Αν ξαναγινόμουνα εκπαιδευτικός…
του Νίκου Τσούλια
Πάντα όταν αποχωρείς οριστικά από την επαγγελματική σου δραστηριότητα και αφού απολαύσεις για κάποιο διάστημα την ξεγνοιασιά (από τη δεσμευτική καθημερινότητα χρόνων και χρόνων) και μια πρωτόγνωρη μορφή ελευθερίας, αναστοχάζεσαι τι δεν έκανες καλά στην καριέρα σου, τι θα μπορούσες να κάνεις καλύτερα.
Σε επισκέπτεται μια παράξενη μορφή αυτοκριτικής· ίσως γιατί είσαι απαλλαγμένος τώρα από βεβαιότητες και εγωισμούς που δεν σε άφηναν παλιότερα να δεις πιο βαθιά τον τρόπο της εργασίας σου και την ίδια την εκπαιδευτική σου λειτουργία γιατί ο επαγγελματισμός ναι μεν απαντά στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας αλλά ταυτόχρονα σε παγιδεύει σε μια μονομερή προσέγγιση της σχολικής πραγματικότητας και μπορεί να σε οδηγεί ακόμα και σε συντεχνιακή θεώρηση.
Αν γύριζα λοιπόν πάλι στο σχολείο, τι θα άλλαζα από την άσκηση της εργασίας μου; Το βασικό στοιχείο που θα ενίσχυα θα ήταν η παιδαγωγική μου λειτουργία – ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, στα οποία πάσχιζα να εκφράσω έναν υπερβολικό επιστημονισμό, για να κερδίζω εύκολα το μαθητικό ακροατήριο και για να στομώνω προκαταβολικά τις αμφισβητήσεις στο πρόσωπό μου. Το σχήμα «πρώτα παιδαγωγός – μετά εκπαιδευτικός – και πιο μετά επιστήμονας», το οποίο κατέκτησα ως βάση της λειτουργίας μου μετά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής και τη μικρή διδακτική εμπειρία μου στα σεμινάρια των φοιτητών, θα το είχα ως οδηγό από την αρχή της σχολικής μου διαδρομής.
Ναι, το μεγαλύτερο έλλειμμα του σχολείου σήμερα είναι παιδαγωγικό: στο αξιακό πεδίο, στον τρόπο σκέψης, στην πνευματική καλλιέργεια, στην αντίληψη ζωής, στην κοσμοθεωρία. Ο μονομερής προσανατολισμός στην όλο και πιο πολύ, στην όλο και πιο εξειδικευμένη γνώση – ιδιαίτερα στο Γενικό Λύκειο -, που εκπηγάζει από την αναγκαιότητα των Πανελλαδικών εξετάσεων, και η ατροφική παιδαγωγική παρέμβαση ημών των εκπαιδευτικών οδηγεί σε πεπερασμένους ορίζοντες, εκείνους της εισαγωγής στα πανεπιστήμιο και στα ΤΕΙ. Μένει απέξω ο ορίζοντας της κοινωνικής ζωής των νέων. Γιατί αν δεν ακούσουν και αν δεν διαπαιδαγωγηθούν επί των βασικών αξιών του ουμανισμού στη θεσμική εκπαίδευση, που αλλού θα γίνει;
Και δεν είναι καθόλου θεωρητικό το εν λόγω ζήτημα αλλά το πιο ουσιαστικό. Γιατί αν μαθαίναμε τους μαθητές μας και τους πολίτες να σκέπτονται ορθολογικά και να αγαπούν και να υπερασπίζονται τις βασικές αξίες μιας ευνομούμενης κοινωνίας (σεβασμό, αλληλεγγύη, δημόσιο συμφέρον, ανεκτικότητα, διαφορετικότητα, πλουραλισμό, αντιπαράθεση ιδεών, δημοκρατία, ειρήνη, τήρηση των νόμων κλπ κλπ), οι σημερινοί πολίτες δεν θα χειραγωγούνταν τόσο εύκολα από τους δημαγωγούς και δεν θα υποτάσσονταν στο λαϊκισμό, δεν υιοθετούσαν την τυφλή βία και δεν θα αναδείκνυαν στη Βουλή ως τρίτο κόμμα μια ναζιστική οργάνωση, θα προήγαγαν τα πραγματικά τους συμφέροντα και θα αντιδρούσαν στον εύκολο υπερδανεισμό και στην τοκογλυφία των τραπεζών, δεν θα έτρεχαν πίσω από πολιτικούς ανεύθυνους να πάρουν σύνταξη στην ηλικία των 50 χρόνων (!), θα απαιτούσαν να υπάρχει οργανωμένη κοινωνία με κανόνες για όλους και με σεβασμό στους νόμους.
Η ερώτηση είναι απλή. Σε τι είναι προτιμότερο να έχουν εκπαιδευτεί οι μαθητές μας και αυριανοί πολίτες: στην εξειδικευμένη γνώση και στις λεπτομέρειες επί λεπτομερειών μιας γνώσης που γίνεται τελικά πληροφόρηση ή στην κριτική σκέψη και στην ορθοκρισία; Και προφανώς δεν αντιπαρατίθενται από μόνα τους αυτά τα στοιχεία. Εμείς τα ιεραρχούμε λανθασμένα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρούμε την παιδαγωγική λειτουργία ως χάσιμο χρόνου. Και τι γίνεται τελικά; Όταν οι γονείς ησυχάζουν από την εισαγωγή των παιδιών τους στο πανεπιστήμιο, τότε προσπαθούν να βρουν την αξία της αγωγής και της ουσιαστικής μόρφωσης, αλλά έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι σε μια κοίτη που τροφοδοτεί τις υπάρχουσες κίβδηλες αξίες της εμπορευματοποιημένης κοινωνίας μας.
Γιατί, ποια είναι η επόμενη αγωνία των νέων και των γονέων τους; Να βρουν εργασία με αρκετά χρήματα, και αν αυτό έχει μια σχετική βασιμότητα στο σημερινό σκηνικό της κρίσης, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι αποτελούσε το μοναδικό όνειρό μας στους καιρούς της πλασματικής ευμάρειας. Τείναμε και τείνουμε ουσιαστικά να βρούμε τον αρχέγονο μύθο του «αμερικάνικου ονείρου» – που ήδη έχει καταπέσει σε όλες τις δυτικές κοινωνίες των πολλών και έντονων ανισοτήτων – και να περιστρέφουμε τη ζωή μας όχι γύρω από το παλιότερο παραδοσιακό ερώτημα «τι κάνεις;» αλλά στο μεταγενέστερο «πόσα χρήματα βγάζεις»;
Αν λοιπόν ξαναγύριζα στο σχολείο, θα συμπύκνωνα την εκπαιδευτική μου λειτουργία σε ένα παιδαγωγικό ουμανιστικό περιεχόμενο: στο συστηματικό αγώνα για ένα προσωπικό νόημα στη ζωή από κάθε νέο και πολίτη και στη διαρκή πνευματική καλλιέργεια, στον απόλυτο σεβασμό του άλλου και στην αναζήτηση της ελευθερίας του ανθρώπου και της ομορφιάς του κόσμου. Και αυτό θα το είχα ως ευαγγέλιο από την αρχή της εκπαιδευτικής μου πορείας και όχι από ένα σημείο και μετά…