Ο μύθος του τεμπέλη Έλληνα
Έρευνα του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες από Γερμανούς και Σουηδούς. Κρίσιμο στοιχείο ωστόσο παραμένει η παραγωγικότητα της εργασίας.
Γράφει ο Β. Παζόπουλος.
α) τη φύση των οικονομικών ζητημάτων. Όλοι έχουμε άποψη για τους μισθούς, την ανεργία, τη φορολογική πολιτική. Θεωρούμε πως επαρκούν οι προσωπικές εμπειρίες μας, η συζήτηση με τις παρέες μας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
β) την επίδραση της αρχαίας κληρονομιάς. Καθώς οι πρόγονοί μας πιστώνονται ορισμένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας, η αναπόφευκτη σύγκριση οδηγεί στη συστηματική υποτίμηση των σύγχρονων επιδόσεων της Ελλάδας.
Το στερεότυπο του τεμπέλη
Ένας από τους πιο διαδεδομένους, είναι αυτός του τεμπέλη Έλληνα. Ίσως γιατί τον αποδεχόμαστε με μια κρυφή υπερηφάνεια, καθώς αναδεικνύει μια ρομαντική εικόνα της νοοτροπίας μας. Τι κακό έχει να είμαστε ξαπλωμένοι νωχελικά στην ξαπλώστρα, ατενίζοντας τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, απολαμβάνοντας παγωμένο καφέ, ενώ ταυτόχρονα ξεκινάμε το φλερτ με τα μάτια στη διπλανή ομορφούλα;
Αυτή είναι η εντύπωση που έχουμε, αν όχι για τον ίδιο τον εαυτό μας, τουλάχιστον για τον μέσο όρο των συμπατριωτών μας. Ότι έχουμε στο αίμα μας τη συναρπαστική ζωή, σε αντίθεση με τους φουκαράδες Βορειοευρωπαίους, που εργάζονται εντατικά κάτω από ένα μονότονα γκρι ουρανό. Γκρι σαν τη βαρετή, ανιαρή καθημερινότητά τους, την οποία σπαταλάνε χωρίς να απολαμβάνουν το δώρο της ζωής
Στο κάτω κάτω, εμείς φταίμε που γεννηθήκαμε σε ένα τόσο όμορφο φυσικό περιβάλλον; Αφού είναι τόσο εύκολα προσβάσιμη η ευτυχία, λογικό είναι να δυσκολευόμαστε να ενστερνιστούμε την αξία της σκληρής προσπάθειας. Εξάλλου δεν ενοχλούμε κανέναν. Η διαφορά στην αντίληψη περί εργασίας αντικατοπτρίζεται στην εισοδηματική διαφορά. Εμείς επιθυμούμε να περνάμε καλύτερα γλεντώντας. Οι Βορειοευρωπαίοι, ως νέοι «μέρμηγκες», συνειδητά επιλέξανε να δώσουν το βάρος στην οικονομική ευημερία.
Η διάψευση του μύθου
Να όμως που η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, αυτοί που δουλεύουν πιο λίγες ώρες είναι οι Σουηδοί και οι Γερμανοί. Αντίθετα, αυτοί που δουλεύουν πιο πολλές ώρες είναι οι Έλληνες! Ναι, καλά διαβάσατε. Εμείς! Για την ακρίβεια, εργαζόμαστε κατά μέσο όρο 50% παραπάνω ώρες από Γερμανούς και Σουηδούς.
Ποιος είναι ο λόγος άραγε για αυτό το εντυπωσιακό φαινόμενο; Δουλεύουμε πιο πολύ από όλους και παρ’ όλα αυτά όχι μόνο είμαστε πιο φτωχοί, αλλά καταφέραμε και να πτωχεύσουμε; Τι στο καλό γίνεται; Μήπως είμαστε κορόιδα τελικά;
Ο Περικλής Γκόγκας, συγγραφέας του βιβλίου «Σύγχρονοι Ελληνικοί Μύθοι», καταθέτει την ερμηνεία του: Στη χώρα μας, η οργάνωση των επιχειρήσεων και ο προγραμματισμός είναι ελλιπείς. Ως εκ τούτου εντείνεται η ανάγκη εργασίας για πολλές ώρες εκτός του κανονικού ωραρίου, προκειμένου να προλάβουμε τις απαιτήσεις της δουλειάς. Δεν είναι τυχαίο που η έννοια του κάνω και δεύτερη δουλειά, η οποία εμάς δεν μας παραξενεύει, στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες είναι μάλλον ασυνήθιστη.
Ξέρω τι σκέφτεστε, μας προλαβαίνει ο Γκόγκας. Μπορεί να εργαζόμαστε πολλές ώρες, αλλά δεν είμαστε παραγωγικοί. Καθόμαστε πολλές ώρες στη δουλειά, αλλά τεμπελιάζουμε. Αυτό είναι κάτι που αδυνατεί να αποκαλύψει η στατιστική.
Έλα όμως που όσοι το λένε, αγνοούν πώς υπολογίζεται η παραγωγικότητα! Για να παραχθούν περισσότερα αγαθά στον ίδιο ή λιγότερο χρόνο, δεν αποτελεί πρώτη προϋπόθεση να εντατικοποιηθεί η εργασία. Η παραγωγικότητα κυρίως αυξάνεται από τις επενδύσεις. Να έχει ο εργαζόμενος στη διάθεσή του περισσότερα μηχανήματα, εξελιγμένα τεχνολογικά.
Ας υποθέσουμε πως έχουμε δύο ξυλοκόπους. Ο ένας δουλεύει με τσεκούρι, ενώ ο άλλος διαθέτει ηλεκτρικό πριόνι. Ποιος θα είναι πιο παραγωγικός; Ποιος θα κόψει πιο πολλά δέντρα στο ίδιο χρονικό διάστημα; Η απάντηση προφανώς είναι αυτονόητη.
Ας πούμε πως ο μισθός του ξυλοκόπου με το τσεκούρι είναι 1.000€ και κόβει 100 δέντρα τον μήνα. Αυτό σημαίνει πως καθένα από αυτά κοστίζει 10€/τεμάχιο. Αν ο άλλος με το ηλεκτρικό πριόνι παίρνει 2.000€ αλλά κόβει 1.000 δέντρα μηνιαίως, αυτό σημαίνει πως το ανά μονάδα κόστος θα είναι 2€/τεμάχιο. Πολύ μικρότερο, παρόλο που ο μισθός του είναι ο διπλάσιος. Η μεγάλη διαφορά προέρχεται από τοεπενδυόμενο κεφάλαιο. Για αυτό οι επενδύσεις αποτελούν το πλέον καθοριστικό μέγεθος, για να γίνει μια οικονομία πιο ανταγωνιστική.
Και όμως, εξαιτίας της επικράτησης του μύθου, έχει βαρύνει περισσότερο στις απόψεις μας το στερεότυπο του τεμπέλη Έλληνα και του δουλευταρά Γερμανού και όχι οι επενδύσεις. Θεωρείται πως η παραγωγικότητα είναι φυλετικό ή πολιτιστικό ζήτημα, ενώ παραμερίζεται το ποιος έχει στη διάθεσή του το καλύτερο εργαλείο. Τα στερεότυπα ισχύουν πολύ λιγότερο από όσο νομίζουμε. Τα έθνη δεν είναι τόσο ομοιόμορφα και μονοχρωματικά από όσο φαίνονται από μακριά
Αν αναρωτιέστε αν τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν και τον δημόσιο τομέα, η απάντηση είναι «ναι», σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η μέση παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα δεν διαφέρει από άλλες χώρες. Αυτό που διαφέρει είναι οι υποδομές, τα υπολογιστικά συστήματα και η οργάνωση.
Μήπως όμως έχουμε πολλές αργίες και το εκμεταλλευόμαστε για να την κοπανάμε από τη δουλειά μας… νόμιμα; Ούτε αυτό ισχύει. Και αυτό μύθος είναι. Με βάση και πάλι τα επίσημα στοιχεία, όχι από την προσωπική διαίσθηση του καθενός. Η Ελλάδα βρίσκεται καθαρά κάτω από τον μέσο όρο. Έχει πιο λίγες αργίες ακόμα και από την Ιαπωνία!
Αλλοι σύγχρονοι ελληνικοί μύθοι
Πηγή και έμπνευση για το σημερινό άρθρο υπήρξε το βιβλίο που ανάφερα παραπάνω, «Σύγχρονοι Ελληνικοί Μύθοι», από τις εκδόσεις Κριτική. Εκτός από τον μύθο περί τεμπελιάς, περιλαμβάνονται αρκετοί ακόμα που μάλλον θα σας καταπλήξουν. Όπως για το ότι δεν εξάγουμε τίποτα, το πόσο φτωχή είναι η Ελλάδα, το χρέος, τις τράπεζες, το δημόσιο, τα πανεπιστήμια κ.ά.
Αν και πρόκειται για ένα βιβλίο απλά και κατανοητά γραμμένο που απευθύνεται σε όλους, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να το διαβάσουν ειδικά δύο κατηγορίες ανθρώπων:
Α) Οι μίζεροι. Μιλάω για αυτούς που συστηματικά εξιδανικεύουν εκστασιασμένοι τους πεφωτισμένους Ευρωπαίους, σε αντίθεση με τους διεφθαρμένους και τεμπέληδες ντόπιους. Ίσως τους βοηθήσει να ξεφύγουν λίγο από τη θλιβερή μεμψιμοιρία τους και να έρθουν ένα βήμα προς τον ρεαλισμό.
Β) Οι πολιτικοί. Ο μέσος πολίτης που πέφτει θύμα οικονομικών μύθων ίσως δικαιολογείται. Ούτε δουλειά του είναι, ούτε κατά κανόνα έχει τις κατάλληλες γνώσεις για να τους αντιμετωπίσει κριτικά. Οι πολιτικοί όμως δεν έχουν τα ίδια ελαφρυντικά. Απαιτείται να είναι άρτια ενημερωμένοι. Ακόμα και αν δεν είναι, οφείλουν να ενημερωθούν. Αν δεν γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες ενός προβλήματος, αν βασίζονται στις προκαταλήψεις τους και όχι στα επιστημονικά δεδομένα, πώς περιμένουν να δώσουν λύσεις;
* Ο κ. Βασίλης Παζόπουλος είναι οικονομολόγος, πιστοποιημένος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επενδυτικός σύμβουλος, συγγραφέας του βιβλίου Επενδυτές χωρίς Σύνορα (www.ependytes.com).
πηγή