Ποιον έχει πατέρα το πυθαγόρειο θεώρημα;

Ποιον έχει πατέρα το πυθαγόρειο θεώρημα;

Ποιος επινόησε τον νόμο του Χαμπλ; Ηταν ο Πυθαγόρας ο πατέρας του θεωρήματος που φέρει το όνομά του; Και ποιος παρατήρησε πρώτος τον κομήτη του Χάλεϊ; Η απάντηση μπορεί να σας φαίνεται προφανής, όμως δεν είναι. Η απότιση του φόρου τιμής στους μεγάλους επιστήμονες από τους συναδέλφους τους δεν φαίνεται να λειτουργεί με γνώμονα το ποιος πραγματικά ήταν ο «πρώτος διδάξας». Εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες ο περίφημος «νόμος ονοματοδοσίας του Στίγκλερ» έχει αποφανθεί ότι «σε καμία επιστημονική ανακάλυψη δεν δίνεται το όνομα αυτού που την έχει ανακαλύψει αρχικά». Οσο και αν ακούγεται παράξενο, μέχρι σήμερα κανείς δεν τον έχει ακυρώσει. Ισως γιατί τελικά, όπως λέει ο ίδιος ο «εμπνευστής» του, στην επιστήμη – και όχι μόνο – εκείνο που μετράει δεν είναι η προτεραιότητα αλλά η χρονική συγκυρία και η ουσιαστική συνεισφορά.
Προτεραιότητα ουσίας
Ο «νόμος του Στίγκλερ» διατυπώθηκε το 1980 από τον Στίβεν Στίγκλερ, καθηγητή Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, σε μια επιστημονική δημοσίευση προς τιμήν του διάσημου κοινωνιολόγου Ρόμπερτ Μέρτον, ιδρυτή της κοινωνιολογίας της επιστήμης. «Ενα από τα πολλά που έκανε ο Μέρτον ήταν ότι παρατήρησε, πιο  ξεκάθαρα από οποιονδήποτε άλλον στο παρελθόν, ότι στην επιστήμη υπάρχουν πολλές διαμάχες σχετικά με την προτεραιότητα – ξέρετε, επιστήμονες που λένε αυτό το έκανα πρώτος εγώ και όχι ο τάδε» λέει ο κ. Στίγκλερ μιλώντας στο «Βήμα». «Το φαινόμενο παρατηρείται από πολύ παλιά, για παράδειγμα είναι πολύ γνωστή η διαμάχη του Νεύτωνα με τον Λάιμπνιτς σχετικά με το ποιος ανακάλυψε πρώτος τον λογισμό. Αυτό σημαίνει, όπως επεσήμανε ο Μέρτον, ότι η προτεραιότητα είναι μια πολύ μεγάλη τιμή, κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψει κάποιος, και δείχνει ότι υπάρχει στην επιστήμη ένα σύστημα ανταμοιβής το οποίο δεν έχει σχέση με τα χρήματα ή τα αξιώματα που μπορεί να κατακτήσει κάποιος, αλλά με τη θέση που θα έχει στην Ιστορία».
Στο περίφημο άρθρο του «Προτεραιότητες στην επιστημονική ανακάλυψη» ο Ρόμπερτ Μέρτον είχε περιγράψει, ανατρέχοντας και στην ιστορία της επιστήμης, το συγκεκριμένο σύστημα ανταμοιβής διακρίνοντας σε αυτό τρεις «βαθμίδες»: στην πρώτη τοποθετούσε τους πολύ λίγους επιστήμονες των οποίων το όνομα έχει δοθεί σε μια ολόκληρη εποχή (π.χ. η «νευτώνειος εποχή»), στη δεύτερη τους λίγο περισσότερους που έχουν χαρακτηριστεί «πατέρες» ενός συγκεκριμένου τομέα και στην τρίτη τους χιλιάδες των οποίων το όνομα έχει δοθεί σε νόμους, θεωρίες, θεωρήματα, υποθέσεις και ούτω καθεξής. Στην τελευταία βαθμίδα μάλιστα παρατηρούσε ότι πολλές φορές η ονοματοδοσία δεν συμπίπτει με την προτεραιότητα, αναφέροντας και τα σχετικά παραδείγματα.
Επιβεβαιώνονταςτον κανόνα
Αυτήν ακριβώς την παρατήρηση θέλησε να διερευνήσει ο κ. Στίγκλερ στο άρθρο με το οποίο εισήγαγε τον διάσημο πλέον νόμο του. «Είχα ήδη ασχοληθεί με την ιστορία της επιστήμης και γνώριζα ότι πολλές ανακαλύψεις, όπως για παράδειγμα ο κομήτης του Χάλεϊ ή ο νόμος του Μπόιλ, δεν είχαν πάρει ο όνομα του πρώτου επιστήμονα που τις ανακάλυψε» θυμάται ο καθηγητής. «Ψάχνοντας περισσότερο είδα ότι ο αριθμός των παραδειγμάτων είναι πραγματικά τεράστιος. Και, με μια ανάλαφρη διάθεση, θέλησα να χαιρετίσω τον Μέρτον δίνοντας το όνομά μου σε μια διαπίστωση την οποία στην πραγματικότητα είχε κάνει ο ίδιος: υποστηρίζοντας ότι καμία επιστημονική ανακάλυψη δεν έχει πάρει το όνομα εκείνου που την ανακάλυψε πρώτος, ο νόμος κατά κάποιον τρόπο αυτοαποδεικνυόταν, υπονοώντας ότι δεν ανακάλυψα εγώ τον νόμο του Στίγκλερ. Εκείνο που έκανα εγώ ήταν να εκθέσω τους λόγους για τους οποίους αυτός ο νόμος ισχύει».
Ενας σημαντικός λόγος για τον οποίο η προτεραιότητα παραβλέπεται και δημιουργούνται παρανοήσεις είναι κατά την άποψη του κ. Στίγκλερ το γεγονός ότι για να έχει ένας φόρος τιμής περισσότερη αξία και να μπορέσει να καθιερωθεί, θα πρέπει να υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε εκείνους που τον αποδίδουν και το τιμώμενο πρόσωπο. «Οι τιμές είναι μεγαλύτερες όταν αποδίδονται μακριά από την έδρα σου» εξηγεί. «Αν οι γονείς σας επαινούν τη δουλειά σας αυτό είναι καλό, αλλά μπορεί να γίνεται μόνο και μόνο επειδή σας αγαπούν. Αν ένας επιστήμονας επαινεί τη δουλειά κάποιου από το γραφείο του, μπορεί να το κάνει επειδή είναι φίλος του, όχι απαραίτητα επειδή η δουλειά είναι τόσο καλή. Αν όμως κάποιος στην άλλη άκρη του κόσμου λέει “ο τάδε είναι καλός επιστήμονας” τότε όλοι λένε “για να το πιστεύουν αυτό εκεί, τότε σημαίνει κάτι”. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτόν που αποδίδει τον έπαινο και σε εκείνον ο οποίος επαινείται προσθέτει αξία στον έπαινο και αν ένας επιστήμονας δώσει το όνομά του στην ίδια τη δουλειά του, μάλλον αυτό δεν θα προχωρήσει πιο πέρα. Ελάχιστοι επιστήμονες – αν όχι κανένας, αν εξαιρέσουμε εμένα – έχουν καταφέρει να δώσουν οι ίδιοι το όνομά τους σε κάποιον νόμο».

Το έργο μετράει

Η χρονική απόσταση παίζει και αυτή μεγάλο ρόλο. «Θα σας δώσω ένα παράδειγμα από την Ελλάδα» λέει ο καθηγητής. «Ενα από τα διασημότερα θεωρήματα στα μαθηματικά είναι το πυθαγόρειο θεώρημα. Στην πραγματικότητα στην ιστορία της επιστήμης δεν υπάρχουν αποδείξεις που να το συνδέουν άμεσα με τον Πυθαγόρα, αν και πιστεύεται ότι μάλλον αυτός το απέδειξε. Ωστόσο, ο Πυθαγόρας ήταν τόσο σημαντικός ώστε του αξίζει μια τιμή, οπότε, όπως και να έχει, δεν είναι καθόλου κακό που το θεώρημα φέρει το όνομά του. Η μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση οδηγεί σε ανακρίβειες. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, συνήθως, αν όχι σχεδόν πάντα, το όνομα που δίνεται αντανακλά την αναγνώριση ενός συνολικού έργου».
Και αυτό ακριβώς, υπογραμμίζει, είναι το σημαντικό. «Η παρανόηση δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι των οποίων το όνομα δίνεται λανθασμένα σε μια ανακάλυψη δεν αξίζουν αυτή την τιμή, απλώς την αξίζουν για κάτι άλλο» τονίζει. «Και θα σας δώσω ένα ακόμη παράδειγμα από τον τομέα μου, τον μετασχηματισμό του Φουριέ. Λοιπόν θα βρείτε αυτό το μαθηματικό αντικείμενο νωρίτερα, στη δουλειά του Λαπλάς. Και υπάρχει επίσης ο μετασχηματισμός του Λαπλάς, τον οποίο θα βρείτε νωρίτερα από τον Λαπλάς, στη δουλειά του Λεγκράνζ. Ολοι αυτοί είναι σπουδαίοι μαθηματικοί, όλοι αξίζουν τιμές, το γεγονός ότι το όνομά τους δεν έχει αποδοθεί με ακρίβεια δεν είναι σε καμία περίπτωση αρνητικό για τους ίδιους. Δείχνει απλώς ότι οι άνθρωποι όταν θέλουν να τιμήσουν κάποιον το κάνουν συνήθως χωρίς καλή γνώση της Ιστορίας αλλά με καλό σκοπό».
Ενας ακόμη παράγοντας ο οποίος δημιουργεί σύγχυση είναι το γεγονός ότι, για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην επιστήμη. Ολες οι ανακαλύψεις βασίζονται σε προηγούμενες ενώ συνήθως για να βρει μια ιδέα πρόσφορο έδαφος χρειάζεται την κατάλληλη χρονική συγκυρία. «Κάθε τι σημαντικό έχει ειπωθεί νωρίτερα από κάποιον ο οποίος δεν το ανακάλυψε» έχει πει ο γνωστός μαθηματικός και φιλόσοφος Αλμπερτ Νορθ Γουάτιχεντ ενώ ο πατέρας του ίδιου του καθηγητή, ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζορτζ Στίγκλερ, έχει παρατηρήσει ότι πολλές θεωρίες δεν κέρδισαν έδαφος στην πρώτη εκδοχή τους αλλά έγιναν αποδεκτές όταν επαναδιατυπώθηκαν μεταγενέστερα επειδή τότε ταίριαζαν στο επιστημονικό πλαίσιο της εποχής. «Οταν μιλάμε για μια ανακάλυψη, ο προσδιορισμός τού σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η ανακάλυψη σπανίως είναι απλή υπόθεση» λέει ο κ. Στίγκλερ. «Ορισμένες φορές, για παράδειγμα, μπορεί να εντοπίσει κάποιος διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας – μπορεί να υπάρχει μια απλή εκδοχή, μια πιο σύνθετη εκδοχή και μια πληρέστερη εκδοχή. Ποια από τις τρεις εκδοχές πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι η αρχική ανακάλυψη;».
Οπως μας λέει ο κ. Στίγκλερ, μετά τις πρώτες μελέτες του δεν έχει ασχοληθεί ξανά συστηματικά με τον νόμο του. «Ολα αυτά τα χρόνια όμως λαμβάνω συνεχώς μηνύματα που προσθέτουν και άλλα παραδείγματα. Βεβαίως έχω λάβει και ορισμένα – πολύ λίγα – τα οποία επισημαίνουν αντίθετα παραδείγματα, όμως δεν έχω τον χρόνο να τα ελέγξω, είναι πολλή δουλειά. Τα λαμβάνω υπόψη, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ ούτε να τα αποδεχθώ ούτε να τα αρνηθώ. Μπορώ να πω όμως ότι η ισχύς του νόμου είναι μάλλον γενική. Ο αριθμός των παραδειγμάτων που τον επιβεβαιώνουν είναι πραγματικά τεράστιος».

Πυθαγόρας, Μέρφι και Μπεσαμέλ

Τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον νόμο του Στίγκλερ είναι πάρα πολλά, με πρώτο τον ίδιο τον νόμο όπως αναγνωρίζει ο Στίβεν Στίγκλερ αποδίδοντας τα εύσημα της ιδέας στον κοινωνιολόγο Ρόμπερτ Μέρτον. Επίσης, όπως έχουν παρατηρήσει άλλοι ειδικοί, δεν περιορίζονται μόνο στην επιστήμη. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε μερικά μόνο από αυτά.

Το Πυθαγόρειο θεώρημα: Υπάρχουν ενδείξεις ότι ως έννοια ήταν γνωστό στους βαβυλώνιους μαθηματικούς και ότι κατά κάποιον τρόπο εφαρμοζόταν από μαθηματικούς στη Μεσοποταμία, στην Ινδία και στην Κίνα. Παρ’ όλα αυτά η παράδοση θέλει τον Πυθαγόρα να είναι ο πρώτος ο οποίος το απέδειξε, αν και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν στοιχεία που να το αποδεικνύουν.

Ο κομήτης του Χάλεϊ: Θεωρείται ότι έχει παρατηρηθεί ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., τόσο από έλληνες όσο και από κινέζους αστρονόμους. Η πρώτη ιστορική καταγραφή του έγινε το 240 π.Χ. στην Κίνα, ενώ ακολούθησαν αρκετές στο πέρασμα των αιώνων, μεταξύ άλλων από βαβυλώνιους και αρμένιους αστρονόμους. Ο Εντμουντ Χάλεϊ ήταν ο πρώτος ο οποίος υπολόγισε την τροχιά του.

Ο νόμος του Χαμπλ: Ο Εντουιν Χαμπλ δεν ήταν ο πρώτος ο οποίος διατύπωσε τον νόμο που αποτελεί τη βάση για την παρατήρηση της διαστολής του Σύμπαντος και τη θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης. Η θεωρητική υπόθεση για τη διαστολή του Σύμπαντος εξήχθη από τη Θεωρία της Σχετικότητας το 1922 από τον ρώσο φυσικομαθηματικό Αλεξάντερ Φρίντμαν με τις ομώνυμες εξισώσεις του. Παράλληλα ο βέλγος αστρονόμος Ζορζ Λεμέτρ μιλούσε επίσης για τη διαστολή του Σύμπαντος και τη Μεγάλη Εκρηξη, καταλήγοντας να δημοσιεύσει την πρώτη εκτίμηση της γνωστής σήμερα ως Σταθεράς του Χαμπλ το 1927. Δύο χρόνια αργότερα ο αμερικανός αστρονόμος έκανε κάποιες διορθώσεις, κερδίζοντας την τιμή να της δοθεί το όνομά του.

Η νόσος Αλτσχάιμερ: Το όνομα του γερμανού γιατρού δόθηκε στη νόσο από τον συνάδελφο και φίλο του Εμίλ Κρέπελιν μόλις τρία χρόνια αφότου ο Αλόις Αλτσχάιμερ περιέγραψε, το 1907, τα συμπτώματά της συνδέοντάς την με την εμφάνιση πλακών στον εγκέφαλο μιας ασθενούς, της Αουγκούστε Ντ. Την ίδια χρονιά ωστόσο ο Οσκαρ Φίσερ από το Γερμανικό Πανεπιστήμιο της Πράγας είχε αναφέρει την παρουσία των χαρακτηριστικών για τη νόσο πλακών σε 12 περιπτώσεις ασθενών με άνοια. Επίσης οι συγκεκριμένες εκφυλίσεις είχαν συνδεθεί με την άνοια για πρώτη φορά από κάποιον ονόματι Μπελιάχοφ το 1889 καθώς και από γάλλους και αυστριακούς γιατρούς την επόμενη δεκαετία.

Η σαλμονέλα: Αν και δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, το βακτήριο έχει πάρει το όνομά του από έναν άνθρωπο, από τον αμερικανό κτηνίατρο Ντάνιελ Ελμερ Σάλμον. Ο βάκιλος ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1880 από τον γερμανό παθολόγο Καρλ Εμπερτ σε ασθενείς με τυφοειδή πυρετό. Το 1885 ο αμερικανός επιδημιολόγος Θίομπαλντ Σμιθ, τότε ερευνητής στο υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών με διευθυντή τον Σάλμον, εντόπισε το ένα από τα δύο είδη του. Πέντε χρόνια μετά το παθογόνο ονομάστηκε σαλμονέλα προς τιμήν της «ομάδας του Σάλμον».

Η ζώνη του Κάιπερ: Είναι η περιοχή των πολλών μικρών αστεροειδών και κομητικών πυρήνων που βρίσκεται στο εξώτερο ηλιακό μας σύστημα, πέρα από τον Ποσειδώνα. Αφορμή για να αρχίσει να συζητείται θεωρητικά, από αμερικανούς ως επί το πλείστον αστρονόμους, ήταν η ανακάλυψη του Πλούτωνα το 1930. Ο πρώτος ο οποίος πρότεινε την ύπαρξή της λίγο μετά ήταν ο Φρέντερικ Λέοναρντ ενώ το 1943 ο Κένεθ Ετζγουορθ υπέθεσε ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν πολύ μεγάλο αριθμό μικρών σωμάτων. Το 1951 ο Τζέραρντ Κάιπερ εξέφρασε την άποψη ότι μια τέτοια ζώνη θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί στις απαρχές του Ηλιακού Συστήματος αλλά τόνισε ότι θεωρούσε πως δεν θα υπήρχε πια. Το 1987 η ύπαρξή της αποδείχθηκε από τον Ντέιβιντ Τζούιτ και την Τζέιν Λούου.

Ο νόμος του Μέρφι: Το διάσημο απόφθεγμα που πρεσβεύει πως «οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά θα πάει στραβά» αποδίδεται στον αμερικανό αεροναυπηγό Εντουαρντ Μέρφι, ειδικό στα συστήματα ασφαλείας. Παρ’ όλα αυτά η πρώτη εκδοχή του έχει εντοπιστεί σε ένα κείμενο του βρετανού μαθηματικού Αυγούστου ντε Μόργκαν, ο οποίος έγραφε στις 23 Ιουνίου του 1866: «Το πρώτο πείραμα ήδη απεικονίζει την αλήθεια της θεωρίας, καλά επιβεβαιωμένης από την πράξη, πως οτιδήποτε μπορεί να συμβεί θα συμβεί αν κάνουμε αρκετές δοκιμές».

Η σος Μπεσαμέλ: Η σος, την οποία έχει οικειοποιηθεί και η ελληνική κουζίνα, ονομάστηκε έτσι τον 17ο αιώνα προς τιμήν του Λουί ντε Μπεσαμέλ, μαρκήσιου του Νουαντέλ και αρχιθαλαμηπόλου του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας. Παρ’ όλα αυτά έχει τις ρίζες της στην ιταλική μαγειρική παράδοση και θεωρείται ότι εισήχθη στη Γαλλία από τους μάγειρες της Αικατερίνης των Μεδίκων πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα.

πηγή:

Απάντηση