Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα επιστημονικά και κοινωνικά θέματα στην πανδημία είναι η επίδραση των σχολείων στη διασπορά του ιού και το κατά πόσο πρέπει να μείνουν ανοιχτά ή κλειστά.
Υπάρχει φόβος (δικαιολογημένος και αδικαιολόγητος): γονείς φοβούνται τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους ενήλικες στο σπίτι έχοντας την εντύπωση πως η COVID «μιμείται» άλλες συχνές ιογενείς και μη ασθένειες (πχ Η1Ν1) που διασπείρονται γρήγορα στα σχολικά περιβάλλοντα και ταλαιπωρούν οικογένειες και εκπαιδευτικό προσωπικό. Εκπαιδευτικοί, ιδιαίτερα μεγαλύτερης ηλικίας, φοβούνται ότι θα ασθενήσουν λόγω της παρουσίας συχνά >20 ατόμων σε ένα κλειστό χώρο όπως η σχολική αίθουσα. Κοινωνικές ομάδες, όπως έμποροι, θεωρούν πως μπορούν να τηρήσουν καλύτερα τα υγειονομικά μέτρα στα καταστήματά τους, άρα να προτεραιοποιηθούν σε σχέση με την εκπαίδευση.
Η σύγχυση επιτείνεται από πληθώρα παλινωδιών από επιστήμονες και πολιτειακούς παράγοντες λέγοντας από τη μία πως τα παιδιά νοσούν και μεταδίδουν λίγο, άλλοτε πολύ, άλλοτε περισσότερο τα μεγαλύτερα παιδιά, αλλά ανοίγουν τα λύκεια γιατί έχασαν περισσότερες διδακτικές ώρες και όχι οι μικρότερες βαθμίδες. Τέλος, η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι εντελώς ξεχασμένη, με πιο έντονο πρόβλημα στους φετινούς πρωτοετείς φοιτητές που η πλειοψηφία δεν έχει διαβεί καν το κατώφλι του παν/μίου τους και στους φοιτητές πρακτικών σχολών (ιατρικής, οδοντιατρικής, πολυτεχνείου, κτλ) που συνεχίζουν να χάνουν την πρακτική, εργαστηριακή και κλινική τους άσκηση σχεδόν για ένα χρόνο τώρα. Έχουν γραφεί πολλά και όπως λέγεται για κάθε άποψη υπάρχει και η αντίθετή της. Τι τελικά ισχύει;
Αρχικά ενδεικτικά ας αναφέρουμε γιατί η απώλεια της δια ζώσης εκπαίδευσης έχει καταστροφικές συνέπειες για τα παιδιά, τους γονείς και την κοινωνία: Σύμφωνα με επιστημονική ενημέρωση από τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών η διακοπή της σχολικής καθημερινότητας καθώς και η συνεχής αναφορά στον ιό από γονείς, κοινωνικό περιβάλλον και ΜΜΕ επιφέρει διαταραχές στον ύπνο (αυπνία, αναστροφή του ωραρίου, εφιάλτες) και τη διατροφή των παιδιών, μετατραυματικό στρες καθώς και σύγχυση για το πώς πρέπει να διαχειριστούν την καθημερινότητά τους. Επιπρόσθετα, πολλά παιδιά και έφηβοι βιώνουν καταθλιπτικά φαινόμενα και συναισθήματα παραίτησης από τις σχολικές και κοινωνικές δραστηριότητες, ενώ αυξήθηκαν τα περιστατικά διαδικτυακής εξάρτησης και ενδοοικογενειακής βίας. Τα φαινόμενα αυτά παρατηρούνται πιο έντονα στα παιδιά με προυπάρχουσες μαθησιακές (πχ ελλειμματική προσοχή) και άλλες διαταραχές (πχ υπερκινητικότητα). Αλλά και οι οικονομικές συνέπειες της κλειστής ή ελλειμματικής εκπαίδευσης ειναι σημαντικές: απώλεια 1/3 σχολικής χρονιάς μπορεί να επιφέρει απώλεια εισοδήματος των μαθητών (ειδικά αυτών που είναι τώρα 13 ετών) κατά 2.5-4% για όλο τον εργασιακό τους βίο και μέση μείωση 1.5% του εθνικού ΑΕΠ για τα επόμενα 80 χρόνια. Και φυσικά οι γονείς χάνουν ώρες και ευκαιρίες δουλειάς με τα παιδιά στο σπίτι.
Όπως γράφεται στο εξαιρετικό και πολύ αναλυτικό άρθρο του κ.Γορανίτη, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, τα ελληνικά σχολεία έχουν μείνει περισσότερες εβδομάδες κλειστά, θέτοντας τους Έλληνες μαθητές και γονείς σε πολύ δυσμενή θέση. Στο ίδιο άρθρο επισημαίνεται πως συστηματικές ανασκοπήσεις δείχνουν πως δεν μπορεί να προκύψει με ασφάλεια ότι το κλείσιμο των σχολείων είχε σημαντικό αποτέλεσμα στον έλεγχο της πανδημίας, κυρίως γιατί συνδυάζεται με άλλους περιορισμούς (πχ κλείσιμο εμπορίου) και μέτρα δημόσιας υγείας (πχ μάσκες, αποστάσεις) στο γενικό πληθυσμό.
Ποια είναι λοιπόν τα πιο πρόσφατα δεδομένα για το ρόλο των σχολείων στη διασπορά του ιού, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των πιο επικίνδυνων παραλλαγών;
- Σύμφωνα με πρόσφατη βιβλιογραφική ανασκόπηση:
- Το κλείσιμο των σχολείων δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο (evidence based) ότι συμβάλλει σημαντικά στην μείωση της διασποράς του ιού.
- Ο κίνδυνος για σοβαρή covid-19 για παιδιά και εφήβους παραμένει πολύ χαμηλός (συμπεριλαμβανομένου και του υπερφλεγμονώδους συνδρόμου), ενώ δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για “μακρά COVID” στα παιδιά όπως στους ενήλικες.
- Οι εκπαιδευτικοί δεν αρρωσταίνουν ή νοσηλεύονται σε μεγαλύτερη συχνότητα από άλλους εργαζόμενους.
- Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά του Πανεπιστημίου του Μονάχου τα κρούσματα στα σχολεία αντανακλούν τα κρούσματα στην κοινότητα κι όχι το αντίθετο και πως δεν υπάρχει διαφορά στα κρούσματα μεταξύ παιδιών που παρακολουθούν τηλεκπαίδευση και αυτών της δια ζώσης εκπαίδευσης, επισημαίνοντας πως αν υπάρχει υψηλή διασπορά στην κοινότητα τα παιδιά θα κολλήσουν ούτως ή άλλως λόγω της ενδοοικογενειακής μετάδοσης από εργαζόμενους γονείς ή το φιλικό περιβάλλον.
- Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αγγλίας (όπου από το Δεκέμβριο έχει επικρατήσει η πιο μεταδοτική και πιθανώς πιο θανάσιμη παραλλαγή Β.1.1.7.) το άνοιγμα όλων των σχολείων και των αθλητικών εξωσχολικών δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς χώρους στις 8 Μαρτίου δεν είχε καμία επίδραση στη διασπορά του ιού (8 Μαρτίου: 3903 κρούσματα, 9 Απριλίου:2638 κρούσματα).
- Σύμφωνα με μεγάλη μελέτη στο Ισραήλ (3.353 άτομα) τα παιδιά-έφηβοι (0-19 ετών) μολύνονται κατά 57% λιγότερο και μεταδίδουν κατά 37% λιγότερο σε σχέση με τους >20 ετών.
- Σύμφωνα με την 7/4 αναφορά του Ευρωπαϊκού τμήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας:
- Ακόμα και με τη διασπορά των μεταδοτικότερων παραλλαγών, δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τα σχολεία συμβάλλουν σημαντικά στη διασπορά του ιού στην κοινότητα.
- Το κλείσιμο των σχολείων ως μόνο μέσο δεν ελέγχει την επιδημία.
- Μέτρα δημόσιας υγείας όπως η φυσική απόσταση, μάσκα, καλός αερισμός και υγιεινή των χεριών πρέπει να επιτρέψουν τα σχολεία να ανοίξουν ακόμα και όταν έχουμε αυξημένα κρούσματα στην κοινότητα.
- Το κλείσιμο των σχολείων πρέπει να είναι η τελευταία λύση και να είναι τα πρώτα που θα ανοίγουν, συμφωνώντας με τη διεθνή πρακτική και με τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Ασθενειών (ECDC).
- Οι νέοι θα πρέπει να είναι μέρος των αποφάσεων όταν προτεραιοποιούμε και εφαρμόζουμε αποφάσεις που τους αφορούν άμεσα.
- Σύμφωνα με τις ενημερωμένες (19/3) συστάσεις του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου Ασθενειών (CDC) επιπλέον των παραπάνω μέτρων, συνιστάται η υιοθέτηση υβριδικών μοντέλων (πχ 2 μέρες φυσική παρουσία, 2 μέρες σύγχρονη τηλεκπαίδευση, 1 μέρα ασύγχρονη) για ελαχιστοποίηση του κινδύνου διασποράς στα ανοικτά σχολεία. Οι συστάσεις αυτές αφορούν και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Επιδημιολόγοι τονίζουν πως μελέτες που αξιολογούν το άνοιγμα των σχολείων ταυτόχρονα με το άνοιγμα άλλων δραστηριοτήτων, δεν δίνουν ασφαλείς πληροφορίες για την επίδραση της κάθε δραστηριότητας στην επιδημία και μόνο όταν έχουμε μελέτες σύγκρισης κρουσμάτων μεταξύ όμοιων δημογραφικά και υγειονομικά περιοχών, που η διαφορά τους έγκειται στο κατά πόσο τα σχολεία είναι ανοιχτά, μπορούμε να έχουμε πιο αξιόπιστη εικόνα. Τέτοιες μελέτες είναι λίγες αλλά δείχνουν παρόμοια διασπορά στην κοινότητα μεταξύ περιοχών με ανοιχτά έναντι περιοχών με κλειστά σχολεία.
Είναι λοιπόν τα παιδιά μας οι σύγχρονες Ιφιγένειες που θυσιάζονται για τον ούριο άνεμο της κοινωνίας μας ή εμείς ως σύγχρονοι Άδμητοι του Ευριπίδη, βρισκόμενοι σε πανικό μπροστά στην πανδημία, δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη των παραλείψεων μας και ζητάμε τη «θυσία» της νέας γενιάς για να επιβιώσουμε; Ο χρόνος θα δείξει.
***
Γράφει ο Βασίλης Μαργαρίτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιας Υγείας, Walden University, ΗΠΑ – nosokomio.gr