Από τις STEM δεξιότητες στον κλάδο της εκπαίδευσης μέχρι την τεχνολογία 5G και από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τους «ψηφιακούς μετανάστες» και «ψηφιακούς ιθαγενείς» της σημερινής εποχής, ο Μιχάλης Μπλέτσας*, εκ των κορυφαίων επιστημονικών στελεχών του ΜΙΤ, έχει να πει πολλά:
Ένας από τους μεγαλύτερους προβληματισμούς όσον αφορά στην αποκαλούμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση έχει να κάνει με τις αλλαγές στην αγορά εργασίας και αυτά που πρέπει να αλλάξουν στην εκπαίδευση προκειμένου να προσαρμοστεί ο πληθυσμός σε αυτήν. Οι απαισιόδοξοι μιλούν για τον κίνδυνο μιας αλματώδους ανόδου της ανεργίας λόγω της αυτοματοποίησης και της εξαφάνισης παλαιών επαγγελμάτων- οι αισιόδοξοι λένε πως τα επαγγέλματα που θα εξαφανιστούν θα αντικατασταθούν από καινούρια.
Για τον διευθυντή πληροφορικής του ΜΙΤ Media Lab, η άποψη περί δημιουργίας νέων επαγγελμάτων είναι μια σωστή θέση,
«μα δεν έχει πρακτικό ενδιαφέρον αν ξεχάσεις τον αντίλογο. Ο αντίλογος είναι ότι οι καινούριες δουλειές που θα δημιουργηθούν δεν θα υπάρχουν οι άνθρωποι που θα έχουν τα προσόντα που θα τις κάνουν».
Όπως τονίζει ο κ. Μπλέτσας, πρόκειται για θέμα παιδείας- και ειδικότερα συνεχούς παιδείας,
«δια βίου εκπαίδευσης, εκπαίδευσης με τρόπο που σου επιτρέπει να συνεχίσεις να μαθαίνεις, με τρόπο που σε κάνει να καταλαβαίνεις τον κόσμο γύρω σου. Δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας αν δεν έχουμε κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις μαθηματικών. Δεν μπορούμε να κρίνουμε όλα αυτά τα πράγματα περί τεχνητής νοημοσύνης αν δεν έχουμε κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις φιλοσοφίας».
Αναφερόμενος ειδικότερα στις δεξιότητες που ζητά πλέον η αγορά εργασίας, ο διακεκριμένος επιστήμονας τονίζει πως πρόκειται για δεξιότητες που
«είναι σύνθετες και σχετικά αφηρημένες, αυτό που λένε “soft skills”. Δημιουργικότητα, αναλυτική και συνθετική ικανότητα, να μπορείς να αναλύσεις και να λύσεις ένα πρόβλημα, συνεργατικότητα, να μπορείς να συνεργαστείς. Τα προβλήματα του κόσμου δεν λύνονται από έναν άνθρωπο πια, ζούμε σε ένα πολύ πολύπλοκο περιβάλλον, ζητάνε επικοινωνιακότητα. Όλα αυτά τα μαθαίνεις δουλεύοντας σε ομάδες, φτιάχνοντας κάτι για να λύσεις ένα πρόβλημα, οπότε ο καλύτερος τρόπος για να το κάνεις αυτό, κατά την άποψή μου, είναι με STEM μεθοδολογίες: Αντί να πεις στον άλλον ότι θα κάνεις μόνο Φυσική σε μία τάξη και μόνο Μαθηματικά σε μία άλλη, τον βάζεις να λύσει ένα πρόβλημα, να δουλέψει σε μια ομάδα και να τα δει αυτά στην εφαρμογή τους, καθώς έτσι είναι που σου μένουν».
Η τεχνολογική εκπαίδευση, σημειώνει ο κ. Μπλέτσας ανέκαθεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι «παρακατιανό»- και στην Ελλάδα αυτό είναι πιο έντονο.
«Βλέπαμε το κάθε αντικείμενο μόνο του, ξεκομμένο. Αυτό ισχύει για όλη την εκπαίδευση. Τα αντικείμενα τα βλέπαμε πάντα σε “σιλό”, γιατί θεωρητικά αυτό που ζητούσε η αγορά εργασίας ήταν κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις, τις οποίες θα εφάρμοζες συνεχώς, οπότε δεν θα χρειαζόταν να σκεφτείς κριτικά πάρα πολύ. Η εποχή της εξειδίκευσης τελείωσε– ειδικά στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και στην αρχή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και αν κάτι έχω καταλάβει όλα αυτά τα χρόνια στο ΜΙΤ, είναι ότι ποτέ δεν είχε πολύ μεγάλα στεγανά μεταξύ των τμημάτων.
Εδώ στην Ελλάδα, στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν μπορούσες να πάρεις καν μάθημα από άλλο τμήμα: Θυμάμαι στο Πολυτεχνείο το ίδιο μάθημα το είχαν και οι ηλεκτρολόγοι και οι μηχανολόγοι, αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουνε μαζί. Αυτά τα στεγανά δεν υπάρχουν στα κανονικά πανεπιστήμια πια. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τελευταίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, όπου καταργήθηκε ουσιαστικά η Τρίτη Λυκείου σαν τάξη γενικής εκπαίδευσης, όπου κάνεις τα μαθήματα της δέσμης. Λες και μπορεί ένα παιδί 16 χρονών σε έναν κόσμο τόσο περίπλοκο που αλλάζει τόσο γρήγορα να ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αδυναμία αυτή τη στιγμή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος».
Το βασικό πλεονέκτημα των πρακτικών που ακολουθούνται στον κλάδο του STEM, συνεχίζει ο κ. Μπλέτσας, είναι ο συνδυαστικός χαρακτήρας:
«Είναι μια συνδυαστική πρακτική που σε βοηθάει να καταλάβεις πώς δουλεύει ο κόσμος γύρω σου, είναι ουσιαστική παιδεία. Καταλαβαίνεις ο κόσμος πώς δουλεύει, όλες αυτές οι συσκευές (κινητά, tablets κλπ) δεν είναι απλά μαύρα κουτιά. Είναι, αν θες, ο Δούρειος Ίππος- σε βάζει σε μια λογική όπου αναπτύσσονται περισσότερο αυτές οι αφηρημένες δεξιότητες που χρειαζόμαστε».
Πώς όμως μπορούν να εφαρμοστούν αυτά στην πραγματικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης;
Μιχάλης Μπλέτσας:«Υπό το πρίσμα των STEM πρέπει να έχουμε περισσότερη δραστηριότητα στο σχολείο που να βασίζεται στην επίτευξη κάποιου έργου, το αποκαλούμενο project based learning,που αρχίζει σιγά σιγά- δηλαδή περισσότερες σύνθετες εργασίες που να προϋποθέτουν τη χρήση κάποιων σύγχρονων εργαλείων. Δεν μπορούμε όταν έχουμε πρόσβαση σε τόσο μεγάλο όγκο πληροφορίας, να ζητάμε από τα παιδιά να κάνουν μια εργασία που να λέει “πήγαινε σε βιβλιοθήκη και βρες το ένα τάδε βιβλίο”. Πρέπει να ζούμε με τα σημερινά εργαλεία Τα παιδιά πρέπει να μάθουν γρήγορα να ξεχωρίζουν και να αξιολογούν την πληροφορία που παίρνουν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, έχουμε πραγματικά λειτουργικά αμόρφωτους ενήλικες. Τα παιδιά είναι πιο συνειδητοποιημένα επειδή έχουν αρχίσει από πιο νωρίς. Πρέπει να μπορείς να κάνεις μια αξιολόγηση. Και αποκτάς τη δυνατότητα να την κάνεις έχοντας κάνει 10 project και έχοντας ακούσει μια κριτική. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν δουλεύει με πολύ καθορισμένα κριτήρια– είναι όλα αποχρώσεις του γκρίζου. Και αυτό είναι που δεν μπορούμε να εκφράσουμε μαθηματικά ακόμα- αυτό, για την ακρίβεια, είναι το πρόβλημα της γενικευμένης ΑΙ. Η πιο ζητούμενη δεξιότητα είναι η δημιουργικότητα».
Για τον διακεκριμένο Έλληνα επιστήμονα, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας εποχής είναι πως το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί από την κατοχή της γνώσης στη δυνατότητα αξιολόγησης και χρήσης της:
«Πάντα κάποια πράγματα θα πρέπει να γίνονται παράλληλα. Οι STEM δραστηριότητες βοηθούν πάρα πολύ σε αυτούς τους τομείς. Η γνώση δεν είναι πια τόσο σημαντική, τη βρίσκεις. Η κριτική ικανότητα είναι πολύ πιο σημαντική από τη γνώση αυτή τη στιγμή- να μπορείς να αξιολογήσεις τη γνώση. Αν έχεις την κριτική ικανότητα, από εδώ και μπρος θα μπορείς να συνεχίσεις την εκπαίδευση και μόρφωσή σου σε όλη την υπόλοιπη ζωή. Αυτές λοιπόν οι δεξιότητες δεν μαθαίνονται διαβάζοντας κάτι σε ένα βιβλίο, μαθαίνονται στην πράξη. Βάζεις το παιδί να κάνει μια εργασία. Και μετά κάθονται όλοι μαζί και συζητούν τις πηγές που χρησιμοποίησε ο καθένας και γιατί μια πηγή είναι καλύτερη από μια άλλη. Δεν κοιτάς τι έγραψε τόσο πολύ, μα πώς το έγραψε».
Πόσα χρόνια όμως θα χρειάζονταν για να γίνουν τόσο δραστικές αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Μήπως πρόκειται στην πράξη για ένα «κυνήγι χίμαιρας»;
Μ. Μπλέτσας: «Θέλει 20 χρόνια αυτό για να αλλάξει. Μα για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία, θα πρέπει να υπάρξει μια αναγνώριση του προβλήματος. Εμείς εδώ είμαστε στη φάση που δεν το αναγνωρίζουμε σαν πρόβλημα ακόμα. Έχουμε ακόμα αυτή την απίστευτη συζήτηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων: Το ότι πήγες σε μια σχολή και έμαθες πέντε πράγματα σου δίνει τη δυνατότητα να βγάζεις χρήματα για την υπόλοιπη ζωή σου, άσχετα με οτιδήποτε άλλο. Και η κοινωνία η ελληνική έτσι αναπτύχθηκε. Έχουν αλλάξει όλα αυτά. Αυτά ήταν της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, της εποχής του ’50 και του ’60, τότε που η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με διψήφια νούμερα. Το να γίνεις γιατρός ή δικηγόρος σου εξασφάλιζε ένα επίπεδο ζωής που σιγά- σιγά άρχισε να γίνεται σε βάρος του κοινωνικού συνόλου».
Ερωτηθείς για το κατά πόσον θεωρεί πως όλα αυτά γίνονται αντιληπτά από την κυβέρνηση και την κοινωνία, ο κ. Μπλέτσας εκτιμά πως υπάρχει θέμα αντίληψης της ελληνικής κοινωνίας.
Μ. Μπλέτσας: «Δε νομίζω ότι έχει γίνει πεποίθηση της ευρείας μερίδας του πληθυσμού πόσο σημαντικές είναι αυτές οι αλλαγές, πόσο γρήγορα αλλάζουν όλα- πώς χωρίς ένα σοβαρό εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε αυτή την πορεία που αρχίσαμε μετά τον πόλεμο, που από μια απόλυτα κατεστραμμένη χώρα βρεθήκαμε στο κλαμπ των πιο ανεπτυγμένων χωρών στον πλανήτη. Και ο τομέας της παιδείας είναι ο πιο λειτουργικός: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επένδυση που να μπορείς να κάνεις. Επομένως χρειάζεται σοβαρή συζήτηση και προσήλωση όλου του πολιτικού συστήματος σε αυτούς τους στόχους».
Ερωτηθείς για ποιον λόγο υποδεικνύει τα 20 χρόνια ως το απαιτούμενο χρονικό πλαίσιο, ο κ. Μπλέτσας αναφέρεται στο παράδειγμα της Φινλανδίας:
«Έκανε τέτοια προσπάθεια, άλλαξε τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος και έγινε ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη. Αλλά αυτό πήρε 20 χρόνια. Και χρειάστηκε μια προσήλωση – ότι ναι το κάνουμε, δεν θα το αλλάζουμε κάθε τρεις και λίγο, δεν θα ιδρύουμε πανεπιστήμια- φαντάσματα γιατί θα δουλέψουν οι καφετέριες και τα σουβλατζίδικα. Θα βάλουμε συγκεκριμένους στόχους και θα τους ακολουθήσουμε όλοι. Το τι μπορούμε να κάνουμε λίγο πολύ το έχουν δείξει ένα σωρό άλλες χώρες».
Είμαι μεγάλος οπαδός του φινλανδικού συστήματος. Είναι η έμφαση στη δημιουργικότητα, στο τα παιδιά να είναι χαρούμενα με αυτό που κάνουν.Ένα από τα πράγματα που δούλεψαν στο φινλανδικό σύστημα είναι ότι πάντα προσπαθούν να βρουν το ταλέντο των παιδιών. Δεν τα φορτώνουν με πάρα πολλή εργασία στο σπίτι, έχουν μια γενικευμένη κατεύθυνση την οποία ακολουθούν όλοι – και αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι οι εκπαιδευτικοί τους μπορούν να το κάνουν αυτό, καθώς είναι πολύ καλά αμειβόμενοι και πολύ καλά εκπαιδευμένοι. Και είναι εκπαιδευτικοί, δηλαδή τα μεταπτυχιακά τους είναι στην εκπαίδευση- είναι μια αύξηση στην ποιότητα συνολικά. Εδώ η εκπαίδευση έχει έναν μαζικό χαρακτήρα, η έμφαση δεν είναι στην ποιότητα. Πρέπει τα πράγματα να φύγουν από το πέρασμα γνώσης και να πάμε στην αξιολόγησή της ή τη μεθοδολογία απόκτησής της. Η βασική δεξιότητα που πρέπει να παίρνουν τα παιδιά στο σχολείο είναι πώς θα συνεχίσεις να μαθαίνεις στην υπόλοιπη ζωή. Αυτό είναι το βασικό, όχι οι γνώσεις που θα πάρεις. Εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα του STEM, επειδή πάει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Εγώ ήμουν όλη μου τη ζωή μέσα στην τεχνολογία, από πολύ μικρός, με βοήθησαν οι γονείς μου, με ενθάρρυναν. Άλλα παιδιά δεν το είχαν αυτό. Οι γονείς μου ήταν μηχανικοί, σπουδαγμένοι, ήξεραν πέντε πράγματα παραπάνω. Δεν ήταν όλα τα παιδιά τόσο τυχερά. Αυτές οι μεθοδολογίες και δράσεις κάνουν πολύ περισσότερα παιδιά κοινωνούς αυτής της κατεύθυνσης, ανεξαρτήτως υποβάθρου, τους δίνουν αυτά τα ερεθίσματα. Εγώ τα είχα εκτός σχολείου, αν δεν τα είχα. δεν ξέρω αν θα ακολουθούσα αυτή την καριέρα. Συμφωνώ επίσης με τη μεθοδολογία, δουλεύουμε σε ομάδες, ξεκινάμε με πρόβλημα, συζητάμε πώς θα το λύσουμε, φτάνουμε σε λύση, την υλοποιούμε, Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλο πρόβλημα νοοτροπίας: Μπορεί να μιλάμε πολύ για κάτι, αλλά στην υλοποίηση χωλαίνουμε».
Ο κ. Μπλέτσας μεταφέρει το παράδειγμα της STEM μεθοδολογίας πέρα από τα κλασικά μαθήματα τα οποία αφορά, περνώντας στη σφαίρα της διδασκαλίας της ιστορίας- και εκεί καταφέρεται εναντίον «δογμάτων και ευαγγελίων»:
«Σε μια προχωρημένη τάξη ιστορίας, σε ένα καλό σχολείο, δεν υπάρχει ένα βιβλίο, μα μια θεματολογία συνολική. Ο καθηγητής αναθέτει στους μαθητές να διαβάσουν κάποια πράγματα και μετά στην τάξη γίνεται συζήτηση. Ιστορία είναι να καταλάβεις: Έχεις διαφορετικές πηγές και οπτικές, οι οποίες, όσο περνάει ο χρόνος συγκλίνουν. Χρειάζεται κάτι που να αναπτύσσει την κριτική σκέψη, να αναλύσεις τι έγινε, να επιτεθείς σε κάποιους μύθους. Άλλο η επιστήμη και άλλο η κουλτούρα και κάποιοι μύθοι που έχουν πχ χρήση για τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας. Όλα χρήσιμα είναι, αλλά πρέπει να καταλάβεις τη διαφορά μεταξύ επιστήμης και μύθου. Υπάρχει ένα δόγμα, ένα “ευαγγέλιο” που πρέπει να μάθουν πολλοί μαθητές. Πέρασε ο καιρός για τα ευαγγέλια, γενικότερα. Πρέπει να πάρεις τις γνώσεις που θα σου χρειαστούν για να συνεχίσεις να μαθαίνεις. Ναι υπάρχουν κάποια πράγματα στα Μαθηματικά που δεν μπορείς να μην τα μάθεις. Αλλά έχει διαφορά το πώς θα τα μάθεις».
Μ. Μπλέτσας: «Όταν πήγαινα σχολείο, θυμάμαι αποστηθίζαμε την προπαίδεια στη Γ′ Δημοτικού. Όταν τα παιδιά μου πήγαν στη Γ′ Δημοτικού, ο δάσκαλος τους εξηγούσε πως ο πολλαπλασιασμός είναι μια γενικευμένη επαναλαμβανόμενη μορφή πρόσθεσης. Προσπαθεί να τους εξηγήσει πώς δουλεύουν τα πράγματα. Κάποιος μπορεί να πει πως όχι, τα παιδιά πρέπει να ξέρουν να κάνουν πράξεις άμεσα. ΓΙΑΤΙ; Λες και κάνει κανείς πράξεις τώρα με το μυαλό του! Καταλαβαίνω πως η παιδεία είναι εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολος τομέας για να αλλάξει, γιατί οι γονείς είναι συντηρητικοί, σου λένε “εγώ δεν θέλω το παιδί μου να γίνει πειραματόζωο”. Το θέμα είναι όμως ότι δεν θα είμαστε στην πρωτοπορία, υπάρχουν ήδη επιτυχημένα παραδείγματα, μπορούμε να επιλέξουμε τα στοιχεία που ταιριάζουν περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία μας και στην υπάρχουσα κατάσταση. Είμαι σε ένα εκπαιδευτικό οργανισμό, μα δεν ήταν δουλειά μου η εκπαίδευση. Τα πράγματα όμως πλέον σε χτυπάνε, τα βρίσκεις μπροστά σου ξαφνικά, είναι τόσο προφανή, πονάει να βλέπεις την ελληνική πραγματικότητα και το πόσο πίσω έχει παραμείνει. Έχουν γίνει βήματα, υπάρχουν προσπάθειες, το σχολείο δεν είναι το ίδιο με αυτό που πήγα εγώ, πριν μισό αιώνα σχεδόν. Αλλά αν το συγκρίνεις με αυτά που βλέπω και τα παραδείγματα αριστείας που βλέπω, αυτή την εντύπωση μου δίνει ακόμα».
Αναφερόμενος στη δουλειά του στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το Ίδρυμα Vodafone, εκφράζει την ελπίδα οι διάφοροι αυτοί διαγωνισμοί που γίνονται στο πλαίσιο αυτών των εγχειρημάτων να μεγαλώσουν σε κλίμακα και να γίνονται σε πιο συνεργατικό πλαίσιο:
«Νομίζω ότι πλέον φτάσαμε στο σημείο όπου υπάρχουν πλέον πολλές παράλληλες προσπάθειες -ευτυχώς!- στην Ελλάδα, και κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσουν να έχουν μια κοινή κατάληξη».
«Πιστεύω στην τεχνολογία, είναι το πιο σημαντικό εργαλείο που έχουμε, ο πιο σημαντικός παράγοντας προόδου μετά από κάτι άλλο, που το κατάλαβα πρόσφατα: Η ικανότητα να λέμε ωραίες ιστορίες, που είναι το πιο σημαντικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό και εργαλείο. Είμαστε το μόνο νοήμον ον το οποίο οργανώνεται κάτω από αφηρημένες ιστορίες- πχ θρησκεία, χρήμα, νόμος. Όλα αυτά είναι αφηρημένες ιστορίες, συλλογικά αφηγήματα κάτω από τα οποία οργανώνονται οι ανθρώπινες κοινωνίες. Πρέπει να μπορείς να πεις μια καλή ιστορία τελικά! Αυτό είναι το πιο σημαντικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό και για αυτό καταλαβαίνει κανείς πόσο μακριά είμαστε ακόμα από τη γενικευμένη τεχνητή νοημοσύνη. Οι υπολογιστές δεν μπορούν να πουν ιστορίες! Από την άλλη αυτό που μας συνδέει όλο και περισσότερο είναι η επικοινωνία. Πιστεύω στα θετικά της επικοινωνίας, που είναι απείρως περισσότερα από τα αρνητικά- τα οποία όμως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε, γιατί καμιά φορά, αν τα αφήσουμε ανεξέλεγκτα έχουμε άσχημες επιπτώσεις και τις βλέπουμε αυτό τον καιρό. Μα γενικά η επικοινωνία είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη. Θέλω τα παιδιά να εξοικειωθούν με αυτά τα εργαλεία και πραγματικά να μάθουν να τα χρησιμοποιούν. Όταν έχεις μάθει από μικρός να τα χρησιμοποιείς, βάσει του τρόπου με τον οποίο μαθαίνεις, δημιουργώντας συνδέσεις μεταξύ εννοιών στο κεφάλι σου, τότε τα καταφέρνεις πολύ καλύτερα από κάποιον που είναι ξένος στην τεχνολογία, ή, αλλιώς, “ψηφιακός μετανάστης”. Τα παιδιά είναι “ψηφιακοί ιθαγενείς”, γεννήθηκαν μέσα στην τεχνολογία. Εγώ μάλλον μετανάστευσα νωρίς στον ψηφιακό κόσμο- μάλλον, θα ήθελα να θεωρώ τον εαυτό μου “ψηφιακό ιθαγενή”, αλλά με την ενασχόλησή μου με το Ίδρυμα Vodafone και όλες αυτές τις δραστηριότητες με τα παιδιά καμιά φορά διαπιστώνω πως είμαι λίγο μετανάστης, μα από την άλλη μου δίνει χαρά ότι έχω κάποια κοινά σημεία. Έχω δει την προηγούμενη εποχή. Αυτό είναι και πλεονέκτημα και μειονέκτημα, διότι τείνουμε πάρα πολλά πράγματα να τα “μεταφράζουμε” στον ψηφιακό κόσμο, ενώ δεν μεταφράζονται. Ζούμε διαφορετικά».
Περνώντας σε άλλη σφαίρα «ψηφιακού ενδιαφέροντος» για τον σύγχρονο κόσμο, ο κ. Μπλέτσας αναφέρεται στο μεγάλο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων, των ΜΜΕ, των κοινωνικής δικτύων και την κουλτούρα του «τζάμπα» στο Ίντερνετ εν γένει. Όπως σημειώνει, βασική αρχή του ψηφιακού κόσμου ήταν ανέκαθεν πως η δημιουργία αντιγράφων είναι δωρεάν.
Μ. Μπλέτσας: «Εμείς είχαμε μάθει ότι κλειδώναμε τα δικαιώματα με βάση το ότι κόστιζε η υλιστική αναπαραγωγή της πληροφορίας, πχ το να τυπώσεις ένα βιβλίο σου κόστιζε. Το να πουλήσεις ένα δίσκο κόστιζε. Με βάση το κόστος, τα ”κλειδώναμε”. Αυτό δεν υπάρχει τώρα πια. Οι σχετικές αυτές νομοθεσίες γίνονται σε μεγάλο βαθμό από ψηφιακούς μετανάστες, έχουν ακόμα πολλά απομεινάρια από την παλιά εποχή – προσπαθούμε κάποια πράγματα που είναι “μούμιες” τελείως, να τα κρατάμε ζωντανά με οποιοδήποτε κόστος χωρίς να καταλαβαίνουμε τα αρνητικά αποτελέσματα που έχουν αυτά στη δημιουργικότητα. Από την άλλη αυτοί που φωνάζουν ενάντια δεν έχουν βρει ακόμα κάποιους τρόπους όπου η δημιουργικότητα θα ανταμείβεται με δίκαιο τρόπο, έστω πιο δίκαιο από ό,τι γίνεται τώρα».
Αναφερόμενος στην κρίση στον Τύπο, σημειώνει πως
«τα sites που βγάζουν πολλά χρήματα αυτή τη στιγμή είναι οι aggregators και όχι οι παραγωγοί. Θα πρέπει να βρούμε τρόπους – υπάρχουν διάφοροι, απλά δεν έχουν επιχειρηματικά γίνει πολύ ρεαλιστικοί, δεν υπάρχουν τα κίνητρα- για να μπορείς να πληρώνεις τους παραγωγούς κατευθείαν. Έχουμε τα paywalls, εκεί είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, που ξεκινά από την ψευδαίσθηση ότι στο Ίντερνετ τα πράγματα είναι δωρεάν. Τα βαθύτερα αίτια που έχουν δημιουργήσει αυτή την κρίση στον Τύπο έχουν να κάνουν με την ψηφιακή εποχή: Παλιά έπρεπε να αγοράσεις την εφημερίδα, μα τώρα έχεις μάθεις κάπως ότι είναι τζάμπα- αλλά έμαθες ότι είναι τζάμπα επειδή κάποιοι θεώρησαν πως ο μόνος τρόπος να κάνεις μπίζνες ήταν μέσω της διαφημιστικής υποστήριξης. Αυτό πρέπει να καταπολεμηθεί. Και πρέπει να καταπολεμηθεί και νομικά, να γίνεται όλο και πιο δύσκολο αυτό το μοντέλο, Η Google δεν είναι η χειρότερη περίπτωση από όλες, η χειρότερη περίπτωση όλων είναι το Facebook».
Το Facebook δίνει αυτά τα μικρά πακέτα πληροφορίας που είναι σχεδιασμένα με στόχο τις ενδορφίνες σου, προκειμένου να σου δημιουργούν ευχαρίστηση, για αυτό και είναι τόσο εθιστικό. Θα πρέπει κάποια από αυτά τα χρήματα να τα δίνει πίσω. Αυτό πρέπει να επιβληθεί, καθώς δεν έχει κάποιο λόγο το Facebook να το κάνει από μόνο του. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει τι πουλάει- δεν έχει καταλάβει τι πουλάει (τα δεδομένα του) και τι χάνει. Ή, στον αντίποδα, αν θέλεις να έχεις ένα τεράστιο site που δεν θα σου στέλνει διαφημίσεις και δεν θα χρησιμοποιεί τα δεδομένα σου, πρέπει να καταλάβεις ότι εσύ πρέπει να πληρώσεις για αυτό. Εδώ έχουμε ένα τριγωνικό μοντέλο: Εσύ δίνεις δεδομένα στις μεγάλες ιντερνετικές εταιρείες, αυτοί τα πουλάνε και παίρνεις από αυτές κάποια υπηρεσία. Αυτά τα τριγωνικά μοντέλα είναι δύσκολο να αναλυθούν και οι επιπτώσεις τους είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Είναι δύσκολα θέματα αυτά, μα για να γίνει ουσιαστικό βήμα, πρέπει να καταλάβει ο κόσμος πως τίποτα δεν είναι δωρεάν, παντού υπάρχουν κόστη. Αυτό που έγινε, που εκπαιδεύσαμε τον κόσμο στο τζάμπα, διέλυσε τα παραδοσιακά μέσα, και τις εφημερίδες ειδικότερα και είναι τεράστιο πρόβλημα, οι τοπικές εφημερίδες δεν επιβιώνουν. Υπάρχει τεράστια συμπίεση και επιβιώνουν μόνο οι μεγάλοι παίκτες. Προφανώς αυτό είναι και μια από τις αρνητικές επιπτώσεις. Χρειάζεται εφαρμογή νόμων στο ψηφιακό περιβάλλον, κάτι που έχει κόστος εξοπλισμού».
Όταν συζητάς με έναν άνθρωπο του ΜΙΤ, είναι φύσει αδύνατον να μην αναφερθείς σε θέματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Στο ερώτημα κατά πόσον είμαστε κοντά στην άνοδο της αποκαλούμενης γενικευμένης τεχνητής νοημοσύνης, ο κ. Μπλέτσας σημειώνει πως
«κάθε φορά που την πλησιάζουμε, καταλαβαίνουμε πόσο μακριά είναι αυτός ο στόχος. Δυστυχώς φαίνεται πως είναι ένας στόχος που φαίνεται ότι θα μας απασχολεί για πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Η άποψή μου είναι πως η εμμονή μας αυτές τις μέρες με τη μηχανική μάθηση (machine learning) είναι πως μας απομακρύνει από τον στόχο της γενικευμένης τεχνητής νοημοσύνης, καθώς έχει πολύ μικρότερους ορίζοντες και πεδία εφαρμογής».
Όσον αφορά στη μηχανική μάθηση ειδικότερα, ο Έλληνας ερευνητής του ΜΙΤ- ο οποίος επί της παρούσης ασχολείται με το πώς θα στηθεί ένα μεγάλο υπολογιστικό σύστημα μηχανικής μάθησης με το μικρότερο δυνατό budget– τονίζει πως
«το machine learning δεν είναι νοημοσύνη, το machine learning είναι υπολογιστική στατιστική. Κοιτάζει για συσχετίσεις και όχι για αιτιάσεις. Κοιτά δεδομένα και προσπαθεί να βρει σχέσεις μεταξύ των δεδομένων χωρίς να καταλαβαίνει την όποια αιτίαση μπορεί να υπάρχει. Το πιο κοντινό πράγμα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, που είναι η ανώτερη μορφή νοημοσύνης και ίσως το πιο περίπλοκο σύστημα στο σύμπαν αυτή τη στιγμή, αντιστοιχεί μόνο στο πρώτο επίπεδο επεξεργασίας που γίνεται στα αισθητήρια. Όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που λέμε machine learning. Για να μάθεις σε ένα παιδάκι τι είναι μια γάτα, του δείχνεις μια γάτα μία ή δύο φορές. Για να μάθεις όμως σε ένα σύστημα να αναγνωρίζει γάτες θα πρέπει να του δείξεις εκατοντάδες χιλιάδες εικόνες από γάτες και άλλα ζώα για να μάθει να αναγνωρίζει στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο».
«Τα συστήματα αυτά βασίζονται σε τεράστιους όγκους δεδομένων που χρειάζονται μεγάλη προσπάθεια για να γίνουν χρήσιμα- πρέπει κάποιος να τα κοιτάξει, να τους βάλει ετικέτες πριν τα “ταΐσεις” στο σύστημα μηχανικής μάθησης για να το εκπαιδεύσεις. Και όταν αλλάξει λίγο το πεδίο εφαρμογής, αμέσως αρχίζουν να κάνουν λάθη. Αυτά τα συστήματα μπορούν να βοηθήσουν σε πάρα πολλούς τομείς, μα δεν υποκαθιστούν τον άνθρωπο. Είναι όπως ήταν στη δεκαετία του ’40 και του ’50 που μας βοήθησαν οι υπολογιστές παίρνοντας το φορτίο των αριθμητικών υπολογισμών από πάνω μας. Παρόμοιο ρόλο έχει και το machine learning αυτή τη στιγμή βοηθώντας μας να επεξεργαστούμε αυτόν τον τεράστιο όγκο δεδομένων που μαζεύουμε πλέον.Από τη στιγμή που έχουν αυξηθεί τα διαθέσιμα δεδομένα, το machine learning είναι απαραίτητο για τη διαχείρισή τους και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Είναι πάρα πολλά, δεν μπορείς να βάλεις κάποιον μόνο με το χέρι να τα κάνει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν σημαίνει αυτό πως η μηχανική μάθηση θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο».
H έλευση του 5G έχει χαιρετιστεί ως η επόμενη μεγάλη επανάσταση στον κόσμο του Ίντερνετ- ωστόσο κάποια στιγμή το ζήτημα απέκτησε τεράστιες διαστάσεις, δεδομένου ότι βρέθηκε στο επίκεντρο του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με «πέτρα του σκανδάλου» τη Huawei. Τελικά, τι συμβαίνει με το 5G;
«Όλο και περισσότερα πράγματα περνάνε στις φορητές συσκευές. Για αυτό χρειαζόμαστε ένα δίκτυο με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες. Επίσης, το 5G αλλάζει και το μοντέλο του Διαδικτύου: Το μοντέλο ως τώρα ήταν πως το δίκτυο είναι απλώς ένα “dumb pipe”, δηλ στέλνει πακέτα από το ένα σημείο στο άλλο. Με το 5G οι υποδομές γίνονται πιο περίπλοκες. Για να το πούμε πολύ απλά, αντί απλώς για “σωλήνες μεταφοράς”, υπάρχουν τώρα και “βρύσες” και “μπάνια” κτλ και ενδιάμεσες δεξαμενές. Μιλάμε πλέον για Internet of Things, αισθητήρες παντού, αυτόνομα οχήματα κ.α. Τα αυτόνομα οχήματα ειδικότερα (τα οποία είναι πολύ μακριά ακόμα, αν και θα έρθουν κάποια στιγμή) είναι μια κλασική εφαρμογή: Το 5G θα είναι απαραίτητο αν χρειαστεί ξαφνικά κάποιος χρειαστεί να αναλάβει τον έλεγχο του οχήματος. Αυτό χωρίς 5G δεν γίνεται, γιατί τα υπάρχοντα δίκτυα έχουν πολύ μεγάλη καθυστέρηση- και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του 5G είναι ότι επιτρέπει την επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο».
Κατά τον κ. Μπλέτσα, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πως το 5G θα βοηθήσει πάρα πολύ:
«Είναι τεράστια η προσπάθεια και πρέπει να γίνει οργανωμένα, συντεταγμένα. Χρειάζονται νέοι κανονισμοί».
Εκείνο που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος, το πολύ απλό, είναι ότι όλες οι εκπομπές που μας απασχολούν είναι αυτές που γίνονται από το τηλέφωνό μας. Όταν η κεραία του σταθμού βάσης είναι κοντά, το τηλέφωνό μας εκπέμπει με πιο χαμηλή ισχύ. Ακτινοβολία υπάρχει παντού, από ένα σωρό φυσικές πηγές – και το φως ακτινοβολία είναι. Το θέμα είναι η ένταση και η ποσότητα που παίρνεις. Όσο περισσότερες κεραίες έχεις στο δίκτυο, τόσο μικρότερη η έκθεση των χρηστών στην ακτινοβολία από τις φορητές τους συσκευές, που είναι οι κύριοι συμμέτοχοι στην ακτινοβολία που δέχονται, όχι η κεραία που είναι μακριά. Το 5G εμένα μου αρέσει πολύ περισσότερο ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, διότι θα φτιαχτούν υποδομές που θα βελτιώσουν συνολικά την υπηρεσία. Για την Ελλάδα είναι ακόμα πιο σημαντικό το 5G διότι αποτελεί ευκαιρία να φτάσουμε σε ένα καλύτερο επίπεδο όσον αφορά στις ιντερνετικές υποδομές γενικότερα».
***
* Διευθυντής πληροφορικής (computing) και ερευνητής στο MIT Media Lab, o διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας από τα Χανιά άρχισε την επιστημονική του πορεία σπουδάζοντας ηλεκτρολόγος μηχανικός στο ΑΠΘ, και συνέχισε στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στο Boston University και στο Northeastern University, στους τομείς της βιοϊατρικής μηχανικής και της μηχανικής υπολογιστών. Αυτή τη στιγμή το αντικείμενό του είναι οι ψηφιακές ερευνητικές υποδομές, ωστόσο είναι γνωστός, μεταξύ άλλων, ως μέλος της ομάδας δημιουργών και σχεδιαστών της πρωτοβουλίας «One Laptop Per Child», και έλαβε το βραβείο Index το 2007 για τη συμβολή του στην υποστήριξη της πρόσβασης παιδιών από αναπτυσσόμενες χώρες στην τεχνολογία και την εκπαίδευση. Σήμερα ζει στη Βοστώνη, ωστόσο δεν έχει χάσει την επαφή του με τα δρώμενα στη χώρα μας, την οποία επισκέπτεται με τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά, ενώ από το 2018 είναι μέλος του Κύκλου Πρεσβευτών του Ιδρύματος Vodafone.
Στο πλαίσιο της δουλειάς του με το Ίδρυμα Vodafone, ο κ. Μπλέτσας ασχολείται, μεταξύ άλλων, με το πρόγραμμα Generation Next– εκπαiδευτικό πρόγραμμα ανάπτυξης STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics) δεξιοτήτων, με ελεύθερη πρόσβαση για όλους στις νέες τεχνολογίες και την επιστήμη. Μέρος του προγράμματος είναι η εκπαιδευτική πλατφόρμα Generation Next, όπου μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου και καθηγητές, από οποιαδήποτε γωνιά της Ελλάδας, μπορούν δωρεάν να περιηγηθούν, να εμπνευστούν, αλλά και να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες και γνώσεις σε βασικές θεματικές STEM μέσα από μία ποικιλία εκπαιδευτικών ενοτήτων (από αστρονομία και App Development μέχρι Internet of Things, Έξυπνη Πόλη κ.α). Οι συμμετέχοντες μπορούν να λαμβάνουν μέρος στον πανελλήνιο διαγωνισμό Generation Next (μέλος της κριτικής επιτροπής του οποίου είναι και ο κ. Μπλέτσας) που διεξάγεται δύο φορές το χρόνο με έπαθλο για τη μεγάλη νικητήρια ομάδα ένα ταξίδι στη Σίλικον Βάλεϊ.
Πηγή: huffingtonpost