Μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης στα σχολικά εγχειρίδια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος
του Νίκου Παύλου
ΔρΘ- Ιστορικού ΜΑ
Ο καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου έχει ένα πλούσιο και σημαντικό έργο[1], που αποτελεί σταθμό στην επιστημονική έρευνα της Παλαιάς Διαθήκης και της Θεολογίας, αποτελεί οδοδείκτη για τους βιβλικούς επιστήμονες, τους νέους ανθρώπους που θέλουν να γνωρίσουν τα κείμενα της Αγίας Γραφής και για όλους τους θεολόγους. Ειδικά για τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση πολύτιμη είναι η προσφορά του, αφού εκτός των άλλων, με το μεταφραστικό έργο του[2], τους έχει παραδώσει ένα «βαρύτιμο» εργαλείο που αποτελεί τη βάση για να γραφούν σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια τα οποία επικεντρώνονται στην Παλαιά Διαθήκη ή περιλαμβάνουν περικοπές της, και κάνουν το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής προσιτό και αγαπητό στη νεολαία μας.
Όμως στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι και τη συγγραφή του σχολικού εγχειριδίου «Προετοιμασία των ανθρώπων για τον καινούριο κόσμο του Θεού», στη συγγραφική ομάδα του οποίου συμμετείχαν ο Δαμιανός Δόικος, ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου και η Πηγή Καζλάρη[3], αυτό το προνόμιο που έχουν σήμερα οι μαθητές μας, να γνωρίζουν δηλαδή αυτούσιο το βιβλικό κείμενο μεταφρασμένο στη ζωντανή νεοελληνική γλώσσα, αποκτώντας έτσι και το ενδιαφέρον για περαιτέρω ενασχόληση με τα πρωτότυπα κείμενα, όταν θα είναι στην κατάλληλη ηλικία, δεν το είχαν. Οι σύντομες αναφορές που θα ακολουθήσουν θα επικεντρωθούν λοιπόν στο ζήτημα των μεταφράσεων που χρησιμοποιούσαν τα σχολικά εγχειρίδια που αναφέρονταν στην Παλαιάς Διαθήκη, γιατί αφορά νοοτροπίες που διαμόρφωναν το εκπαιδευτικό σύστημα στον τόπο μας, και δημιουργούσαν αντιλήψεις για ένα βασικό θρησκευτικό και πολιτισμικό αγαθό που είναι, εκτός των άλλων, και βασικός πυλώνας του ευρωπαϊκού πολιτισμού[4]. Αποτελεί δηλαδή κρίσιμο ζήτημα όχι μόνο για το βιβλικό θεολόγο και το μελετητή της ιστορίας της εκπαίδευσής μας, αλλά και για κάθε πολίτη που οφείλει να έχει γνώμη για τα δρώμενα στον τόπο μας[5].
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί καταρχήν είναι πως σε όλη την πορεία της εκπαίδευσης, η Παλαιά Διαθήκη θεωρείται διδακτικό αντικείμενο για τις ηλικίες του Δημοτικού ή για την Α΄ Τάξη του Γυμνασίου. Ο λόγος για αυτή την άστοχη αντιμετώπιση της σημαντικής συλλογής βιβλίων που περιλαμβάνει έναν πλούτο αφηγήσεων, ιδεών, ποίησης, συμβουλών, νοοτροπιών, συμβολικών εικόνων, πληροφοριών, που έχουν βέβαια ως κοινό παρονομαστή την παρουσίαση Ενεργειών του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, εξηγείται από τον Ι. Πανταζίδη καθηγητή της ελληνικής φιλολογίας και διευθυντή του παιδαγωγικού Φροντιστηρίου στο έργο του «Γυμνασιακή Παιδαγωγική» που εκδόθηκε το 1889. Οι διαπιστώσεις που κάνει είναι σα να γράφηκαν σήμερα. Αναφέρει:
«Φρονούμεν λοιπόν ότι η μεν ιερά ιστορία έχει καλώς διδασκομένη εν ταις δύω κατωτάταις τάξεσι του ελληνικού σχολείου∙ τούτο δε ου μόνον ως στοιχείον της διδασκαλίας των ιερών (θρησκευτικών) μαθημάτων, άλλα και ως ιστορικόν μάθημα. Η ιστορία των Εβραίων, όπως εξιστορείται εν ταις ιεραίς αυτών βίβλοις, είνε τοσούτον στενώς συνδεδεμένη προς την χριστιανικήν θρησκείαν, ώστε πας χριστιανός οφείλει να γινώσκη αυτήν. Είνε δε τοσούτον σαφής, τοσούτον αφελής (sic) και τοσούτον αρμοδία εις την παιδικήν φύσιν, ώστε είνε το κράτιστον μέσον ίνα εισαχθώσιν οι παίδες από της σφαίρας των παραμυθιών, εν η μέχρι τούδε ως παίδες έζησαν, εις την της ιστορίας, εις την των γεγονότων των γεωγραφικώς και χρονολογικώς ωρισμένων»[1].
Αξίζει όμως να αναφερθεί και το απόσπασμα από την υποσημείωση που έχει στα παραπάνω γραφόμενά του ο Πανταζίδης:[2]
«Αλλ’ ίνα αποβή η διδασκαλία της ιεράς ιστορίας ωφέλιμος εις την ιστορικήν διδασκαλίαν, πρέπει να διδάσκηται καθ’ α ήδη είπομεν πραγματευόμενοι περί την διδασκαλίαν των ιερών (σελ. 71.εξ.): να μη αποστηθίζονται τα διδασκόμενα κατά λέξιν εκ του βιβλίου, αλλά να διδάσκονται ζωηρώς, να μανθάνωνται εις ορθήν, αλλά παιδικήν φράσιν ούτως, ώστε να εννοώσιν οι μαθηταί και να φαντάζονται ζωηρώς τα δρώντα πρόσωπα….»[3].
Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν είναι, στην εκπαιδευτική πραγματικότητα του 19ο αι., μέρος του μαθήματος της Ιεράς Ιστορίας, αποτελεί προγύμνασμα για να μπορέσουν στη συνέχεια οι μαθητές να γνωρίσουν την Ελληνική Ιστορία, και δεν έχει σχέση με το -αυτονόητο για σήμερα, αφού και τα δύο αποτελούν ενότητες του θρησκευτικού μαθήματος – συγγενές διδακτικό αντικείμενο της Χριστιανικής Κατηχήσεως,. Αυτή η αντίληψη περιλαμβάνεται ήδη στο Νόμο περί Δημοτικών Σχολείων που δημοσιεύεται στο Φύλλο 11 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (Ναύπλιο 3 Μαρτίου 1834)[4]. Σταδιακά βέβαια αυτή η αντίληψη αλλάζει, και από τα τέλη του 19ου αι. αρχίζει η ελληνοποίηση του μαθήματος της ιστορίας, αφού ο Ιουδαϊκός λαός εξετάζεται στο πλαίσιο των αρχαίων ανατολικών λαών[5].
Για το θέμα μας όμως το ενδιαφέρον είναι η θέση του Πανταζίδη, την οποία καταγράφει στην υποσημείωση. Εδώ με σαφή τρόπο υπογραμμίζει ότι για να γίνει μαθησιακή εμπειρία το διδακτικό αγαθό της Ιεράς Ιστορίας, που θα παραμείνει και θα βοηθήσει το μικρό μαθητή, πρέπει να διδάσκεται στη ζωντανή γλώσσα («ορθήν, αλλά παιδικήν φράσιν»). Δεν αποκλείεται με τη λέξη «ορθήν» να εύχεται μία μετάφραση του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης για σχολική χρήση στη ζωντανή γλώσσα. Να τονιστεί, για υπεράσπιση αυτής της τοποθέτησης, ότι ο σοφός Φιλόλογος στο βιβλίο του «Λεξικόν Ομηρικόν» που εκδόθηκε το 1888[1] χρησιμοποιεί για ερμηνεία λέξεων που περιλαμβάνονται στα έπη μορφές της δημώδους γλώσσας. Έτσι για παράδειγμα τη λέξη «ΑΓΕ, ΑΓΕΤΕ» τη μεταφράζει ως «έλα λοιπόν εμπρός, λοιπόν ελάτε δα»[2] .
Τα παραπάνω αποτελούν μέρος της γενικότερης θεώρησης του Πανταζίδη, που πίστευε ότι η μητρική γλώσσα είναι απαραίτητο να διδάσκεται και να χρησιμοποιείται στις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Πάντως οι ζυμώσεις για το θέμα μόλις είχαν αρχίσει, αφού ένα χρόνο μετά την έκδοση των απόψεών του και για τα βιβλικά κείμενα που αναφέρθηκαν, κυκλοφόρησε το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, που προκάλεσε την έναρξη των προβληματισμών για τη γλώσσα και τη εκπαίδευση[3]. Όμως αυτοί, την προκειμένη στιγμή, σίγουρα δεν αφορούσαν τους ανθρώπους που ασχολούνταν με τα παλαιοδιαθηκικά κείμενα. Εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι το ζήτημα των μεταφράσεων της Βίβλου πέρα από τη θεολογική του διάσταση, είναι και γλωσσικό ζήτημα. Οπότε για το 19ο αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του ’80 για τον εικοστό, που παγιώθηκε η γλωσσική μεταρρύθμιση, αποτελούσε μέρος των προβληματισμών για τη διαμόρφωση της κρατικής ιδεολογίας.
Πάντως την εποχή για την οποία γίνεται λόγος η επιλογή της γλώσσας, της καθαρεύουσας στην προκειμένη περίπτωση, θεωρούνταν ότι είχε ρόλο ενοποιητικό για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος[4]. Ταυτόχρονα οι μετρημένες στα δάχτυλα του χεριού μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης επέσυραν, εκτός των άλλων, και την αποδοκιμασία εκκλησιαστικών ανδρών, οπότε το εγχείρημα να χρησιμοποιηθεί μετάφραση στα σχολικά εγχειρίδια ήταν απευκταίο[5].
Επομένως αποτελούσε ζήτημα το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων της Παλαιάς Διαθήκης, αφού θεωρούνταν αυτονόητο ότι αποτύπωση μετάφρασης των κειμένων της σε αυτά δε μπορούσε να υπάρξει, ούτε όμως και απόδοση των νοημάτων της, αφού απευθύνονταν σε μικρές ηλικίες.
Πάντως σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η άποψη που υπάρχει στο εγχειρίδιο «Ερμηνεία Περικοπών από τα Ιστορικά βιβλία της Αγίας Γραφής. Προς χρήσιν των μαθητών της Πέμπτης τάξεως των Οκταταξίων Γυμνασίων και της Τρίτης των Εξαταξίων»[6], που απηχεί ασφαλώς αντιλήψεις που συνδέθηκαν με τη νεοελληνική ιστορία. Στην ενότητα «4. Γλώσσα και μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης», υπάρχει Σημείωσις, στην οποία αναφέρονται, εκτός των άλλων, και τα εξής: «Ουδέ υπάρχει ανάγκη να την μεταφράσωμεν (:τη Γραφή) εις την νεοελληνικήν, διότι η γλώσσα της είναι απλή και τα νοήματα που εκφράζει πολύ σαφή. Έχομεν λοιπόν υποχρέωσιν και θρησκευτικήν και εθνικήν να μελετώμεν την Γραφήν, όπως την έγραψαν οι ιερείς συγγραφείς της».
Οπότε τα εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν την περιγραφική αφήγηση ως μέσον παρουσίασης των παλαιοδιαθηκικών καταγραφών. Και για να μην απομακρύνονται από το νόημα, το πλέον κατάλληλο μέσον σχολικής περιγραφικής αφηγήσεως ήταν η παράφραση.
Παράφραση είναι η ελεύθερη απόδοση του κειμένου. Η επικέντρωση γίνεται στο νόημα και όχι στην πιστή μεταφορά των λέξεων σε άλλον γλωσσικό τύπο[1]. Η προσπάθεια για ερμηνεία της χρήσης της στα παλαιοδιαθηκικά σχολικά εγχειρίδια νομίζω ότι πρέπει να λάβει υπόψη της συγκεκριμένα ιστορικά περιστατικά του 19ου αι. που συνδέονταν με τη δράση μισσιονάριων στον ελληνικό χώρο[2], τη δυναμική που δημιουργούσε το γλωσσικό ζήτημα και τις αντιπαραθέσεις που είχαν προκαλέσει σχετικές μεταφραστικές προσπάθειες. Για την καλύτερη κατανόηση του ζητήματος πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στα Ελληνικά Συντάγματα, μετά την άσχημη εμπειρία των «Ευαγγελικών», υπογραμμίζεται ότι δεν επιτρέπονται μεταφράσεις της Αγίας Γραφής, χωρίς επίσημη εκκλησιαστική έγκριση. Όπως καταγράφεται στην Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975, που έγινε το 2008 (άρθρο 3, παρ. 3) «To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη»[3].
Βεβαίως τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι υπήρχε ενιαία γραμμή των συγγραφέων των σχολικών εγχειριδίων που επικεντρώνονταν στη Βίβλο, ακόμη και της ίδιας χρονικής περιόδου. Αυτό εν πολλοίς οφείλονταν στις πολιτικές που ακολουθούνταν για τα εγχειρίδια στο νεοελληνικό κράτος. Μία επιτροχάδην αναδρομή σε αυτές θα βοηθούσε στην καλύτερη κατανόηση του θέματός μας. Έτσι, μέχρι το 1880 δεν υπάρχει ομοιομορφία των σχολικών βιβλίων, στη συνέχεια υπάρχει στενή κρατική επίβλεψη με στόχο την πάταξη της κερδοσκοπίας και την εξασφάλιση ηθικού περιεχομένου. Το 1907 εγκρίνεται μόνο ένα διδακτικό βιβλίο, η εφαρμογή όμως του μέτρου αναστέλλεται το 1916, και τα σχολεία μπορούν να χρησιμοποιούν εγκεκριμένα εγχειρίδια και όχι μόνο ένα για το ίδιο μάθημα. Το 1917, χάρη στις προσπάθειες του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» οι συγγραφείς αποκτούν ελευθερία στη σύνταξη των σχολικών εγχειριδίων, ενώ με το νόμο 3438 του 1927 ορίζεται ότι μπορούν να εγκριθούν μέχρι τρία βιβλία ανά μάθημα και τάξη, Με τον αναγκαστικό νόμο 952/1937 ιδρύεται ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ) που εκδίδει και διαθέτει τα σχολικά εγχειρίδια τα οποία πρέπει να έχουν και φτηνή τιμή, ο οποίος μετονομάζεται σε Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) [1].
Οι παρουσιάσεις περικοπών της Παλαιάς Διαθήκης που περιέχουν τα σχολικά εγχειρίδια επηρεάζονται λοιπόν από τις επίσημες θεωρήσεις, αλλά και από τις ιδεολογικές ζυμώσεις στις οποίες μετέχουν και οι λειτουργοί της εκπαίδευσης. Από την ανάγνωσή τους προκύπτουν χρήσιμες διαπιστώσεις, για τη θέση της Παλαιάς Διαθήκης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και τις τρέχουσες αντιλήψεις για αυτή. Ταυτόχρονα ερμηνεύουν και διαχρονικές στάσεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονείται ότι η πλειοψηφία των συμπολιτών μας έρχεται σε επαφή με το θρησκευτικό και πολιτιστικό πλούτο του, μόνο μέσω των σχολικών βιβλίων, και γενικότερα της εκπαίδευσης, δημιουργώντας έτσι καθορισμένες μόνιμες νοοτροπίες.
Αυτή η θέση θα τεκμηριωθεί με την παράθεση ενδεικτικών αποσπασμάτων από συγκεκριμένα σχολικά βιβλία που επικεντρώνονται στην Παλαιά Διαθήκη, καθώς και περιγραφή τους[2]. Η επιλογή τους έγινε με γνώμονα το έτος της έκδοσής τους, που θεωρώ ότι συμπίπτει με σημαντικές στιγμές της ιστορίας της εκπαίδευσής μας. Ως μέσον τεκμηρίωσης της άποψης, θα παρουσιαστεί η καταγραφή που έχουν για τη δημιουργία του ανθρώπου, η οποία ως γνωστόν περιέχει έναν πλούσιο συμβολισμό και γνώρισε ευρεία δημοσιότητα λόγω της διαλεκτικής που δημιούργησε είτε με θέσεις από το χώρο των Φυσικών επιστημών, είτε με ρεύματα που αντιτίθεντο σε αυτή [3].
Το 1864 λοιπόν εκδίδεται η «Ιερά Ιστορία κατ’ επιτομήν συναρμολογιθείσα (sic) υπό Δ. Πανταζή προς χρήσιν των Ελληνικών Σχολείων». Είναι η εποχή που το νεοελληνικό κράτος δίνει αγώνα για να αναδείξει την ταυτότητά του, και δεν υπάρχει καμία ένδειξη για χρήση μετάφρασης των παλαιοδιαθηκικών κειμένων σε σχολικά εγχειρίδια. Η δημιουργία του ανθρώπου στο βιβλίο έχει ως εξής:
«Αφ’ ου, ως είδαμεν ανωτέρω, εδημιούργησεν ο Θεός πάντα τα άλλα κτίσματα, είπε τελευταίον “Ας ποιήσωμεν άνθρωπον κατ΄εικόνα ημών και ομοίωσιν” και λαβών χώμα από της γης έπλασεν ο Θεός τον πρώτον άνθρωπον, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής’ ωνόμασε αυτόν Αδάμ. Έπειτα είπεν ο Θεός, Δεν είναι καλόν να ήναι ο άνθρωπος μόνος, ποιήσωμεν εις αυτόν βοηθόν οικείον’ όθεν κατακοιμήσας τον Αδάμ έλαβε μίαν των πλευρών αυτού και εκ ταύτης έπλασε την γυναίκα (Εύαν)’».
Ενώ στις παρατηρήσεις που ακολουθούν γράφεται:
« Επειδή το σώμα του ανθρώπου επλάσθη εκ χώματος δεν πρέπει να ήναι υπερήφανος δι’ αυτό»
Και
« Δια της πλάσεως της Εύας ο Θεός συνέστησε τον νόμιμον γάμον, όστις είναι όσιος και αρεστός εις τον Θεόν»[4].
Η παράφραση του κειμένου συνδέεται άμεσα με τις ηθικιστικές παρατηρήσεις που ακολουθούν στη συνέχεια του εγχειριδίου. Αυτό είναι φυσικό για μία «“εποχή πολιτισμικής απόγνωσης”, που υποστήριξε τους “ηθικούς πανικούς”»[5] .
Το 1919 εκδίδεται το βιβλίο του Τακτικού Καθηγητού της Θεολογίας εν τω Πανεπιστημίω» Νικολάου Α. Παπαγιαννοπούλου «Ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης δια την πρώτην τάξιν του Ελληνικού Σχολείου». Η δημιουργία του ανθρώπου είναι ενταγμένη στην παράγραφο 1 που επιγράφεται «Η δημιουργία του κόσμου» και παρουσιάζεται ως εξής:
«Την έκτην (: ο Θεός δημιούργησε) τα λοιπά ζώα και τον άνθρωπον, τον οποίον ωνόμασεν Αδάμ».
Στη συνέχεια σχόλια και παράφραση της βιβλικής αφήγησης προσπαθούν να επεξηγήσουν το γεγονός. Έτσι, αμέσως παρακάτω, συνεχίζει ο Παπαγιαννόπουλος
«Ο άνθρωπος συνίσταται εκ σώματος υλικού και εκ ψυχής ή πνεύματος αύλου και λογικού. Και το μεν σώμα του ανθρώπου έπλασεν ο Θεός λαβών χουν εκ της γης, την δε ψυχήν μετέδωκεν εμφυσήσας εις το πρόσωπον του ανθρώπου πνοήν ζωής. Εκ μιάς δε των πλευρών του Αδάμ έπλασεν ο Θεός την βοηθόν αυτού, την οποίαν ο Αδάμ ωνόμασεν Εύα»[6].
Το βιβλίο εκδίδεται δύο χρόνια μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917[7]. Η προσπάθεια του συγγραφέα να αποδώσει το κείμενο της Γενέσεως είναι εμφανής. Βεβαίως απουσιάζει οποιαδήποτε μεταφραστική ένδειξη, ενώ η μοναδική επεξήγηση αφορά το ονόματα του Αδάμ και της Εύας και βρίσκεται σε υποσημειώσεις.
Το 1940 για την Α΄ Τάξη των Γυμνασίων προορίζεται το βιβλίο του Αλεξάνδρου Παρασκευόπουλου, «Υποδιευθυντού Παιδαγωγικής Ακαδημίας», «Ιερά Ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης»[8]. Στο εξώφυλλο φέρει το λογότυπο του ΟΕΣΒ, και τονίζεται ότι είναι ο εκδότης του εγχειριδίου. Σε μία ξηρή περιγραφή, χωρίς καμία επεξήγηση, καταγράφεται η δημιουργία του ανθρώπου:
«Αφού ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμον, ύστερα έπλασε και τον άνθρωπον.
Είπεν: “Ας κάμωμεν τον άνθρωπον να είναι κύριος εις τα ψάρια της θάλασσης, εις τα πτηνά του ουρανού, εις τα ζώα, εις όλην την γην και εις όλα τα ερπετά, που σύρονται επάνω εις την γην.
Και έπλασε τον Αδάμ από χώμα και την Εύαν από την πλευράν του Αδάμ’ είπε δε εις αυτούς:
-Σας έδωσα τα φυτά, δια να είναι τροφή ιδική σας και των ζώων»[9].
Το 1965, την εποχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης των Γ. Παπανδρέου- Ευάγγελου Παπανούτσου, που καθιέρωνε τη Δημοτική ως αποκλειστική γλώσσα του Δημοτικού Σχολείου και ισότιμη με την Καθαρεύουσα στις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες[10] εκδίδεται το σχολικό εγχειρίδιο των Χ.Γ. Γκότση & Κ.Σ. Γρηγοριάδου «Η υπόσχεση και η εκπλήρωση της Βασιλείας του Θεού. Παλαιά και Καινή Διαθήκη»[11]. Με αλλαγές στην εμφάνιση που το κάνουν ελκυστικό στους μαθητές και με εμφανή την προσπάθεια να επικαιροποιηθεί το μήνυμα της Βίβλου. Σε πολλές διδακτικές ενότητες εντάσσεται σχεδόν αυτούσιο στο κείμενό τους μετάφραση εδαφίων της Παλαιάς Διαθήκης. Για παράδειγμα στην ενότητα 4. Το προπατορικό αμάρτημα γράφεται
Με στόμα φιδιού είπε στην Εύα:
«Είναι αλήθεια ότι σας απαγόρευσε ο Θεός να τρώτε από τα δέντρα του παραδείσου;» (Γεν. γ’ 1)
Και
«Τότε προχώρησε ο Σατανάς στο δεύτερο ψέμα: «Δεν θα πεθάνετε, γιατί ο Θεός γνώριζε ότι, όταν φάτε, θα ανοιχτούν τα μάτια σας και θα είσαστε σαν το Θεό…» (Γεν. γ΄ 4-5)[12].
Η αφήγηση για τη δημιουργία του ανθρώπου έχει ως εξής:
«στ) Η έκτη ημέρα: Το στολίδι της ημέρας αυτής είναι τα ζώα και το τελειότερο, «ξεχωριστό» δημιούργημα, ο άνθρωπος. Στα μαθήματα της Ζωολογίας και της Ανθρωπολογίας θα μάθης τα μυστικά του ζωικού βασιλείου και θα θαυμάσης τα μέρη του ανθρώπινου σώματος. Έχουν όλα τη σφραγίδα του Θεού. Ιδιαίτερα όμως ο άνθρωπος πλάστηκε “κατ’ εικόνα” και “καθ’ ομοίωσιν” του Δημιουργού (Γένεσ. α΄ 26)».
Παρακάτω, στην ενότητα «Το βαθύτερο νόημα της περιγραφής» σημειώνεται για το θέμα μας.
Ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε μόνος αυτός “ κατ’εικόνα” και “καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, πρέπει να αγιάζη ιδιαίτερα την έβδομη ημέρα με έργα αγάπης. Για τους Εβραίους τέτοια ημέρα ήταν το Σάββατο. Για μας τους χριστιανούς είναι η Κυριακή, που αναστήθηκε ο Κύριός μας»[13].
To 1987, όπως τονίστηκε, εκδίδεται από τον ΟΕΔΒ το εγχειρίδιο «Προετοιμασία των ανθρώπων για τον καινούριο κόσμο του Θεού», συγγραφείς του οποίου είναι ο Δαμιανός Δόικος, ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου και η Πηγή Καζλάρη[14]. Αποτελεί ένα βιβλίο- σταθμό, αφού για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε όλες τις ΔΕ μετάφραση του βιβλικού κειμένου. Όπως τονίζεται στις Οδηγίες για τον καθηγητή «Τα κείμενα που βρίσκονται στην αρχή κάθε ενότητας είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη (κυρίως). Είναι το ελληνικό κείμενο των Ο΄ σε μετάφραση των συγγραφέων. Οι παραπομπές γίνονται στο ίδιο κείμενο…»[15]. Κάθε ενότητα, μετά τον τίτλο έχει σε κόκκινο πλαίσιο τη νεοελληνική μετάφραση και ακολουθούν τα κεφάλαιά της. Δεξιά και αριστερά τους τοποθετούνται παράλληλα κείμενα που μπορεί να προέρχονται είτε και αυτά από την Παλαιά Διαθήκη, από έργα Πατέρων της Εκκλησίας κ.α. Ο εκπαιδευτικός έτσι αποκτούσε πολύτιμο υλικό που τον βοηθούσε στην προσφορά του μαθήματος και οι μαθητές γνώριζαν οι ίδιοι μέρη από τον πλούτο των βιβλικών αφηγήσεων. Δίνονταν έτσι και το ερέθισμα για αναζήτηση των πρωτότυπων κειμένων.
Η ΔΕ που αφορά τη δημιουργία του ανθρώπου τιτλοφορείται «Ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του». Σε αυτή, σε δύο μέρη, περιλαμβάνονται η μετάφραση των Γεν. 1,26-28 και Γεν. 2,7. 18, 21-23. Είναι μία ολοκληρωμένη παρουσίαση του γεγονότος που βοηθούσε τη σχολική τάξη να κατανοήσει με τη βοήθεια του δασκάλου της ένα βασικό θρησκευτικό και πολιτιστικό κείμενο που επηρέασε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Από όλα αυτά που ειπώθηκαν το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η παράφραση κυριαρχούσε στα σχολικά εγχειρίδια της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή η θεώρηση αποτελούσε και επίσημη γραμμή, όπως φαίνεται και στην Υπουργικά απόφαση 8614 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 17/16-2-1929 «Ούτως δέον να συμπεριληφθώσιν εις την ύλην της Ι.Ι. της Π. Διαθήκης παρενειρόμενοι καταλλήλως εν αυτή βιβλικαί τινές ωδαί ή και αυτοτελή τμήματα αυτών εν παραφράσει…» και «Μετά το μάθημα της Βαβυλωνίου αιχμαλωσίας καλόν είνε να παρατεθή εν παραφράσει ο 136 ψαλμός….»[16].
Πάντως, όπως τονίστηκε, η γνωριμία με τη μετάφραση του κειμένου δεν απέτρεπε τους νέους ανθρώπους από τη γνωριμία με το πρωτότυπο βιβλικό κείμενο. Όταν ακολουθούσε τις αρχές της ορθόδοξης ερμηνευτικής αποτελούσε έναυσμα για να πλησιάσουν την αυθεντική μορφή των κειμένων και να γευτούν τον πλούτο τους.
Ο Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου μας παρέδωσε τις προϋποθέσεις της Ορθόδοξης Ερμηνευτικής. Όπως έχει τονίσει «Δεν είναι τα πρόσωπα των συγγραφέων αυτά που προσδίδουν κύρος στα βιβλικά κείμενα, αλλά η Εκκλησία είναι εκείνη που αναγνωρίζει ένα βιβλίο ως Αγία Γραφή της ή όχι»[17], « Η ερμηνεία της Αγίας Γραφής δεν είναι έργο κάποιου σοφού, αλλά των μελών της Εκκλησίας, που γνωρίζουν τον Χριστό μετέχοντας στα μυστήρια και φωτίζονται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα που φώτισε και τους ιερούς συγγραφείς»[18], «Προηγείται η εμπειρία της Εκκλησίας και μόνο με βάση την εμπειρία αυτή ερμηνεύεται η Αγία Γραφή»[19]
Αυτές οι διαπιστώσεις αποτελούν άλλη μία πνευματική παροχή του Καθηγητή στους θεολόγους, στους νέους ανθρώπους και είναι «οδηγίες προς ναυτιλομένους» για τον ερμηνευτή και τον μεταφραστή της Βίβλου. Εντάσσονται μέσα στο πολύ πλούσιο έργο του εκκλησιαστικού ανδρός και ενεργού πολίτη, που ακολουθεί τις αρχές της Ορθόδοξης Ερμηνευτικής και διακρίνεται για το επιστημονικό κύρος του. Ο κόπος του είναι παρακαταθήκη για όλους μας. Ειδικότερα οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων που θα περιλαμβάνουν περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη και οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν το θρησκευτικό μάθημα γνωρίζουν ότι έχουν μία στιβαρή βάση για να στηριχτούν. Αυτή είναι το έργο του Δάσκαλου Μιλτιάδη Κωνσταντίνου.