Οι δάσκαλοι των παλιότερων εποχών είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο της εκπαίδευσης και της αγωγής των παιδιών σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Όργωναν όλη την Ελλάδα από άκρη σε άκρη. Νησιά, πόλεις, χωριά, αγροτικές, ορεινές και αστικές περιοχές γνώριζαν τη διαδρομή των δασκάλων σαν πορεία προς την πρόοδο! Οι δάσκαλοι έχαιραν απόλυτου σεβασμού, ήταν από τους λίγους Έλληνες που γνώριζαν γράμματα, είχαν την καθολική αποδοχή.
Του Νίκου Τσούλια
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η Ελλάδα είχε εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, αλλά οι συνθήκες ήταν πολύ σκληρές και δύσκολες για τους περισσότερους κατοίκους. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν ατροφική˙ οι μεγάλες πόλεις μόνο είχαν γυμνάσιο και λύκειο και το βάρος της μαζικής εκπαίδευσης δινόταν στη φοίτηση του δημοτικού σχολείου. Οι δάσκαλοι σήκωναν το βαρύ φορτίο της μόρφωσης στις πιο αντίξοες συνθήκες. Θα βρίσκονταν στα πιο μικρά χωριά, που ήσαν σκαρφαλωμένα σε βουνά και σε όρη, που ήταν απλωμένα σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης.
Τα σχολεία φιλοξενούνταν σε παλιά κτίρια, συχνά ήταν κτίρια της εκκλησίας ή και ακόμα σπίτια που νοικιάζονταν από την πολιτεία, γιατί η σχολική στέγη ήταν σε υποανάπτυκτη μορφή. Η θέρμανση γινόταν με ξυλόσομπα που ήταν τοποθετημένη κάπου στο κέντρο της αίθουσας και τα παιδιά που ήσαν κοντά της θεωρούνταν τυχερά και …προνομιούχα. Οι δάσκαλοι ήταν απόλυτα προσαρμοσμένοι στο πνεύμα της εποχής. Η αγωγή τους έπρεπε να υπηρετεί με απόλυτο τρόπο την εθνοκεντρική εκπαίδευση της εποχής, και το τρίπτυχο «πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία» ήταν το πολιτικό / ιδεολογικό / εκπαιδευτικό δόγμα, στο οποίο έπρεπε να εστιάζει όλο το αξιακό φορτίο του σχολείου.
Οι δάσκαλοι είχαν – εκτός των απολύτως θετικών στοιχείων – και μια μορφή μαύρης εικόνας στα παιδιά. Το πιο ισχυρό παιδαγωγικό όπλο στα χέρια τους συμβολικά και κυριολεκτικά ήταν το ξύλο! Όταν θα ερχόταν νέος δάσκαλος σε ένα σχολείο, όλα τα παιδιά προσπαθούσαν να μάθουν αν «βαράει πολύ»! Βέβαια και οι ίδιοι οι γονείς παρότρυναν τους δασκάλους να είναι αυστηροί και να ξυλοφορτώνουν τα παιδιά όποτε αυτοί το έκριναν απαραίτητο και αν κάποια δασκάλα ήταν κάπως φιλική με τα παιδιά, οι γονείς εξέφραζαν φόβους μήπως χαλάσει τα παιδιά τους!
Το όλο παιδαγωγικό σκηνικό ήταν απόλυτα αντιπαιδαγωγικό. Ο φόβος και η τιμωρία ήταν στο προσκήνιο της μάθησης. Η πολιτεία πίεζε και έλεγχε ασφυκτικά τη διοίκηση της εκπαίδευσης και τους επιθεωρητές, αυτοί με τη σειρά τους τούς δασκάλους και οι δάσκαλοι μεταφόρτωναν όλη την πίεση στους μαθητές τους. Η σημερινή αρνητική στάση των Ελλήνων δασκάλων στο ζήτημα της αξιολόγησης οφείλεται – εκτός των άλλων παραγόντων – και στην πολύ πικρή εμπειρία του αυταρχικού επιθεωρητισμού των παλιότερων εποχών, που σαν κύριο και αποκλειστικό σκοπό είχε τον ιδεολογικό έλεγχο των εκπαιδευτικών και δεν είχε καμιά σχέση με τη βελτίωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Αλλά για να έχουμε την πλήρη εικόνα της σχέσης των δασκάλων με την πολιτεία – δηλαδή με τις τότε συντηρητικές κυβερνήσεις εκτός μερικών σύντομων χρονικών διαλειμμάτων που ήταν κεντρώες –πρέπει να σημειώσουμε ότι οι δάσκαλοι ελέγχονταν για τα εθνικά τους φρονήματα και αν έκρινε κάποιος από την διοίκηση της εκπαίδευσης ότι δεν εμφορείτο από τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη – όπως ερμηνεύονταν από τους αρμοδίους – ή και αν γινόταν γνωστό ότι είχε έστω κάποιον μακρινό συγγενή στο αντάρτικο, τότε – ανάλογα σε ποια φάση βρισκόταν – ή δεν διοριζόταν ή τον έπαυαν από το σχολείο!
Οι δάσκαλοι των παλιότερων εποχών βίωναν τις πολιτικές εντάσεις και την ακραίας εκδοχής χειραγώγησή τους χωρίς να έχουν και πολλές επιλογές αντίστασης. Η οργανωμένη συλλογική τους έκφραση δεν είχε κατακτήσει κάποια μορφή αυτονομίας ούτε είχε εδραιώσει κάποια κινηματική αντίληψη και πρακτική, με αποτέλεσμα ο εκπαιδευτικός να νιώθει αδύναμος απέναντι στην εξουσία και στο πειθαναγκαστικό της πλαίσιο. Ωστόσο, διαμορφωνόταν σιγά – σιγά μια κουλτούρα δημοκρατικής αγωγής που ήταν καρπός τόσο της πολιτισμικής ανθοφορίας της δεκαετίας του 1960 όσο και του ριζοσπαστισμού – για τα δεδομένα της εποχής – που ήταν απότοκος των προοδευτικών πολιτικών και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της ίδιας εποχής με κύριο άξονα την καθιέρωση της Δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους.
Αυτή η «χαμένη άνοιξη» στο πολιτικό, στο πολιτισμικό, στο κοινωνικό και στο εκπαιδευτικό «γίγνεσθαι» θα ανακοπεί από την Απριλιανή χούντα, από τη μαύρη επταετία της δικτατορίας, η οποία θα σταματήσει βίαια τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Και φυσικά το σώμα των δασκάλων θα δεχτεί και αυτό την αντιδημοκρατική πολιτική εξέλιξη, μέχρι την περίοδο της μεταπολίτευσης. Σε κάθε περίπτωση, το έργο των δασκάλων ήταν έργο δημιουργικό και μορφωτικό και είχαν το κοινωνικό φορτίο της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Ήταν έργο εθνικό, γιατί συνέργησε στα μέγιστα στην έξοδο της χώρας από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη.