Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη τόσο όσον αφορά το υποκειμενικό αίσθημα μοναξιάς των ανθρώπων, όσο και την πιο αντικειμενική κατάσταση της κοινωνικής απομόνωσης, που αξιολογείται με βάση τη συχνότητα των οικογενειακών και φιλικών επαφών
«Πρωταθλήτρια» μοναξιάς αναδεικνύεται η Ελλάδα στην Ευρώπη. Ο ένας στους δέκα Έλληνες (το 10%) νιώθει συχνά μοναξιά, ενώ περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα (το 43%) συναντιούνται με την οικογένεια ή τους φίλους τους το πολύ μια φορά το μήνα, σύμφωνα με μια νέα μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre-JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Περισσότεροι από 75 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ενήλικες (το 18% ή σχεδόν ο ένας στους πέντε) συναντιούνται με την οικογένεια ή τους φίλους τους το πολύ μια φορά το μήνα. Στον αντίποδα της Ελλάδας και της Ουγγαρίας, όπου πάνω από το 40% των ανθρώπων βλέπουν την οικογένεια τους και τους φίλους τους το πολύ μια φορά το μήνα, βρίσκονται η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία, όπου αυτό συμβαίνει μόνο στο 8% των ενηλίκων. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε μια χώρα όπως η Πορτογαλία, η οποία θεωρείται στο ίδιο περίπου επίπεδο με την Ελλάδα στην ΕΕ, το ποσοστό της κοινωνικής απομόνωσης είναι μόνο 9% έναντι 43% στη χώρα μας.
Από την άλλη, συνολικά 30 εκατομμύρια Ευρωπαίοι (το 7% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ο ένας στους 14) νιώθουν μοναξιά πολύ συχνά. Εκτός από την Ελλάδα, το 10% αγγίζει η μοναξιά και σε άλλες χώρες (Ουγγαρία, Τσεχία, Ιταλία, Πολωνία, Γαλλία). Μικρότερα είναι τα ποσοστά στην Ολλανδία και στη Δανία (3%), στη Φινλανδία (4%), καθώς επίσης στη Γερμανία, στην Ιρλανδία και στη Σουηδία (5%).
Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω νούμερα, το πρόβλημα της μοναξιάς είναι πιο έντονο στις χώρες της Ανατολικής και της Νότιας Ευρώπης από ό,τι της Δυτικής και Βόρειας – κάτι που μάλλον ανατρέπει το στερεότυπο περί κοινωνικών Νοτίων και αποξενωμένων Βορείων. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι παράγοντες όπως η κακή υγεία και οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες (που είναι συχνότερα στη Ν. και Α. Ευρώπη) ευνοούν τη μοναξιά.
Όχι μόνοι οι ηλικιωμένοι
Μια άλλη απομυθοποίηση της μελέτης είναι ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την τρίτη ηλικία. Μπορεί οι ηλικιωμένοι να είναι περισσότερο απομονωμένοι κοινωνικά (9% περισσότερο από ό,τι οι κάτω των 65 ετών), όμως δεν αναφέρουν αισθήματα μοναξιάς τόσο συχνά όσο οι ηλικιακές ομάδες 26 έως 45 ετών.
Η μελέτη επισημαίνει ότι οι μοναχικοί άνθρωποι συχνά στιγματίζονται, έχουν χειρότερη υγεία, χειρότερη γνωστική κατάσταση, περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα και πιο απαισιόδοξες αντιλήψεις, ενώ νιώθουν να απειλούνται περισσότερο από τις καθημερινές καταστάσεις. Ακόμη, η μοναξιά σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, στον ίδιο βαθμό με την παχυσαρκία και το κάπνισμα.
Οι άρρωστοι, οι άνεργοι και οι φτωχοί είναι οι τρεις ομάδες που υποφέρουν περισσότερο από μοναξιά, καθώς έχουν λιγότερες επιλογές και χειρότερη ψυχική διάθεση. ‘Ανθρωποι με κακή υγεία έχουν 10% μεγαλύτερη πιθανότητα να νιώσουν μοναξιά από ό,τι οι υγιείς, ενώ η πιθανότητα είναι αυξημένη κατά 7% για τους άνεργους και τους φτωχούς. Η επίπτωση της ανεργίας πάνω στη μοναξιά είναι διπλάσια στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη από ό,τι στη Βόρεια και στη Δυτική. Επίσης όσοι ζουν μόνοι τους (π.χ. λόγω χηρείας), έχουν 8% μεγαλύτερη πιθανότητα να νιώθουν μοναξιά, σε σχέση με όσους ζουν μαζί με άλλους (π.χ. οι παντρεμένοι), κάτι αναμενόμενο.
Αντίθετα με τη γήρανση του πληθυσμού, η μοναξιά μόνο πρόσφατα έκανε την εμφάνιση της στη δημόσια κοινωνική και πολιτική ατζέντα των ευρωπαϊκών χωρών. Η νέα μελέτη αναδεικνύει την ανάγκη το φαινόμενο να αντιμετωπισθεί πιο ενεργητικά από τις κυβερνήσεις, τις αρμόδιες αρχές και άλλους φορείς και την κοινωνία των πολιτών. Η ολοένα μεγαλύτερη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών ενθαρρύνει την επικοινωνία εξ αποστάσεως και την απομόνωση, ενώ φέρνει σε μειονεκτική θέση όσους -ιδίως τους ηλικιωμένους- δεν είναι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία της μοναξιάς για την ευημερία κάθε ατόμου και την κοινωνική συνοχή. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία για τον ορισμό της, είναι γενικά αποδεκτό ότι η μοναξιά είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα που οφείλεται στη διακοπή ή στη χαμηλή ποιότητα των κοινωνικών επαφών ενός ανθρώπου. Ως μοναχικός ορίζεται κάποιος που δηλώνει ότι νιώθει μοναξιά «τον περισσότερο χρόνο» ή «πάντα». Από την άλλη, ως κοινωνική απομόνωση ορίζεται η κατάσταση ενός ανθρώπου που δεν συναντιέται με συγγενείς, φίλους ή συναδέλφους (εκτός δουλειάς) συχνότερα από μια φορά το μήνα.
Συχνά η μοναξιά και η κοινωνική απομόνωση συμβαδίζουν, αλλά όχι πάντα. Μπορεί κανείς να έχει συχνές κοινωνικές επαφές, παρόλα αυτά να μην ικανοποιείται και να νιώθει μοναξιά. Αντίστροφα, μπορεί να έχει πολύ αραιές επαφές, αλλά να μη νιώθει μοναξιά, γι’ αυτό άλλωστε τα μέσα ποσοστά της μοναξιάς στην Ευρώπη είναι πολύ χαμηλότερα (7%) από ό,τι της κοινωνικής απομόνωσης (18%).