Ο χρόνος στο μηδέν και η λογική σε μαύρη τρύπα

Συνέντευξη του αστροφυσικού Διονύση Σιμόπουλο

Αν και δεν χρειάζεται αφορμή για να θέσει κάποιος ερωτήσεις σε έναν αστροφυσικό, αφού στον απλό τουλάχιστον ανθρώπινο νου, πολλά ερωτήματα παραμένουν σταθερά ενώ και η έκρηξη της γνώσης λύνοντας κάποια πρόσθεσε περισσότερα, στην περίπτωση του διακεκριμένου επιστήμονα της αστρονομίας, Διονύση Σιμόπουλο, έχουμε και αφορμή, τα δυο τελευταία, από την πλούσια συλλογή του, βιβλία, Είμαστε αστρόσκονη και Η άνοιξη του Σύμπαντος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή… Όπως γράφετε «η Μεγάλη Έκρηξη είναι ο μικρόκοσμος. Εκεί, μέσα στα 3 με 10 πρώτα λεπτά της ύπαρξης του Σύμπαντος έγιναν τα πάντα. Από κει κι έπειτα ήταν λεπτομέρειες. Σε 10 λεπτά έγιναν τα πάντα». Με αυτά τα 10 λεπτά ασχολείται η αστρονομία; Και τι μας διδάσκει η παρατήρησή της για αυτά τα 10 λεπτά;

Έτσι στα τρία λεπτά και 46 δευτερόλεπτα μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, όταν η θερμοκρασία του Σύμπαντος είχε πέσει αρκετά, το Σύμπαν μετετράπη σ’ έναν τεράστιο θερμοπυρηνικό αντιδραστήρα, και μέσα στα επόμενα μερικά λεπτά όλοι σχεδόν οι πυρήνες του δευτερίου ενώθηκαν μεταξύ τους σχηματίζοντας πυρήνες ηλίου, ενώ μια ελάχιστη ποσότητα δευτερίου κατόρθωσε να μη μετατραπεί σε ήλιο, με αντιστοιχία ενός πυρήνα δευτερίου για κάθε 30.000 πυρήνες υδρογόνου, ποσότητα που παρατηρείται ακόμα και σήμερα, 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια αργότερα. Σε άλλες παράλληλες αντιδράσεις, σχηματίστηκαν επίσης και ελάχιστες ποσότητες πυρήνων ηλίου 3, βηρυλλίου 7 και λιθίου 7. Έτσι, στο τέλος των δέκα πρώτων λεπτών της δημιουργίας η θερμοπυρηνική μηχανή του Σύμπαντος σταμάτησε να λειτουργεί. Μαζί της σταμάτησε και οποιαδήποτε συνέχεια της πυρηνοσύνθεσης. Οποιαδήποτε περαιτέρω δημιουργία νέων πυρήνων των χημικών στοιχείων της φύσης έπρεπε να περιμένει τη δημιουργία των άστρων (δεκάδες εκατομμύρια χρόνια αργότερα και μέχρι σήμερα), στη θερμοπυρηνική καρδιά των οποίων το υδρογόνο μετατρέπεται σε βαρύτερα στοιχεία μέχρι τον σίδηρο, καθώς επίσης και στις εκρήξεις των σουπερνόβα για τη δημιουργία πολύ βαρέων στοιχείων πάνω από τον σίδηρο και μέχρι το ουράνιο. Κι έτσι φαίνεται ότι οι διεργασίες σχηματισμού των δομών που παρατηρούμε σήμερα πρέπει να συνέβησαν, όταν η ηλικία του Σύμπαντος δεν υπερέβαινε τα 600 πρώτα δευτερόλεπτα της ύπαρξής του, ενώ την ίδια εκείνη περίοδο θα πρέπει να παρουσιάστηκε για πρώτη φορά και το σημερινό παρατηρούμενο ποσοστό ύλης και ακτινοβολίας, όπου ο αριθμός των ατόμων της ύλης είναι δύο δισεκατομμύρια φορές μικρότερος από τον αριθμό των φωτονίων της ακτινοβολίας.

Επίσης την περίοδο εκείνη πρέπει να διαμορφώθηκε και η παρατηρούμενη ασυμμετρία ύλης και αντιύλης με την υπερπαραγωγή ενός σωματιδίου ύλης επιπλέον των σωματιδίων αντιύλης σε ποσοστό ένα προς ένα δισεκατομμύριο. Σ’ αυτό όμως το απειροελάχιστο ποσοστό οφείλουμε τη διαμόρφωση του Σύμπαντος που βλέπουμε σήμερα, και σε τελική ανάλυση ακόμα και τη δική μας την ύπαρξη.

Για το τι συνέβη στο πρώτο δευτερόλεπτο έχουμε και τα πειράματα που γίνονται στο CERN και στους άλλους επιταχυντές των σωματιδίων. Πριν όμως από την αρχή, πίσω από τον χρόνο μηδέν, η επιστήμη δεν μπορεί να πάει, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Εκεί δεν ξέρουμε τι γίνεται. Τι προϋπάρχει. Όπως γράφετε «σε αυτό το σημείο πλέον καταρρέουν οι νόμοι της Φυσικής, δεν έχουμε επεξήγηση του τι συμβαίνει εκεί πέρα». Αυτή είναι η μαύρη τρύπα της λογικής;

Κανείς φυσικά δεν μπορεί να ξέρει τι υπήρχε πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη, αφού ο χρόνος και ο χώρος δεν είχαν οντότητα. Υπήρχε μόνο ο κοσμικός πυρήνας, ο αρχικός εκείνος σπόρος των απεριόριστα μικρών διαστάσεων, που περιέκλειε μέσα του το σπέρμα μιας ολόκληρης οικουμένης. Ο χρόνος και ο χώρος, όλα, αρχίζουν με τη Μεγάλη Έκρηξη. Έτσι, δεν έχει κανένα νόημα να μιλάει κανείς (προς το παρόν τουλάχιστον) για γεγονότα που συνέβησαν πριν από την Ώρα Μηδέν, γιατί πριν απ’ αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ροή του χρόνου. Θα ’ταν σαν να ρωτούσαμε τι υπάρχει βόρεια από τον Βόρειο Πόλο. Η Ώρα Μηδέν είναι η στιγμή της εκκίνησης από την οποία προέρχονται τα πάντα. Οπότε όπως φαίνεται, κάποια στιγμή, ωθούμενο από μια τυχαία κβαντική διακύμανση, το κοσμικό ρολόι άρχισε να χτυπάει ξεκινώντας έτσι τη διαστολή του Σύμπαντος.

Η ακριβής όμως γνώση μας για τις πρώτες απειροελάχιστες στιγμές της δημιουργίας θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα που θα έχει στο μέλλον η προσπάθεια της σύγχρονης επιστήμης να συνδέσει την Κβαντομηχανική με τη Γενική Σχετικότητα σε μία και μοναδική Ενοποιημένη Θεωρία Πεδίου που να περιγράφει τη βαρύτητα ως μία κβαντισμένη δύναμη. Η σκέψη που κάνουν οι σύγχρονοι φυσικοί είναι ότι όπως και η βαρύτητα το ίδιο και οι άλλες τρεις αλληλεπιδράσεις της φύσης ίσως να δημιουργούνται κι αυτές από χωροχρονο-παραμορφώσεις. Για να εξηγηθεί όμως η ύπαρξη των δυνάμεων αυτών, χρειαζόμαστε την ύπαρξη επτά πρόσθετων διαστάσεων. Αν η θεωρία αυτή αληθεύει, ζούμε σ’ ένα Σύμπαν έντεκα διαστάσεων (αν και η ενδέκατη διάσταση είναι πακτωμένη με τη δέκατη, οπότε έχουμε ουσιαστικά δέκα συνολικά διαστάσεις)! Γιατί η μόνη θεώρηση του Σύμπαντος που φαίνεται σήμερα ότι ίσως μπορέσει να συνδέσει την Κβαντομηχανική με τη Γενική Σχετικότητα είναι η Θεωρία Μ των Υπερχορδών.

Η παρομοίωση όμως της αρχής του Σύμπαντος με μια μαύρη τρύπα θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, γιατί μία από τις θεωρητικές εκτιμήσεις που έχουν ήδη προταθεί είναι και η ιδέα ότι το Σύμπαν στο οποίο ζούμε βρίσκεται στο εσωτερικό μιας Μαύρης Τρύπας κι ότι αυτό είναι ένα μόνο από έναν «άπειρο» αριθμό Συμπάντων! Όπως χαρακτηριστικά είχε πει και ο Edward Tryon: «Το Σύμπαν μας είναι απλώς ένα απ’ αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν από καιρό σε καιρό».

Οι μαύρες τρύπες είναι επίσης από τα πιο μυστηριώδη αντικείμενα του διαστήματος και περιέχουν τεράστιες ποσότητες μάζας, αν και είναι αόρατες. Αυτή η άβυσσος είναι ο “αποκρυφισμός” του σύμπαντος, της αστρονομίας;

Τίποτα απολύτως που συνδέεται με τη σύγχρονη αστρονομία δεν μπορεί να ταυτίζεται με οποιονδήποτε αποκρυφισμό, γιατί η αστρονομία και οι έρευνές της είναι αλληλένδετες με την επιστημονική μέθοδο. Έχετε δίκιο όμως να χαρακτηρίζετε τις Μαύρες Τρύπες ως τα πιο μυστηριώδη αντικείμενα στο Σύμπαν. Γιατί μια μαύρη τρύπα είναι όντως το σημείο εκείνο του Διαστήματος όπου κάποτε υπήρχε ο πυρήνας ενός γιγάντιου άστρου με περισσότερα υλικά από τρεις ηλιακές μάζες και ο οποίος στην τελική φάση της εξέλιξής του έχασε τη μάχη ενάντια στη βαρύτητα, με αποτέλεσμα τα υλικά του να καταρρεύσουν και κατά κάποιον τρόπο να καταπιούν τον ίδιο τους τον εαυτό, αφού τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη βαρυτική δύναμη μιας μαύρης τρύπας.

Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, μια μαύρη τρύπα είναι δύσκολο να κατανοηθεί από τον ανθρώπινο νου, και ίσως αυτό να οφείλεται, μερικώς τουλάχιστον, στον όρο «τρύπα», γιατί ακούγοντας αυτή τη λέξη πολλοί από μας φαντάζονται κάποιο βαθούλωμα στο έδαφος ή το χαρακτηριστικό σκίσιμο στην επιφάνεια ενός αντικειμένου. Επιπλέον η λέξη εμπεριέχει την έννοια της «έλλειψης ύλης». Μια μαύρη τρύπα όμως είναι τελείως διαφορετική. Δεν είναι τρύπα σε «κάτι», γιατί είναι από μόνη της «κάτι». Είναι μια τρισδιάστατη, σφαιρική «τρύπα». Είναι μια σφαίρα ύλης και όχι ένα κενό ύλης. Αφού λοιπόν είναι σφαιρική, φαίνεται ίδια από παντού, ενώ αν κοιτάζαμε μέσα της δεν θα βλέπαμε την άλλη μεριά, αλλά θα αντικρίζαμε ένα «άπειρο» σκοτάδι που θα ήταν ίδιο απ’ όπου κι αν το κοιτάζαμε. Και αυτού του είδους η «τρύπα» θα πρέπει, εκ των πραγμάτων, να είναι «μαύρη», αφού στην περίπτωση μιας μαύρης τρύπας η απαιτούμενη ταχύτητα διαφυγής υπερβαίνει την ίδια την ταχύτητα του φωτός. Έτσι, το παγιδευμένο φως της δεν είναι δυνατόν να φτάσει μέχρι τα μάτια μας για να το δούμε. Μ’ αυτή λοιπόν την έννοια η «τρύπα» αυτή είναι «μαύρη».

Με όλα αυτά λοιπόν, δεν είναι καθόλου παράξενο που μια μαύρη τρύπα αντιμετωπίζεται σήμερα ως ένα πραγματικά αδιανόητο ουράνιο αντικείμενο, όπου οι νόμοι της φυσικής έχουν «σηκώσει τα χέρια ψηλά» αδυνατώντας είτε να το περιγράψουν αναλυτικότερα είτε να μαντέψουν το τι συμβαίνει στο εσωτερικό του. Δεν υπάρχει, δηλαδή, τρόπος ούτε να καταλάβουμε ούτε να εξηγήσουμε τη φυσική κατάσταση της ύλης κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν σε μια μαύρη τρύπα, γιατί οι συνθήκες αυτές χαρακτηρίζουν ένα σημείο μοναδικότητας για τη φυσική επιστήμη. Ένα σημείο, δηλαδή, όπου η σύγχρονη επιστήμη της φυσικής παύει να υφίσταται.

Η άλλη, επίσης περίεργη, διαπίστωση είναι το ότι μέσα σε ένα Σύμπαν, που από ό,τι φαίνεται σφύζει από ζωή, είμαστε περιέργως πώς, απομονωμένοι σαν σε καραντίνα, δεδομένου ότι, όπως λέτε, έχουμε υπολογίσει πως για έναν απλό χαιρετισμό με κάποιον εξωγήινο πολιτισμό χρειάζονται 4.000 χρόνια. Άρα το ερώτημα περί εξωγήινων δεν έχει κάποια σημασία;

Όλα όσα υπολογίζουμε σχετικά με την ύπαρξη ή όχι εξωγήινων πολιτισμών βασίζονται απλώς και μόνο στη λεγόμενη αστροφυσική λογική. Γιατί προς το παρόν δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη ή απόδειξη για την ύπαρξή τους ή όχι. Παρ’ όλα αυτά θα ήταν εγωιστικό εάν πιστεύαμε ότι είμαστε μόνοι μας, με την έννοια ότι μιλάμε για ένα Σύμπαν το οποίο αποτελείται από ένα τρισεκατομμύριο γαλαξίες και ο κάθε γαλαξίας κατά μέσο όρο από 100 δισεκατομμύρια πλανητικά συστήματα, τρισεκατομμύρια δηλαδή τρισεκατομμυρίων πλανήτες. Ακόμα και ο Μητρόδωρος ο Χίος πριν από 2.500 χρόνια έλεγε ότι «δεν μπορώ να φανταστώ σε ένα χωράφι που το σπέρνουμε με κριθάρι ότι θα φυτρώσει ένας μόνο σπόρος».

Το ότι πρέπει να υπάρχει ζωή στο Διάστημα, το ότι κατά καιρούς θα πρέπει να έχουν ανθήσει διάφοροι διαστημικοί πολιτισμοί στο Σύμπαν, και το ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι το μοναδικό λογικό ον ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των γαλαξιών είναι κάτι που όλοι σχεδόν οι επιστήμονες αποδέχονται σήμερα σαν κάτι το πιθανό. Οι αποστάσεις όμως που μας χωρίζουν από τους άλλους πιθανούς εξωγήινους πολιτισμούς είναι ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα όσο αναπτυγμένος τεχνολογικά κι αν είναι ένας εξωγήινος πολιτισμός. Γιατί ακόμα και με την πιο αναπτυγμένη τεχνολογία που ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε, οι νόμοι της Φύσης δεν θα του επέτρεπαν να φτάσει μέχρις εδώ, σε εύλογο χρόνο.

Σε ό,τι αφορά τώρα τη μορφή που μπορεί να έχουν οι εξωγήινοι τίποτα δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Γιατί ακόμα κι αν κάπου στο Σύμπαν υπήρχε ένας πλανήτης ακριβώς στο ίδιο μέγεθος με τη Γη, στην ίδια ακριβώς απόσταση από ένα άστρο ίδιο ακριβώς με τον Ήλιο, οι πιθανότητες είναι αποφασιστικά ενάντια στην προοπτική της επανάληψης ενός βιολογικού κύκλου όμοιου με τον γήινο. Η νοημοσύνη βέβαια μπορεί να προκύψει πάνω σε έναν τέτοιο πλανήτη, δεν υπάρχει όμως κανένας επιστημονικά λόγος που να την κάνει να μοιάζει με τη δική μας. Γιατί λίγες μόνο διαφορές στο μόριο του νουκλεϊκού οξέος στο οποίο βασίζονται όλες οι μορφές ζωής στη Γη είναι το μόνο που απαιτείται για να έχουμε ένα λουλούδι ή μία μέλισσα, ένα πουλί ή μία ζέβρα. Επηρεασμένη από το μέγεθος του πλανήτη της, τη γεωγραφία του και την ατμόσφαιρά του, η νοημοσύνη μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματικά εξωτικές φυσικές δομές και όργανα αισθήσεων και κίνησης. Ακόμα και η τεχνητή νοημοσύνη που συνυπάρχει ή διαδέχεται τους βιολογικούς της προγόνους, αποτελεί επίσης κι αυτή μιαν άλλη παράξενη πιθανότητα.

Οπότε το Σύμπαν είναι δυνατόν να περιέχει δισεκατομμύρια ίσως φυλές όντων που θα ψάχνουν με τα μάτια τους το κενό, για να δουν αυτά που βλέπουμε κι εμείς, για να σκεφτούν αυτά που σκεφτόμαστε κι εμείς, και να αναρωτηθούν κι αυτοί αν είναι μόνοι τους στο Σύμπαν.

Σε ένα σημείο του βιβλίου σας διαβάζουμε: «Δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με λόγια το θέαμα που παρουσιάζει ο Γαλαξίας μας. Για να μετρήσουμε όλα αυτά τα άστρα χωρίς να κάνουμε τίποτα άλλο, 24 ώρες το 24ωρο θα χρειαζόμασταν 7.922 χρόνια συνολικά. Και πάλι δεν τα βλέπουμε όλα, αφού τα σκοτεινά νεφελώματα εμποδίζουν την ορατότητά μας στις πιο απόμακρες περιοχές». Η γνώση είναι σκοπός από μόνη της;

Και ναι και όχι! Αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ όσα μας δίδαξε η ιστορία της επιστήμης, γιατί αν δεν συνεχίσουμε την ανάπτυξη της επιστήμης και τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας, άσχετα με την άμεση χρησιμότητά τους, γρήγορα θα ταφούμε κάτω από το βάρος των προβλημάτων μας, γιατί η επιστήμη του σήμερα είναι η λύση του αύριο. Φυσικά η μεταμόρφωση της επιστημονικής γνώσης σε πρακτικά εργαλεία και μεθόδους υπολογίζεται ότι θα τριπλασιαστεί μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια και μαζί μ’ αυτά θα επηρεαστεί αναμφίβολα και ο ίδιος ο άνθρωπος. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συσσώρευση της γνώσης επηρέαζε ανέκαθεν το ανθρώπινο πνεύμα.

Παρ’ όλα αυτά μερικοί συμπολίτες μας διατυπώνουν ορισμένες ενστάσεις σχετικά με την αποδοτικότητα των δαπανών για την έρευνα, όπως επίσης και για την ωφέλεια που θα αποκομίσει ο άνθρωπος από τέτοιου είδους ανακαλύψεις. Φυσικά εάν αναλογιστεί κάποιος τα χρήματα που δαπανώνται για τους εξοπλισμούς, οι δαπάνες για τις επιστημονικές έρευνες αποτελούν μια απειροελάχιστη παρωνυχίδα. Το κόστος κατασκευής και λειτουργίας του επιταχυντή του CERN, για παράδειγμα, δεν ξεπερνάει καν το κόστος ενός μόνο αεροπλανοφόρου! Το ίδιο μπορεί να πει κάποιος και για τις δαπάνες που διατίθενται στη διαστημική εξερεύνηση. Κι όμως οι 3.000 περίπου δορυφόροι, που βρίσκονται σήμερα σε τροχιά γύρω από τη Γη, μας στέλνουν καθημερινά χιλιάδες πληροφορίες που μας βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του περιβάλλοντος και του πλανήτη μας, ενώ οι νέες τεχνολογίες που δημιουργήθηκαν για το διαστημικό πρόγραμμα έχουν πρόσθετες εφαρμογές στην καθημερινή μας ζωή, αφού καθένας από εμάς χρησιμοποιεί καθημερινά 50 με 60 διαφορετικά αντικείμενα που δημιουργήθηκαν χάρη στις διαστημικές μας δραστηριότητες.

Με βάση και τις νέες ριζοσπαστικές θεωρίες, του πολυσύμπαντος, της θεωρίας των χορδών, η αδιάσειστη γνώση, η βεβαιότητα που έχουμε, είναι τα όρια της αντίληψής μας. Και η αντίληψή μας αυτή μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να επιχειρήσει μια ανθρώπινη μετάφραση της συμπαντικής ποίησης. Όπως γράφετε και σεις ενδεικτικά «φαίνεται ότι ο άνθρωπος σε αυτόν τον χρυσό αιώνα της αστρονομίας πρέπει να βγάλει το χρυσάφι από το ορυχείο της γνώσης κομμάτι κομμάτι. Η τελική απάντηση ωστόσο πάντα θα μας διαφεύγει, κρυμμένη εκεί έξω». Επομένως, πιστεύετε ότι μπορούμε μόνο μέσω της γνώσης και της λογικής απόδειξης να κατανοήσουμε τον κόσμο;

Εάν η γνώση προέρχεται από την παρατήρηση και το πείραμα, τότε η γνώση αυτή επικουρούμενη από τη λογική αποδεικτική διαδικασία μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πολλά πράγματα για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα τα καταλάβουμε όλα. Είναι, άλλωστε, στη φύση του ανθρώπου να θέλει να μάθει, ή όπως έγραφε ο Αριστοτέλης: «Φύσει του ειδέναι ορέγεται ο άνθρωπος». Απ’ όλα τα όντα πάνω στη Γη, μόνο εμείς διερωτόμαστε τι κάνει τον Ήλιο να λάμπει, γιατί το ουράνιο τόξο ακολουθεί την καταιγίδα, με ποιον τρόπο τα πουλιά πετάνε. Μόνο εμείς διερωτόμαστε τι κρύβεται πίσω από τον επόμενο λόφο ή πέρα από την απέραντη θάλασσα. Κι έχουμε πάντα αναρριχηθεί στον λόφο κι έχουμε πάντα διασχίσει τον ωκεανό. Ίσως, κάτι βαθιά χαραγμένο στη γενετική μας δομή να είναι αυτό που μας ωθεί να μάθουμε το τι είμαστε και από πού προήλθαμε. Που μας ωθεί στην περιπέτεια της εξερεύνησης. Γιατί είμαστε προικισμένοι με την ικανότητα να σκεφτόμαστε, να αισθανόμαστε και να διερωτόμαστε. Είναι η μοίρα μας, και ίσως ο σκοπός μας, να αναπτυσσόμαστε και να προοδεύουμε, καθώς επιδιώκουμε να μάθουμε και να δώσουμε έννοια και σημασία στο Σύμπαν στο οποίο ανήκουμε, σε μια ατέρμονη ίσως προσπάθεια ερευνών. Γι’ αυτό άλλωστε και ο σημερινός άνθρωπος, στην προσπάθειά του να κατανοήσει το Σύμπαν, δεν αντικρίζει εκεί έξω έναν εχθρικό και άδειο κόσμο. Βλέπει, αντίθετα, την υπόσχεση ενός πανέμορφου ταξιδιού προς την Ιθάκη των γνώσεων. Ενός ταξιδιού χωρίς τέλος.

Αν υπάρχουν άπειροι κόσμοι, αν δεν μπορούμε να υπερβούμε τα όρια της άμεσης πραγματικότητας και αντίληψής μας, και το μόνο που έχουμε είναι μια απειροελάχιστη κατανόηση του κόσμου, αν δηλαδή τα πάντα θα μπορούσαν να ισχύουν κάπου, γυρνώντας στη γη μας, ποιο ή τι είναι ουσιώδες;

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Πολυσύμπαντος υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός συμπάντων που μπορεί να φτάνει τη μονάδα ακολουθούμενη από 506 μηδενικά. Και ίσως σε κάθε τέτοιο σύμπαν να υπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες αποτελούμενοι από 100-200 δισεκατομμύρια πλανητικά συστήματα. Εάν οι αριθμοί αυτοί αληθεύουν, υπάρχουν ορισμένοι συνάδελφοι που θεωρούν ότι οτιδήποτε κι αν μπορούμε να φανταστούμε μπορεί να υφίσταται κάπου σ’ αυτόν τον «άπειρο» αριθμό κόσμων.

Προσωπικά είμαι πολύ πιο συντηρητικός στις σχετικές μου απόψεις, γιατί δεν μπορώ να αποδεχτώ θεωρητικές εκτιμήσεις χωρίς έστω κάποια αποδεικτικά στοιχεία που να βασίζονται στην παρατήρηση. Όπως τόσο χαρακτηριστικά έλεγε και ο νομπελίστας φυσικός Richard Feynman: «Δεν έχει καμία σημασία πόσο όμορφη και κομψή είναι μια θεωρία ή πόσο έξυπνος είναι αυτός που τη διαμόρφωσε ή ποιο είναι το όνομά του. Εάν διαφωνεί με τα πειραματικά ή παρατηρησιακά δεδομένα, τότε η θεωρία είναι σίγουρα λάθος.» Για μένα δηλαδή το ουσιώδες είναι αυτό που μπορούμε να αποδείξουμε με την επιστημονική μέθοδο. Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ περιορίζομαι μόνο στην επιστήμη, στην οποία, για να είναι κάτι αποδεκτό πρέπει να αποδειχτεί, επανειλημμένα και από διαφορετικούς ερευνητές, είτε με το πείραμα είτε με την παρατήρηση.

Είμαστε αστράνθρωποι, λέτε, που δημιουργήθηκαν από χημικά στοιχεία φτιαγμένα κατά τις θανατηφόρες εκρήξεις υπεργιγάντιων άστρων. Ο άνθρωπος, θεωρείτε, είναι παρατηρητής ή συμμέτοχος του σύμπαντος;

Ασφαλώς και τα δύο! Παρατηρητής για να μπορεί να εντοπίσει τη φύση όλων όσα βλέπει εκεί έξω και συμμέτοχος γιατί αποτελείται από τα υλικά που είναι φτιαγμένα τα άστρα. Σκεφτείτε ότι το σώμα ενός μέσου ανθρώπου αποτελείται από 7.000 τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων άτομα, ο αριθμός αυτός είναι ίσος με το 7 ακολουθούμενο από 27 μηδενικά. Από τον τεράστιο αυτό αριθμό ατόμων το 62% είναι υδρογόνο, ένα χημικό στοιχείο που δημιουργήθηκε (μαζί με το μεγαλύτερο ποσοστό του ηλίου) τη στιγμή της γέννησης του Σύμπαντος πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια. Τα υπόλοιπα 92 χημικά στοιχεία γεννήθηκαν στο εσωτερικό των άστρων, κατά τις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και τις επιθανάτιες εκρήξεις τους. Οπότε, εάν κόψετε κάποιο λουλούδι ή δοκιμάσετε ένα φρούτο ή χαϊδέψετε το πρόσωπό σας, ακουμπάτε κάποιο άστρο. Γιατί όλα αυτά, κι οτιδήποτε άλλο υπάρχει γύρω μας, είναι κομμάτια κάποιου άστρου. Ο Ήλιος μας, η Γη μας και τα πάντα πάνω της δημιουργήθηκαν από αστροϋλικά που εκτοξεύτηκαν πριν από δισεκατομμύρια χρόνια από κάποια καταστροφική αστρική έκρηξη σουπερνόβα. Όλη η ύλη στα σώματά μας, όλα τα χημικά στοιχεία που περιέχουμε (εκτός φυσικά από το υδρογόνο) φτιάχτηκαν στην «κόλαση» τέτοιων αστρικών θανάτων.

Είμαστε, δηλαδή, αστράνθρωποι που δημιουργήθηκαν από χημικά στοιχεία φτιαγμένα κατά τις θανατηφόρες εκρήξεις υπεργιγάντιων άστρων. Αστράνθρωποι που παρακολουθούν τις μακρινές σουπερνόβα να εκρήγνυνται και να προσφέρουν υλικά για τη δημιουργία νέων άστρων, νέων πλανητών και νέων ειδών ζωής. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχαν πλανήτες και δορυφόροι. Χωρίς τις σουπερνόβα δεν θα υπήρχε η Γη, δεν θα υπήρχαν βράχια και βότσαλα, δεν θα υπήρχαν φυτά και ζώα. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα, δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος.

Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στον αστρονόμο και αστροφυσικό Καρλ Σαγκάν, ο οποίος είπε ότι «ο άνθρωπος είναι το μέσο για το Σύμπαν να γνωρίσει τον εαυτό του». Αν τολμήσω να πω ότι ατενίζοντας τα αστέρια αναγνωρίζουμε τα όρια της αντίληψής μας αλλά και της δυναμικής μας, της δυνατότητάς μας για αλλαγή, για επαναδημιουργία, δίνοντας έτσι νόημα στην ύπαρξή μας, αλλά και στο σύμπαν, ώστε να ενηλικιωθεί «ευτυχισμένο», θα σας βρω σύμφωνο;

Αυτό το «ευτυχισμένο» τα χαλάει όλα! Γιατί ακόμα κι αν μπορούσα να συμφωνήσω με την υπόλοιπη φράση σας, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την προσθήκη ενός «ευτυχισμένου σύμπαντος». Γιατί απλούστατα το Σύμπαν δεν ενδιαφέρεται καθόλου είτε για μας είτε για την όποια «ευτυχία» του! Εκτός αυτού θα έλεγα ότι η ύπαρξή μας δεν μπορεί να αντλεί το όποιο νόημά της από το σύμπαν αλλά από την κατανόησή του. Κι αυτό έχει μεγάλη διαφορά!

Εσείς όταν ατενίζετε τον ουρανό, σκέφτεστε κι αισθάνεστε ως αστρονόμος που έχει και θέλει αποδείξεις ή ως ένας άνθρωπος που στοχάζεται το άδηλο;

Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να αποκόψει τον εαυτό του τελείως από την επαγγελματική του ενασχόληση, αφού αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με την καθημερινή του υπόσταση. Μ’ αυτή λοιπόν την έννοια έχω κι εγώ τα ίδια χαρακτηριστικά του ρομαντικού ανθρώπου που κοιτάζοντας τα άστρα τον οδηγούν σε ατραπούς τελείως έξω από τις επαγγελματικές του ασχολίες και σε ρομαντικά ταξίδια χαμένα στο διάστημα. Υπάρχουν όμως και στιγμές που η ιδιότητά μου ως αστρονόμου υπερισχύει και η ενατένισή του ουρανού συνδυάζεται με τις γνώσεις που αποκόμισα στη διάρκεια της καριέρας μου. Γιατί, πώς να το κάνουμε, πίσω από τα μάτια μας υπάρχει σήμερα και η γνώση.

πηγή

Attachments

  • 12 (85 kB)

Απάντηση