δεν γελώ όσο τους πρέπει. Θα ’θελα να βρω γι’ αυτούς κάτι που να προξενεί λύπη. Αλλά δεν θα έπρεπε να είναι ούτε η ιατρική ούτε η ικανότητα κάποιου να θεραπεύει με τα φάρμακα του Παιώνα. Ο πρόγονός σου ο Ασκληπιός ας σου χρησιμεύσει σαν παράδειγμα. Έσωζε ανθρώπους και οι ευχαριστίες που δεχόταν ήταν οι κεραυνοί.

Θα ’πρεπε στους ανθρώπους να ερευνήσω την αιτία αυτή. Δεν βλέπεις ότι ο κόσμος γέμισε από μίσος του ανθρώπου για τον άνθρωπο;

Ότι αυτός συσσώρευσε εναντίον του εαυτού του άπειρα κακά; Από την ώρα που γεννιέται, μια αρρώστια είναι ολόκληρος ο άνθρωπος, άχρηστος όσο ανατρέφεται, ικέτης βοήθειας, καθώς μεγαλώνει, γίνεται κακός και άφρονας, έχει ανάγκη από χειραγώγηση και καθοδήγηση στην ακμή της ηλικίας του είναι θρασύς κι όταν αρχίσει να γερνά, αξιολύπητος, θερίζει τις δυστυχίες που ο ίδιος έσπειρε αλόγιστα. Τέτοιος βγαίνει μέσα από τα ματωμένα, ρυπαρά σπλάχνα της μάνας του. Γι’ αυτό άλλοι, που τους σπρώχνει η παρόρμηση κι είναι γεμάτοι άμετρη οργή, περνούν τη ζωή τους στις συμφορές και τις μάχες, άλλοι διακορεύοντας παρθένες και μοιχεύοντας, άλλοι μεθοκοπώντας, άλλοι επιθυμώντας εκείνα που έχει ο διπλανός τους κι άλλοι χάνοντας αυτά που τους ανήκουν.

Μακάρι να είχα τη δύναμη να αποκαλύψω τα σπίτια όλων των ανθρώπων, να μην αφήσω κανένα προκάλυμμα ανάμεσα στο εσωτερικό τους και σ’ εμάς, για να μπορούμε να δούμε τι γίνεται εκεί μέσα. Τότε θα βλέπαμε άλλους να τρώνε κι άλλους να κάνουν εμετό, άλλους να κάνουν βασανιστήρια, άλλους να δηλητηριάζουν, άλλους να συνωμοτούν με επιβουλή, άλλους να λογαριάζουν, άλλους να χαίρονται, άλλους να κλαίνε, άλλους να συντάσσουν κατηγορίες εναντίον των φίλων τους, άλλους να χάνουν τα λογικά τους από τη φιλοδοξία. Και πηγαίνοντας ακόμη βαθύτερα, στις πράξεις που υπαγορεύουν όσα βρίσκονται κρυμμένα μέσα στην ψυχή, πόσοι νέοι και πόσοι γέροι ζητούν, αρνούνται, ζητιανεύουν, τα έχουν όλα, τυραννιούνται από την πείνα, σηκώνουν το βάρος της ασωτίας, είναι βρόμικοι, δέσμιοι, περηφανεύονται για την πολυτέλεια της ζωής τους, ανατρέφουν, σφάζουν, θάβουν, περιφρονούν αυτά που έχουν, κινούνται με ορμή προς εκείνα που ελπίζουν να αποκτήσουν, είναι αναίσχυντοι, τσιγγούνηδες, άπληστοι, σκοτώνουν, πλήττονται, περηφανεύονται, κυριεύονται από κενοδοξία. Παρουσιάζονται με άλογα, με άντρες, με σκύλους, με πέτρες, με ξύλα, με χαλκό, με ζωγραφιές. Αναλαμβάνουν πρεσβείες, στρατηγίες, ιερατικά αξιώματα, στεφανωμένοι, κρατώντας όπλο, χάνοντας τη ζωή τους. Πηγαίνουν όλοι τους άλλοι σε ναυμαχίες, άλλοι σε εκστρατείες, σε αγροικίες, σε εμπορικά πλοία, στην αγορά, στην εκκλησία του δήμου, στο θέατρο, στην εξορία, άλλοι από δω κι άλλοι από κει, άλλοι ρίχνονται στις ηδονές, στην ηδυπάθεια, στην ακολασία κι άλλοι στην τεμπελιά και στη ραθυμία.

Βλέποντας λοιπόν τις ανάξιες και δυστυχισμένες ψυχές πώς να μη χλευάσουμε τη ζωή τους την τόσο ασυγκράτητη; Νομίζω μάλιστα πως ούτε την ιατρική σου καλοδέχονται- γιατί η ακολασία τους, τους φέρνει δυσθυμία και βλέπουν τη σοφία για μανία. Υποψιάζομαι με σιγουριά ότι κατά μεγάλο μέρος της η επιστήμη σου υφίσταται πλήγματα από το φθόνο και την αχαριστία. Γιατί αυτοί που είναι, άρρωστοι, όταν σώζονται, αμέσως σπεύδουν να θεωρήσουν τους θεούς ή την τύχη υπεύθυνους για τη σωτηρία τους. Άλλοι πάλι αποδίδουν τη σωτηρία στη φύση και εχθρεύονται τον ευεργέτη τους και λίγο απέχουν από το να αγανακτήσουν αν θεωρηθούν χρεωφειλέτες. Οι περισσότεροι, επειδή δεν έχουν καμιά σχέση με την ιατρική τέχνη, είναι εντελώς ανίδεοι, απορρίπτουν το καλύτερο- γιατί τους ψήφους τους κρατούν στα χέρια τους ηλίθιοι- κι ούτε οι πάσχοντες θέλουν να ομολογήσουν ούτε οι ομότεχνοι να μαρτυρήσουν. Δεν τα εξηγώ αυτά σε κάποιον που δεν έχει καμιά πείρα από τέτοια λόγια, αλλά σε σένα, που ξέρω πως πολλές φορές έχεις υποφέρει άδικα και ποτέ δεν κατηγόρησες κανένα για την περιουσία του ή από φθόνο- γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διδάξεις την αλήθεια ούτε να την αποδείξεις.

Χαμογελούσε καθώς τα έλεγε αυτά και μου φαινόταν, Δαμάγητε, όμοιος με θεό και ξεχνούσα την προηγούμενη εικόνα του. «Μεγαλόδοξε Δημόκριτε», του είπα, «θα πάρω μαζί μου επιστρέφοντας στη Κω μεγάλα δώρα από τη φιλοξενία σου- γιατί με γέμισες με μεγάλο θαυμασμό για τη σοφία σου- γυρίζω πίσω για να διαλαλήσω ότι διερεύνησες και κατάλαβες την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης. Πήρα από σένα το φάρμακο για το πνεύμα μου και τώρα φεύγω, γιατί το απαιτεί η ώρα και οι φροντίδες του σώματος.

Αύριο, όμως, και τις άλλες μέρες θα βρεθούμε πάλι. Λέγοντας αυτά σηκώθηκα και εκείνος, έτοιμος να με ακολουθήσει, έδωσε σε κάποιον που πλησίασε, τα βιβλία του.

Εγώ βάδισα πιο γρήγορα, έφτασα τους Αβδηρίτες που με περίμεναν στον λόφο απ’ όπου παρακολουθούσαν και τους είπα: Μεγάλη χάρη σας χρωστώ για την πρόσκλησή σας- γιατί είδα τον Δημόκριτο, τον σοφότατο, τον μόνο που έχει τη δύναμη να σωφρονίσει τους ανθρώπους.

Αυτά έχω να σου πω για το Δημόκριτο, Δαμάγητε, με μεγάλη μου χαρά. Υγίαινε.

ΠΗΓΗ 

Απάντηση