Για τη δυαδική εξουσία και την αυτοδιαχείριση
Το κείμενο που ακολουθεί συνιστά απόσπασμα[1] από το δοκίμιο του Γάλλου φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Ανρί Λεφέβρ με τίτλο L’irruption de Nanterre au sommet.
Το σημαντικό αυτό δοκίμιο γράφτηκε ανάμεσα στα τέλη Μαΐου και τις αρχές Ιουνίου του 1968, ακριβώς δηλαδή τη «στιγμή» που οι δρόμοι του Παρισιού και των άλλων γαλλικών πόλεων ζούσαν την ύστατη κλιμάκωση της κοινωνικής σύγκρουσης που έμεινε στην ιστορία ως «Μάης του ’68». Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επιθεώρηση L’Homme et la société (τχ. 8, 1968, σ. 49-99) και κυκλοφόρησε σε βιβλίο λίγους μήνες αργότερα με τον ίδιο τίτλο. Στα ελληνικά πρόκειται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2018 από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής σε μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου: οφείλουμε και στους δύο ευχαριστίες για την παραχώρηση.
Ο Λεφέβρ, ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές θεωρητικούς του 20ού αιώνα, με τεράστιο έργο και σπουδαία συνεισφορά στις κοινωνικές επιστήμες και τη φιλοσοφία, έχει υπάρξει κι ένας από τους στοχαστές των οποίων το έργο εγγράφεται στην παράδοση των θεωριών που τροφοδότησαν την κριτική του Μάη. Με βιβλία όπως η περίφημη Κριτική της καθημερινής ζωής, και το Δικαίωμα στην πόλη, ανέδειξε σε θεωρητικά και πολιτικά διακυβεύματα κοινωνικές πρακτικές που μέχρι εκείνη τη στιγμή εν πολλοίς θεωρούνταν ουδέτερες και δεν εντάσσονταν σε κανένα χειραφετητικό πολιτικό ή θεωρητικό πρόγραμμα.
Το κείμενο, απόσπασμα του οποίου δημοσιεύεται εδώ, συνιστά την απόπειρά του Λεφέβρ να στοχαστεί εντός συγκυρίας, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που είχε σημασία, θεωρητικές έννοιες με πολιτικό τρόπο και να αναδείξει τις κεντρικές προκλήσεις που είχε μπροστά του ο Μάης και το κίνημά του. Έχει ως εκ τούτου, πέρα από θεωρητική και πολιτική, ιδιαίτερη ιστορική σημασία: συνιστά ένα από τα ντοκουμέντα εκείνου του Μάη. Από το πλήθος των θεματικών που καταπιάνεται, θεματικές που αφορούν τη φύση και την ανάγκη της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά και της εξέγερσης, μέχρι τις κινηματικές πρακτικές όπως η αυτοδιαχείριση, καθώς και την απόπειρα ανάλυσης της γαλλικής κοινωνίας το 1968, αλλά και της αστικής πολιτικής εξουσίας, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ το σύνολο του ένατου κεφαλαίου, με θέμα τη δυαδική εξουσία, και ένα τμήμα του δέκατου, με θέμα την αυτοδιαχείριση.
***
Η διαλεκτική σκέψη θα χρειαζόταν νέους όρους για να αναλύσει αυτή την κατάσταση· θα επρόκειτο για όρους επαρκώς προσδιορισμένους που όμως θα δήλωναν μεταβατικά και αβέβαια στοιχεία. Η Εξουσία; Μήπως πρόκειται για την εξουσία μιας σκιάς ή για τη σκιά μιας εξουσίας; Ασφαλώς και όχι.
Οι άνθρωποι της εξουσίας βρίσκονται μπροστά από πίνακες εντολών. Με αυτόν τον μοχλό ή εκείνο το κουμπί κινητοποιείται μια πραγματική δύναμη. Κι ωστόσο, το φάντασμα της απόλυτης πολιτικής, το οποίο ορθώνεται στην Ευρώπη και τον κόσμο αντικαθιστώντας όχι και τόσο επωφελώς το φάντασμα του κομμουνισμού, έχει κάτι το μη πραγματικό. Συγκεντρώνει όλες τις φαντασιώσεις της βούλησης για δύναμη, όλες τις πολιτικές και νομικές μυθοπλασίες που είναι συνυφασμένες με το κράτος. Διαλαλείται και επευφημείται κατά την ιστορική στιγμή που δημιούργησε γύρω του το κενό του τρόμου. Χρειάζεται να ανακατασκευαστεί ολόκληρη η κοινωνία, εφόσον οι υπερδομές της (αυτό που έχει ως αποτέλεσμα μια κοινωνία να είναι κοινωνία και όχι συνονθύλευμα) έχουν θρυμματιστεί, ενίοτε και καταρρεύσει.
Η έννοια της απόλυτης πολιτικής υποδεικνύει στους επίσημους πολιτικούς ότι πρέπει και ότι είναι δυνατόν να ανακατασκευαστεί αυτή η κοινωνία με άξονα την Εξουσία. Πρόκειται για το παραλήρημα μιας ορθολογικότητας που αδυνατεί να αναγνωρίσει τα όριά της.
Η δυαδική εξουσία χαρακτηρίζει κατά τον Λένιν τις επαναστατικές καταστάσεις.
Μια εξουσία φθίνει, μια άλλη δυναμώνει. Όπως συνέβη επί Κομμούνας, με τη λεγόμενη δημοκρατική κυβέρνηση αφενός και την Κεντρική Επιτροπή της εθνοφρουράς αφετέρου.
Όπως συνέβη το 1917, ανάμεσα στην εξουσία που είχε πέσει στα χέρια των κερενσκιστών αφενός και τα Σοβιέτ αφετέρου.
Άραγε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει σήμερα (τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου 1968), δυνητικά ή πραγματικά, δυαδική εξουσία στη Γαλλία;
Είναι κάτι που θα μπορούσε να το υποθέσει κανείς. Στη μία πλευρά συγκεντρώνεται η αστική τάξη με τους συμμάχους της, υπό το λάβαρο της πολιτείας και της ελευθερίας («ελευθερώστε τα εργοστάσιά μας!») και στην άλλη πλευρά η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, υπό το λάβαρο της δημοκρατίας και των ελευθεριών.
Ωστόσο, αυτό είναι μόνο φαινομενικό (με την επιφύλαξη που περιέχεται στη διαλεκτική πρόταση: «Κάθε φαινομενικότητα ενέχει μια πραγματικότητα που μπορεί να αναπτυχθεί»).
Πράγματι, οι δύο παρούσες εξουσίες συνιστούν μία μόνο εξουσία, στον βαθμό που τοποθετούνται στο ίδιο έδαφος, εκείνο της νομιμότητας, του υφιστάμενου κράτους και του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού.
Πρόκειται για ένα έδαφος που καταλαμβάνεται από εκείνους οι οποίοι έχουν την πρωτοβουλία των διεργασιών. Ως εκ τούτου, υπάρχουν δύο δυνάμεις αλλά μία μόνο εξουσία στο έδαφος των πολιτικών διεργασιών.
Για τους ανθρώπους που ταυτίζονται με τους θεσμούς, για τους επίσημους πολιτικούς, η δυαδική εξουσία είναι κάτι αδιανόητο και αφόρητο. Γι’ αυτό και δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου σε αυτήν. Και αν το έκαναν, θα επιδίωκαν να αδειάσουν την έννοια από το περιεχόμενό της.
Ενώ το Κοινοβούλιο εμφανιζόταν μέχρι πρότινος ως το σύμβολο του κοινωνικού και ιδεολογικού κενού που υπάρχει γύρω από την απόλυτη πολιτική, ενώ οι συζητήσεις του προκαλούσαν βαθιά απογοήτευση καθότι άνευ σημασίας, η δεύτερη δύναμη φαίνεται να θέτει στόχο την ανασυγκρότηση της κοινοβουλευτικής ζωής.
Κι έτσι διατρέχει τον κίνδυνο και να συγκαλύψει το κενό και να αποκρύψει την απουσία ενδιάμεσων σωμάτων ανάμεσα στους μηχανισμούς και τη «βάση» και να παραδώσει στον «ταξικό» αντίπαλο τους θεσμούς που ξεπρόβαλαν. Πέραν αυτού, η εν λόγω τοποθέτηση φαίνεται να χαρακτηρίζεται από αυξημένη λογική, που για κακή της τύχη διατρέχει τον κίνδυνο να διασώζει τη γενική λογική ενός συστήματος που είχε απολέσει τη συνοχή του.
Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της γαλλικής κατάστασης, σε αυτές τις λεγόμενες ιστορικές ώρες, ήταν και εξακολουθεί να είναι η ύπαρξη μιας τρίτης δύναμης: Πρόκειται για τη δύναμη της αμφισβήτησης και της αυθορμησίας, για τη δύναμη του δρόμου. Κατά μία έννοια, αυτή η εκτός Εξουσίας εξουσία ήταν και εξακολουθεί να είναι η πλέον πραγματική, η πλέον δραστική. Μόνο μια ενεργώς πραγματική εξουσία μπορεί να κλονίσει μια κοινωνία ή μάλλον να καταστήσει πασιφανή και αισθητή τη θεσμική κρίση της. Και μολαταύτα, τούτη η εξουσία δυσκολεύεται να συγκροτηθεί και να επιβεβαιωθεί ως τέτοια. Ως συγκεκριμένη δύναμη, αρχικά αρνητική και ακολούθως θετική λόγω της επενέργειας της αμφισβήτησης και του κινήματος, πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο κίνημα να γίνει εξουσία αφ’ ης στιγμής εκπορεύεται από την άρνησή της; Πώς θα μπορούσε να περάσει από την αμφισβήτηση στη θέσμιση;
Η συνέχιση της αυθορμησίας, της οποίας η ορμή καταλαμβάνει τα ανοίγματα και τα χάσματα της κοινωνίας, καταλήγει αρχικά να υποδεικνύει το περίγραμμα αυτού του κενού. Ναι, η αυθορμησία επικαλείται και καθιστά παρούσα μια μεγαλειώδη δυνατότητα: την ανακατασκευή της κοινωνίας από τη βάση μέχρι την κορυφή, ως συντακτική και θεσμίζουσα δημοκρατία εντός του κινήματος, με άξονα ένα δίκτυο οργανισμών βάσης όπου θα συνυπήρχαν (και όχι απλώς θα εκπροσωπούνταν) όλα τα συμφέροντα, όλες οι επιδιώξεις και όλες οι ελευθερίες.
Αυτή η δημοκρατία της βάσης αντιτίθεται σθεναρά στην πολιτεία («δημόσιο πράγμα»), που στηρίζεται και υποστηρίζεται από την κορυφή. Θέτει υπό αμφισβήτηση, με άξονα μια μερική αποσύνθεση και έναν μαρασμό του υφιστάμενου κράτους, τη θέση περί δημοκρατικού κράτους. Τι σκεφτόταν ο Μαρξ;
Ότι η δημοκρατία αναπτύσσεται μέσω μιας αντίφασης. Ενέχει ένα κράτος και συγχρόνως τείνει προς την κατάργηση του κράτους, διαφορετικά αυτοκαταργείται αυτή η ίδια. Διανοίγεται η δυνατότητα για μια ανασυγκρότηση των κοινωνικών μεσολαβήσεων και διαμεσολαβήσεων, στον αχανή κοινωνικό χώρο που εκτείνεται ανάμεσα στα κέντρα της απόλυτης πολιτικής με τους μηχανισμούς και τα εργαλεία δράσης τους και στην κοινωνική πρακτική σε επίπεδο βάσης. Προς το παρόν, ενδέχεται αυτή η δυνατότητα να παραμένει απλή δυνατότητα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα πρόκειται για ένα κολοσσιαίο κίνημα, για μια γενική απεργία όχι χωρίς πολιτικό περιεχόμενο αλλά των οποίων το πολιτικό περιεχόμενο έχει κατασταλεί εν σπέρματι. Η ιστορία θα έχει προσφέρει μια επαναστατική κατάσταση χωρίς επανάσταση.
Η διάνοιξη, που αναμφισβήτητα διενεργείται σε ένα ήδη ρηγματώδες τείχος, δεν θα έχει χρησιμεύσει ως διέξοδος για το κίνημα. Η κατάργηση των ενδιάμεσων σωμάτων θα έχει αφήσει ματαίως τη μία τάξη απέναντι στην άλλη και η εργατική τάξη θα απορρίπτεται εκ νέου ως τάξη από την Ανώτατη Εξουσία και το εθνικό κράτος.
Μόνο ματαίως η (εκλογική, κοινοβουλευτική) τακτική θα έχει προς στιγμήν παραχωρήσει τη θέση της στη στρατηγική. Εξίσου ματαίως θα έχουν κλονιστεί από τους αμφισβητίες οι μεγάλες ιδεολογίες, όπως η ιδεολογία της ανάπτυξης, η ιδεολογία του οικονομισμού, η ιδεολογία της απόλυτης πολιτικής και του κράτους.
Είναι όμως εφικτό αυτό το νέο κενό; Θα δούμε να ανασυγκροτούνται και να θεσμοποιούνται εκ νέου οι αποσυνδέσεις και οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτικό; Ανάμεσα στην καθημερινή ζωή και τις στρατόσφαιρες του πολιτισμού και της εξουσίας; Ανάμεσα στην παθητικότητα αφενός και τις ικανότητες λήψης αποφάσεων αφετέρου; Θα δούμε εκ νέου να επικρατεί η ιδεολογία της κατανάλωσης, συμπληρωμένη από την ιδεολογία της «μη ιδεολογίας»; Αυτό φαίνεται αδύνατο. Φαίνεται εξαιρετικά πιθανό ότι το κίνημα, έπειτα από μια υποχώρηση, θα αναγεννηθεί, ασφαλώς αλλού και αλλιώς.
Η τρίτη δύναμη, που ουδόλως αντιπροσωπεύει έναν «τρίτο δρόμο», θα δώσει πνοή σε σχέδια και σε ιδέες, η δε κοινωνική πρακτική θα μετασχηματιστεί καθ’ ολοκληρίαν. Η παρέμβασή της τόνισε ήδη εμπράκτως τον πρωταρχικό ρόλο της συνείδησης, που περιφρονητικά κατηγορείται για «υποκειμενικότητα». Έχει τώρα ως καθήκον όχι μόνο να καταλάβει τους τόπους του κοινωνικού κενού και ορισμένους άλλους, αλλά να καλύψει «θετικά» τα κενά, τα κενά της συνείδησης και τα κενά της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας. Το καθήκον του θεωρητικού δεν προχωρά περισσότερο από αυτόν τον εκδημοκρατισμό. Αρκείται να υποδεικνύει τα καθήκοντα που μπορεί να επιτελέσει η κοινωνική πρακτική.
[…]
Σε σχέση με την αυτοδιαχείριση, είναι άραγε εδώ ο κατάλληλος τόπος και η κατάλληλη στιγμή για να υπενθυμίσουμε τη σημασία της καθημερινής ζωής;
Ασφαλώς και είναι. Η επαναστατική διαδικασία ξεκινά με τον κλονισμό της καθημερινότητας και τελειώνει με την αποκατάστασή της. Τι είναι εκείνο που κλονίζει, που κατακλύζει το καθημερινό; Η έμπρακτη ανατροπή αυτού που το συγκροτεί καθώς το διαχωρίζει από το μη καθημερινό. Καταρρέουν οι αποσυνδέσεις που έχουν αναφερθεί αρκετές φορές (ιδιωτική ζωή, εργασία, ελεύθερος χρόνος, κοινωνική και πολιτική ζωή – επισημοποιημένα γραπτά και λόγος που έχει καταστεί κοινότοπος ή ρητορικός). Αυθόρμητα, η κοινωνική πρακτική απελευθερώνεται από οτιδήποτε θεσμοποιεί τους διαχωρισμούς, δηλαδή από ένα σύνολο θεσμών.
Με αυτόν τον τρόπο αποκτά εδώ νόημα η θεσμική κρίση την οποία δεν θα μπορούσαμε να αναγάγουμε σε μια κρίση αυθεντίας. Η αμφισβήτηση δεν ορθώνεται τόσο εναντίον της αυθεντίας όσο εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας που συντηρείται από αυτή την αυθεντία. Οι εργάτες δεν αναστέλλουν την εργασία επειδή ο εργοδότης τους αναλαμβάνει πατρικές λειτουργίες. Αν απορρίπτουν τον πατερναλισμό, το κάνουν επειδή ακριβώς συμβολίζει μια κοινωνική τάξη πραγμάτων καθώς την κάνει αισθητή· θέτουν στο στόχαστρό τους αυτή την τάξη πραγμάτων μέσω μιας στάσης που την εκφράζει.
Η ταπείνωση και η ενόχληση, ως άλλη όψη της αυθεντίας, δηλαδή της εξουσίας του αποφασίζειν, έχουν την ίδια σημασία με την ίδια την αυθεντία. Πάνω σε ποιο πράγμα ασκεί πίεση η αυθεντία; Πάνω στο καθημερινό, το οποίο θεσμίζει και συγκροτεί ως τέτοιο. Εν μέσω έντασης και αταξίας, ο «αδιάλειπτος λόγος», ο οποίος εγκαινιάστηκε από το συμβάν και κυριολεκτικά ανακαλύφθηκε μέσω του συμβάντος, δεν έθετε σε αμφισβήτηση μόνο τις πατερναλιστικές ή τις εργοδοτικές μορφές αυθεντίας αλλά επίσης τον στόχο τους και την τελική σκοπιμότητά τους: το καθημερινό. Μαζί και τις κατασταλτικές συνεπαγωγές του, των οποίων την κοινοτοπία επικυρώνουν το κοινό νόημα και ο κοινότοπος λόγος που το εκφράζει.
Σε τι χρησιμεύουν τόσες περιοριστικές καθότι περιορισμένες δραστηριότητες; Τι στόχο έχουν, αφενός πασιφανή και αφετέρου συσκοτισμένο από τις διεργασίες τους;
Να διατηρήσουν την καθημερινότητα που έχει αναχθεί στην παθητική υπακοή. Όταν απετράπη αυτή η διαδικασία άρσης της αλλοτρίωσης μέσω του λόγου, μέσω του δρόμου και μέσω της αυθόρμητης αταξίας, η καθημερινή τάξη αναδιοργανώθηκε στη γειωμένη ανθεκτικότητά της. Οι αναταράξεις της ευταξίας εμφανίζονται ως αναταράξεις της καθημερινότητας. Η αποκατάσταση του καθημερινού υποστήριξε την παλινόρθωση της κοινωνικής ευταξίας.
Η αναστολή του καθημερινού οριζόταν από το άθροισμα των απουσιών: αν υπήρχε ταχυδρομείο, βενζίνη, μεταφορές κ.λπ. Καθώς ανέκαμψαν με τα δίκτυά τους και τα κυκλώματά τους, αυτό που επανέφεραν η βενζίνη, το ταχυδρομείο, οι σιδηρόδρομοι, οι ταχυδρομικές και τραπεζικές επιταγές δεν ήταν μόνο κάποια μέσα ζωής, αλλά κάτι πολύ παραπάνω: ολόκληρη η καθημερινότητα.
Μαζί με κάποιες αξίες χρήσης αποκαταστάθηκαν το βασίλειο της ανταλλακτικής αξίας και ο κόσμος του εμπορεύματος. Ως στέρεο έδαφος, η καθημερινή ζωή υποβαστάζει το οικοδόμημα επειδή το εν λόγω οικοδόμημα κατασκευάστηκε πάνω σε αυτό το έδαφος και το διευθέτησε. Η διαδικασία (αμφισβήτηση, απεργία, ολόκληρο το κίνημα) κλόνισε το έδαφος. Αυτό το έδαφος σταθεροποιείται μαζί με ό,τι υποβαστάζει και περιέχει: τους ιεραρχημένους ορόφους, συν τις μυθοπλασίες και τις λέξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι το καθημερινό μπορεί να ξεπεραστεί μεμιάς, αλλά ότι οι αποσυνδέσεις που το διατηρούν ως επίπεδο και έδαφος (γείωση) αυτής της κοινωνίας μπορούν να υπερνικηθούν εντός και μέσω μιας διαδικασίας: της διαδικασίας της αυτοδιαχείρισης.
Η προσεκτική και λεπτομερής εξέταση των συμβάντων μπορεί επίσης να επιφυλάσσει εκπλήξεις. Έξω από τις κατευθυντήριες οδηγίες (που επιβάλλονται από εξειδικευμένους μηχανισμούς), υπήρξαν, καθώς φαίνεται, με τρόπο άνισο και διστακτικό, απόπειρες αυτοδιαχείρισης. Είδαμε να εμφανίζεται το «πράγμα» χωρίς τη λέξη, η δράση χωρίς τη σκέψη. Εδώ κι εκεί το προσωπικό μέσω συνελεύσεων, περιλαμβανομένων των στελεχών, ιδιοποιήθηκε τις λειτουργίες των προϊσταμένων του προσωπικού, αγγίζοντας σε σπάνιες περιπτώσεις τις διευθυντικές λειτουργίες. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία ξεκίνησε αλλά δεν ήταν μη αναστρέψιμη.
Η αυτοδιαχείριση δείχνει τον δρόμο για έναν μετασχηματισμό της καθημερινής ζωής. «Να αλλάξουμε τη ζωή», έτσι ορίζεται το νόημα της επαναστατικής διαδικασίας. Ωστόσο η ζωή δεν αλλάζει ως διά μαγείας, με μια ποιητική πράξη, όπως νόμιζαν οι σουρεαλιστές. Αν ο λόγος που έχει απελευθερωθεί από τις δουλείες έχει έναν αναγκαίο ρόλο, από την άλλη δεν αρκεί από μόνος του. Ο μετασχηματισμός της καθημερινής ζωής περνά επίσης από θεσμούς. Αν πρέπει τα πάντα να ειπωθούν, από την άλλη δεν αρκεί να λες και ακόμα λιγότερο να γράφεις. Η κοινωνική πρακτική που υπερνικά τις αποσυνδέσεις και μπορεί να δημιουργήσει νέους θεσμούς πέραν εκείνων που διατηρούν τις αποσυνδέσεις, αυτή η κοινωνική πρακτική έχει ένα όνομα αλλά δεν μπορεί να αναχθεί σε μια γλώσσα.