Τα επτά βασικά σημεία που πρέπει να προσέξουν οι υποψήφιοι για την επιλογή της σχολής

Δημήτρης Ματαράς
Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών

Η κατάσταση που προέκυψε μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου Γαβρόγλου μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα είναι ακόμη ρευστή και ανεξερεύνητη τόσο από τη μεγάλη πλειοψηφία των πανεπιστημιακών, που αντιστάθηκαν στα σχέδια του Υπουργού, όσο και από όσους πρόθυμα συνέβαλαν να φτάσουμε ως εδώ.

Ύστερα και από την έντονη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, έχει γίνει απολύτως εμφανές σε όλους ότι για το μεσσιανικής έμπνευσης σχέδιο κατάργησης των ΤΕΙ που ξεκίνησε με το Πανεπιστήμιο Δ. Αττικής για να τελειώσει (;) με το πολυνομοσχέδιο, δεν υπήρξε καμία μελέτη, πρόβλεψη, αξιολόγηση ή έστω απλή κοστολόγηση.

Θα έχουμε την ευκαιρία βέβαια αργότερα να δούμε κατά πόσον τα ΤΕΙ καταργήθηκαν ουσιαστικά ή πρόκειται για απλή μετονομασία που όμως έχει, κατά τη γνώμη μου, τα εξής τραγικά αποτελέσματα:

α) την εξαφάνιση της, άκρως απαραίτητης για την ανάπτυξη της χώρας, τεχνολογικής εκπαίδευσης,

β) τη βίαιη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ανώτατης εκπαίδευσης από την περιφέρεια προς το κέντρο και γ) την εξίσου βίαιη απαξίωση κυρίως των σπουδών στις θεμελιώδεις επιστήμες.

Αν και ο σκοπός μας εδώ δεν είναι απολογιστικός, οφείλουμε να πούμε ότι, εκτός από τις προφανείς πολιτικές ευθύνες που ανήκουν στην κυβέρνηση, ευθύνες έχει μεταξύ άλλων και η πανεπιστημιακή κοινότητα.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στους ‘πρόθυμους’ πρυτάνεις και όσους (ελάχιστους) υποστήριξαν αυτή τη μεθοδευμένη προσπάθεια, αλλά και στις ευθύνες που έχουμε όλοι οι υπόλοιποι, γιατί δεν αντιδράσαμε έγκαιρα και εντέλει αποτελεσματικά.

Οι ευθύνες αυτές είναι μεγάλες ιδιαίτερα απέναντι στους υποψήφιους φοιτητές οι οποίοι, σαν να μην έφτανε το άγχος των εξετάσεων, θα έχουν τώρα και την έγνοια μήπως το τμήμα στο οποίο θα εισαχθούν δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ‘πουκάμισο αδειανό’.

Υπάρχει όμως τρόπος να ξεχωρίσουν οι υποψήφιοι τα τμήματα που προσφέρουν αξιοπρεπώς όσα επαγγέλλεται ο τίτλος τους;

Η απάντηση είναι θετική, αν και πρόκειται για μια δύσκολη και κοπιαστική εργασία, την οποία ίσως κακώς δεν έχουμε συνηθίσει να κάνουμε στην Ελλάδα, όπου δεν έχουν αναπτυχθεί υποβοηθητικά εργαλεία για το ευρύ κοινό, όπως σε άλλες χώρες.

Μέχρι τώρα οι υποψήφιοι εμπιστεύονταν βολονταριστικά το δημόσιο πανεπιστήμιο – στην ουσία το κράτος – ίσως γιατί πίστευαν ότι εκείνο που έχει τελικά σημασία είναι το ‘χαρτί’, το οποίο, συνεπικουρούμενο από το ρουσφέτι, θα τους βοηθήσει κάποια στιγμή να βολευτούν.

Είναι άραγε αυτές προοπτικές ζωής για νέους ανθρώπους; Ποτέ δεν ήταν.

Όμως τώρα που χιλιάδες άλλοι νέοι θα έχουν το ίδιο χαρτί και το ρουσφέτι είναι δυσκολότερο, αν θέλουμε να επιβιώσει η χώρα μας, είναι πιο απαραίτητο από ποτέ να περάσουμε, από τα ‘χαρτιά’ στα γράμματα.

Επομένως, η επιλογή του τμήματος που θα σπουδάσει κανείς δεν μπορεί να γίνεται, όπως γινόταν ως τώρα, με μοναδικά κριτήρια την εγγύτητα στον τόπο κατοικίας και την επικρατούσα εντύπωση για την επαγγελματική προοπτική των αποφοίτων.

Είναι πολύ ασφαλέστερο η επιλογή αυτή να γίνει με κριτήρια το αντικείμενο που ταιριάζει στην προσωπικότητα του φοιτητή και την απαίτηση να θεραπεύεται το αντικείμενο αυτό σε αξιοπρεπές επίπεδο στο συγκεκριμένο τμήμα.

Σε αυτή την προσπάθεια υπάρχουν ορισμένα ζητήματα, τα οποία κάθε υποψήφιος οφείλει να εξετάσει και τα οποία αποκαλύπτουν πλήρως την πραγματικότητα του κατά Γαβρόγλου ‘ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης’.

Ξεκινάει κανείς από τα ευκολότερα:

Α) Ο Τίτλος. Υπάρχουν πλέον πολλά τμήματα με ευφάνταστους σύνθετους τίτλους που δεν έχουν διεθνές αντίστοιχο και παραπέμπουν ενδεχομένως σε τίτλους εξειδικευμένων μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν είναι οι καλύτερες επιλογές.

Β) Ιστοσελίδες. Φαίνεται απλοϊκό, αλλά η ποιότητα των ιστοσελίδων ενός τμήματος λέει πολλά για την πραγματική εικόνα – ξεχάστε τα τμήματα που δεν έχουν καθόλου ή έχουν ελλιπείς ιστοσελίδες!

Γ) Αριθμός διδασκόντων. Για παράδειγμα, ένα τμήμα Πολυτεχνείου δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα 50-60 μαθήματα και εργαστήρια του προγράμματος σπουδών του με λιγότερους από 20 καθηγητές. Ο νόμος Γαβρόγλου προβλέπει τουλάχιστον 8 για τα νέα τμήματα, είναι όμως βέβαιο ότι κανένα από αυτά δεν θα έχει τόσους το Σεπτέμβρη, αφού ο μέσος χρόνος από την προκήρυξη της θέσης μέχρι την ανάληψη υπηρεσίας ενός καθηγητή είναι 1,5-2 έτη! Εκτός βέβαια από τον αριθμό των καθηγητών είναι φυσικά σημαντικό να δει κανείς και την ποιότητα τους. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να γίνει τμήμα μηχανικών χωρίς καθηγητές μηχανικούς όπως δεν μπορεί να γίνει ιατρική χωρίς γιατρούς, νομική χωρίς δικηγόρους κ.ά, επίσης δεν μπορεί το διδακτικό έργο να στηρίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε συμβασιούχους που προσλαμβάνονται για την απόκτηση διδακτικής εμπειρίας, με αμοιβές για τις οποίες θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Ο κ. Γαβρόγλου βέβαια έχει άλλη άποψη. Υπάρχουν πάρα πολλά τμήματα, με βαρύγδουπους τίτλους, απλωμένα σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, τα οποία αυτή τη στιγμή – τρεις μήνες προτού υποδεχθούν τους πρώτους τους φοιτητές – δεν διαθέτουν καθόλου προσωπικό, πρόγραμμα σπουδών κ.ά.

Δ) Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ). Κάθε τμήμα είναι υποχρεωμένο να αναρτά τον Οδηγό Σπουδών (ΟΣ) του στην ιστοσελίδα του πριν την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους. Ο ΟΣ πρέπει να περιλαμβάνει τα μαθήματα όλων των εξαμήνων του ΠΣ, καθένα με την ύλη, τις πιστωτικές μονάδες (ECTS1), τα μαθησιακά αποτελέσματα, τα συγγράμματα που προτείνονται και τους διδάσκοντες καθηγητές. Προφανώς στα νέα τμήματα τίποτε από αυτά δεν θα υπάρχει τον Σεπτέμβρη. Από την ποιότητα του ΟΣ διαφαίνεται πολύ καλά η σημασία που δίνει ένα τμήμα στο εκπαιδευτικό έργο.

ΣΤ) Αξιολόγηση. Το 2013 έγινε για πρώτη και – μέχρι τώρα – τελευταία φορά αξιολόγηση όλων των πανεπιστημιακών τμημάτων στην Ελλάδα από επιτροπές διακεκριμένων επιστημόνων του εξωτερικού. Παρόλο που ήταν μια σχετικά νέα διαδικασία και γι’ αυτό μάλλον επιεικής και παρόλο που τα κριτήρια δεν ήταν ενιαία ούτε συγκριτικά μεταξύ ομοειδών τμημάτων, οι εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης είναι δημόσιες και αποτελούν πολύτιμο υλικό για όλους. Μπορείτε να τις δείτε στην ιστοσελίδα κάθε τμήματος ή όλες μαζί συγκεντρωμένες στην ιστοσελίδα  της ΑΔΙΠ2. Τα τμήματα των ΤΕΙ αξιολογήθηκαν, επίσης, αργότερα, και θα μπορούσε να δει κανείς τις σχετικές εκθέσεις για τα τμήματα που μετεξελίχθηκαν σε τμήματα ΑΕΙ. Μια προσεκτική ανάγνωση των παρατηρήσεων της οικείας σε κάθε περίπτωση επιτροπής φανερώνει αρκετά πράγματα.

Ζ) Έρευνα. Οι επιδόσεις του προσωπικού ενός τμήματος στην έρευνα είναι καθρέφτης της ποιότητας του έργου. Η έρευνα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπαίδευση σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Δεν νοείται τμήμα ΑΕΙ του οποίου το προσωπικό δεν ασχολείται με την έρευνα.

Η) Αριθμός Εισακτέων. Οι ίσες ευκαιρίες στην πρόσβαση στα πανεπιστήμια είναι ανθρώπινο δικαίωμα και συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση του κράτους. Άλλο όμως ίσες ευκαιρίες και άλλο εισαγωγή όλων, ανεξαρτήτως προσπάθειας – το τελευταίο είναι απλώς λαϊκισμός και δεν γίνεται πουθενά. Ακόμα και στα κράτη τα οποία έχουν την οικονομική δυνατότητα και επιτρέπουν την πρόσβαση σε όλους όσους έχουν εθνικό απολυτήριο, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση βέβαιη αποφοίτηση. Εκεί όμως το κράτος φροντίζει να δίνει εναλλακτικές διεξόδους και δεύτερες ευκαιρίες στους φοιτητές που δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν ένα πρόγραμμα σπουδών. Είναι προφανές ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται σε ένα τμήμα με δεδομένο αριθμό προσωπικού, είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθμού των εισακτέων. Διεθνώς, βασικός παράγοντας θεωρείται η αναλογία διδασκόντων προς διδασκομένους, η οποία είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική για την Ελλάδα: σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT για το 2016, είμαστε στην τελευταία θέση στην Ευρώπη (1/39,6) με τεράστια διαφορά από τον αμέσως καλύτερο (1/21,2) ή το μέσο όρο της Ευρώπης των 28 (1/15)3. Οι αριθμοί αυτοί είναι μη αμφισβητήσιμοι και δεν έχουν βελτιωθεί έκτοτε. Αυτά συμβαίνουν όταν οι εκάστοτε Ελληνικές κυβερνήσεις θεωρούν κύριο μέσο άσκησης πολιτικής το ‘μηχανογραφικό’ – δηλαδή το μέλλον των παιδιών μας.

Με βάση τα παραπάνω, η επιλογή τμήματος μπορεί να γίνει σχετικά ασφαλής, κυρίως για όσους έχουν εξασφαλίσει υψηλές βαθμολογίες, όμως το πρόβλημα της εξέλιξης της ανώτατης παιδείας στη χώρα είναι πολύ ευρύτερο και θα παραμείνει για καιρό ασαφές.

Πρέπει να συνυπολογίσει κανείς το νέο σύστημα εισαγωγής το οποίο από του χρόνου, εφόσον εφαρμοστεί, θα έχει καταλυτικές συνέπειες στο χάρτη των ΑΕΙ, απαξιώνοντας a priori ένα μεγάλο μέρος των πανεπιστημιακών τμημάτων κυρίως στις θεμελιώδεις επιστήμες και στα πιο απομακρυσμένα ΑΕΙ.

Σε κάθε περίπτωση η επιλογή θα γίνεται δυσκολότερη στα χρόνια που έρχονται και θα χρειαστεί, εκτός από την πιστοποίηση με συγκεκριμένα κριτήρια ανά ειδικότητα, η αξιολόγηση να αποκτήσει τακτικό χαρακτήρα ως εργαλείο βελτίωσης της ποιότητας και να αναπτυχθούν αξιόπιστες ανεξάρτητες κατατάξεις.
1 ECTS: European Credit Transfer System (https://www.upatras.gr/el/ects)
2 ΑΔΙΠ: Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (www.adip.gr)
https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Tertiary_ed…

Απάντηση