Economist: Η ανθρωπότητα χάνει τον πόλεμο με την κλιματική αλλαγή
Άρθρο στο έγκριτο περιοδικό Economist
Στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικό, ως κεντρικό άρθρο παρουσιάζεται μια ανάλυση για την τεράστια πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, με αφορμή την φονική πυρκαγιά στο Μάτι αλλά και το κύμα καύσωνα που «καίει» την Βόρεια Ευρώπη και την Ιβηρική. Άλλωστε καύσωνα αντιμετωπίζει και η Ιαπωνία ενώ μια από τις πιο καταστροφικές πυρκαγιές πλήττει την πολιτεία της Καλοφόρνια.
Ο πλανήτης, σύμφωνα με το άρθρο, είναι ένα βαθμό Κελσίου πιο θερμός σε σχέση με 100 χρόνια πριν, ενώ οι ακραίας τιμές που εμφανίζει η θερμοκρασία γίνονται όλο και υψηλότερες με τα χρόνια.
Το άρθρο επικαλείται επιστημονική μελέτη σύμφωνα με την οποία το κύμα καύσωνα που αυτή τη στιγμή πλήττει την Ευρώπη δεν θα είχε καν υπάρξει και υπογραμμίζει πως η προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου καταγράφει μηδενική πρόοδο.
Συγκεκριμένα, τρία χρόνια μετά την περίφημη σύνοδο στο Παρίσι για την κλιματική αλλαγή, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αυξάνονται, όπως άλλωστε και οι ρυπογόνες εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ενώ αυξήθηκε η ζήτηση και για τον «προϊστορικό» λιγνίτη.
Ταυτόχρονα η επικαλούμενη στροφή στην «πράσινη» ενέργεια μένει ως κενό γράμμα, καθώς οι επενδύσεις μειώνονται όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η ανθρωπότητα, σύμφωνα με το περιοδικό «χάνει τον πόλεμο» παρά κάποιες επιμέρους θετικές παρακαταθήκες όπως π.χ η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης (μια πρόσφατη δημοσκόπηση σε 38 χώρες βρήκε ότι έξι στους δέκα άνθρωποι -το 61%- θεωρούν την κλιματική αλλαγή σοβαρή απειλή) και το γεγονός πως οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες έχουν γίνει πιο φθηνές, πιο αποδοτικές και πιο εύκολα προσβάσιμες.
Οι αισιόδοξοι θεωρούν ότι η απαλλαγή από τον άνθρακα είναι εφικτή, αλλά στην πράξη, τονίζει ο «Economist», «αποδεικνύεται τρομερά δύσκολη». Η πιο βασική αιτία είναι η μεγάλη αύξηση της ζήτησης ενέργειας ιδίως από την Ασία, καθώς η κινεζική και οι άλλες ασιατικές οικονομίες αναπτύσσονται ταχύτατα. Η παγκόσμια χρήση άνθρακα, του πιο ρυπογόνου ορυκτού καυσίμου, εμφάνισε μέση ετήσια αύξηση 3,1% κατά τη δεκαετία 2006-2016, έναντι 2,9% του πετρελαίου και 5,2% του -συγκριτικά πιο καθαρού- φυσικού αερίου.
Η δεύτερη αιτία είναι η οικονομική και πολιτική αδράνεια, η τάση να ακολουθεί κανείς την πεπατημένη. Πρόκειται για ένα είδος εθισμού: όσο περισσότερα ορυκτά καύσιμα καταναλώνει μια χώρα, τόσο πιο δύσκολο είναι να απαλλαγεί από αυτά. Ισχυρά επιχειρηματικά και άλλα λόμπι, καθώς και οι ψηφοφόροι που τα υποστηρίζουν λόγω συμφέροντος, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην «οχύρωση» του άνθρακα στο ενεργειακό μίγμα κάθε χώρας. Για να αλλάξουν τα πράγματα, θα χρειασθούν αρκετά χρόνια.
Η τρίτη μεγάλη δυσκολία είναι τεχνικο-οικονομικής φύσης. Δεν είναι καθόλου εύκολο για τις μεγάλες βιομηχανίες χάλυβα, τσιμέντου, μεταφορών κ.α. να λειτουργήσουν με μαζική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, που δεν θα βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Υπάρχουν εναλλακτικές τεχνολογίες (π.χ. παραγωγή χάλυβα με μηδενική κατανάλωση άνθρακα ή ακόμη και με αρνητική, που απορροφά δηλαδή περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από όσο εκπέμπει στην ατμόσφαιρα), όμως η ευρεία εφαρμογή τους δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Ο «Economist» καλεί τις δυτικές χώρες να συνειδητοποιήσουν ότι «πλούτισαν χάρη σε μια “δίαιτα” βιομηχανικής ανάπτυξης πλούσια σε άνθρακα» και, γι’ αυτό, πρέπει να τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους στο Παρίσι. Όπως υποστηρίζει, το οικονομικό κόστος αποφυγής της κλιματικής αλλαγής θα είναι βραχυπρόθεσμο σε σχέση με τα μακροπρόθεσμα οφέλη. Επισημαίνει ότι «οι πολιτικοί έχουν ένα ουσιαστικό ρόλο στο να υποστηρίξουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να διασφαλίσουν ότι οι πιο ευάλωτοι δεν θα φέρουν το κύριο βάρος της αλλαγής».
Αλλά, μέχρι να γίνει αυτό, το περιοδικό θεωρεί δεδομένο ότι ο κόσμος μας θα γίνει σίγουρα πολύ πιο ζεστός – με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.