«Αρκεί να έχουμε άποψη για τη ζωή και να μην την καταναλώνουμε στην ανουσιότητα. Αρκεί να την αγαπήσουμε και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει γνώση ούτε και το αντίστροφο»
Το όλο στερέωμα της γνώσης αποτελεί καθ’ όλη την εξέλιξη της ιστορίας του ανθρώπου ένα από τα μεγαλύτερα διακυβεύματα του πολιτισμού. Εδώ γίνονται οι μεγάλες ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές αντιπαραθέσεις αλλά και οι μεγάλες θεσμικές συνθέσεις – ανάλογα με την ποιότητα της δημοκρατίας – όσον αφορά το περιεχόμενο των βασικών γνώσεων των εκπαιδευτικών συστημάτων σε κάθε χώρα. Εδώ έχουν τις αφετηρίες τους και τις προκλήσεις τους η έρευνα και η τεχνολογία, ο πολιτισμός και η γενικότερη κουλτούρα των κοινωνιών και του ανθρώπου.
Ωστόσο, πέραν του φωτεινού και διαφωτιστικού περιεχομένου της γνώσης διαπιστώνουμε ότι κάθε επιμέρους τομέας της γνώσης – όπως αυτή επιμερίζεται είτε στα διάφορα επιστημονικά πεδία είτε στα γνωστικά αντικείμενα / μαθήματα της θεσμικής εκπαίδευσης – έχει το δικό του ιδιαίτερο στίγμα και προκαλεί διαφορετική στάση των ανθρώπων. Βλέπουμε άλλωστε πολύ συχνά ακόμα και τους μικρούς μαθητές να αγαπούν και να γοητεύονται από το «άλφα» μάθημα, ενώ αποστρέφονται το «βήτα» μάθημα και μια τέτοια συμπεριφορά ίσως και να βαστάει σ’ όλη τους τη ζωή.
Έτσι, τα Μαθηματικά συναντούν μάλλον πιο εύκολα μια κάποια «απόσταση» από τους μαθητές, κάτι που δεν συμβαίνει με τη λογοτεχνία ή την ιστορία ή τη βιολογία. Εδώ προφανώς παίζουν ψυχολογικό και συναισθηματικό ρόλο τα πρώτα βήματα του παιδιού. Αν ο δάσκαλος και η δασκάλα ή οι γονείς δεν φροντίσουν να δημιουργήσουν ένα κλίμα αγάπης και απομυθοποίησης του συμβολικού κόσμου των μαθηματικών, τότε οι πρώτες καταβολάδες της μαθηματικής παιδείας δεν έχουν δημιουργηθεί σε εύφορο έδαφος και η όλη ευθύνη δεν οφείλεται στο μαθητή αλλά σε αυτόν χρεώνεται.Πέραν τούτου, βλέπουμε ότι κατά τη διάρκεια της ζωής μας και ανάλογα με τις φάσεις της επαγγελματικής μας εξέλιξης αλλά ακόμα και ανάλογα με την ηλικιακή μας διαστρωμάτωση να έχουμε μια κλίση ενδιαφέροντος προς τη μια ή την άλλη πλευρά των διάφορων περιοχών της γνώσης. Βλέπουμε την ποίηση να μας εκφράζει πιο εύκολα στα νεανικά χρόνια και την ιστορία να έρχεται ως φυσική συνέπεια στις ηλικίες που κυριαρχεί ο αφηγηματικός λόγος. Εδώ είναι προφανές ότι η εκάστοτε εξειδικευμένη επιστημονική γνώση που συνδέεται με τις σπουδές μας και την επαγγελματική μας προοπτική θα έχουν εξ ορισμού τον πρώτο και κυρίαρχο ρόλο.
Αλλά ας δούμε μερικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων τομέων της γνώσης.
Οι θετικές επιστήμες προσφέρουν πιο εύκολα μια ακλόνητη μεθοδολογία και δεν πολυστηρίζονται στην απομνημόνευση, που ίσως και να δημιουργεί και κάποιες σκιές στείρας και έωλης γνώσης. Ένα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημά τους είναι ότι συνδέονται με τις διαρκώς αναπτυσσόμενες τεχνολογικές εξελίξεις και επομένως παρέχουν ασφαλέστερα ερμηνευτικά εργαλεία για να παρακολουθήσουμε τις πιο αιχμηρές διαδρομές του σύγχρονου πολιτισμού. Εδώ όμως αποδίδεται και ένα αρνητικό στοιχείο. Η πλήρης εκλογίκευση της πραγματικότητας και η απόλυτη ερμηνεία μαζί με τη ριζική απομάγευση του κόσμου ναι μεν συνεργούν στην περαιτέρω ορθολογικοποίηση της σκέψης μας αλλά ταυτόχρονα αφαιρούν τη μαγεία του ανερμήνευτου και εκπτωχεύουν το συναίσθημά μας.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, γιατί οι όποιες απαντήσεις δίνονται δεν έχουν οριστικό και τελεσίδικο περιεχόμενο αλλά προκαλούν νέα ερωτήματα και πολλαπλές απορίες. Ταυτόχρονα η νέα γνώση, που μετασχηματίζει τον κόσμο και τον εαυτό μας με τόσο απτό τρόπο, διαμορφώνει πάντα ένα σκηνικό έκστασης και προσφέρει πολλαπλές συγκινήσεις, αρκεί να μπορούμε να ψυχανεμιζόμαστε και να φαντασιωνόμαστε για να ανακαλύπτουμε την ομορφιά της ανακάλυψης και τους καινούργιους ορίζοντες που ανοίγονται «προ οφθαλμών».
Τα «θρησκευτικά» αναφέρονται σε ξεχωριστά πεδία αλλά κυρίως σε διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Εδώ κυριαρχεί το δόγμα και η «εξ αποκαλύψεως» αλήθεια. Δεν υπάρχει καθόλου έδαφος για αμφισβήτηση και για έρευνα εκτός του πλαισίου οριοθέτησης. Η πίστη και η «δοτή» μεταφυσική είναι τα εργαλεία προσέγγισης του θρησκευτικού φαινομένου. Δυστυχώς αυτό το γνωστικό πεδίο χρεώνεται από τη γενικότερη κοινωνική αναφορά του με περιόδους μεγάλης βαρβαρότητας και εκτεταμένων σκοταδιών. Τα θρησκευτικά βρέθηκαν μετωπικά αντίθετα με την επιστήμη σε μείζονα ζητήματα του ανθρώπου. Αντιπαρατέθηκαν στο πρωταρχικό θέμα του Ορθολογισμού είτε στις περιόδους των Διαφωτισμών είτε στην εποχή του Μεσαίωνα, καθώς επίσης και στη διαμάχη ως προς την εκκοσμίκευση των κρατών του δυτικού πολιτισμού. Σ’ όλες αυτές τις κοσμοϊστορικές διαμάχες ήταν η επιστήμη που βρέθηκε στην πλευρά του «νικητή» και ουσιαστικά καθόρισε τις μεγάλες επιλογές των εξελίξεων.
Στο χώρο των θρησκευτικών επίσης καταλογίζεται η σκιά του φόβου που απλώνεται με περισσή ευκολία και η αυθαίρετη διαχείριση του επέκεινα ως δήθεν αποκλειστικό θέμα των θρησκειών. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι τα πράγματα. Το όλο στερέωμα της μεταφυσικής δεν αφορά μόνο τη θρησκεία και την θεώρηση της πίστης αλλά είναι έδαφος τόσο (και κυρίως) για τη φιλοσοφία και τον στοχασμό του ανθρώπου όσο και για τις άλλες περιοχές της γνώση: λογοτεχνία, ποίηση αλλά και την επιστήμη.
Φτάνουμε λοιπόν στη μεγάλη περιοχή της φιλοσοφίας, η οποία βρέθηκε κατ’ επανάληψη ανάμεσα στις μυλόπετρες του απόλυτου ορθολογισμού της επιστήμης και στην ανορθολογική μεταφυσική της θρησκείας. Ωστόσο, διατήρησε την αυτονομία της – και όχι μόνο αυτό αλλά αυξάνει την επιρροή της ακόμα και στις σημερινές εποχές της τεχνολογίας και της γραφειοκρατίας. Και αυτό οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένους λόγους.
α) Τα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου πάντα ήταν και θα είναι φιλοσοφικά. Ακόμα και ο τρόπος ζωής μας είναι κυρίως φιλοσοφικό ζήτημα και όχι οικονομικό ή πολιτικό˙ αυτά έπονται του φιλοσοφικού.
β) Η φιλοσοφία αφορά κάθε άνθρωπο με πιο αυθεντικό τρόπο σε σχέση και με την επιστήμη και με τη θρησκεία. Είναι πιο κοντά στα δικά του πρωτόλεια ερωτήματα. Δεν έχει απολυτότητες και δογματισμούς και αφήνει περισσότερο έδαφος για την προσωπική ερμηνεία του κόσμου και για την πιο αυθεντική διαμόρφωση του ειδώλου του. Κάθε άνθρωπος ζει και βιώνει την όλη πραγματικότητα πρωτίστως μέσα από τους συνεχείς στοχασμούς και αναστοχασμούς του και από το διαρκή μονόλογο με τον εαυτό του και ως εκ τούτου είναι η φιλοσοφία που βρίσκεται πιο εύκολα κοντά του χωρίς καμιά διάθεση επιβολής αλλά μόνο με «πρόθεση» προβληματισμού και συνέργειας.
γ) Αν υπάρχει ένα σταθερό νήμα που συνδέει τους ανθρώπους όπου γης και όπου χρόνου, είναι τα μεγάλα ερωτήματα που έχει θέσει η φιλοσοφία και στα οποία κάθε εποχή, κάθε πολιτισμός και κάθε άνθρωπος γράφει τη δική του αφήγηση πάνω στο ίδιο παλίμψηστο. Τα ερωτήματα των προσωκρατικών φιλοσόφων, του Σωκράτη, του Αριστοτέλη… είναι πάντα παρόντα τόσο στα προχωρημένα φυλάκια των διανοούμενων όσο και στις προσωπικές «φτωχές» αναζητήσεις κάθε ανθρώπου. Αν αυτό δεν είναι ίσως η πιο όμορφη γοητεία της γνώσης, τι άλλο μπορεί να είναι;
Και ερχόμαστε στη λογοτεχνία. Εδώ είναι το πιο προνομιακό έδαφος του απλού ανθρώπου. Εδώ η νομιμοποίηση του γνωστικού πεδίου εδράζεται πολύ εύκολα στην καθολικότητα και στην παγκοσμιότητα του φαινομένου της απλής εξιστόρησης, αφού κάθε άνθρωπος έχει και μια ιστορία αφήγησης και πάντα έλκεται από την αφηγηματική τέχνη. Υπάρχει και ένα άλλο μυστικό. Η γλώσσα και ο γλωσσικός κώδικας είναι δικά του (κατάδικά του) και δεν έχουν καθόλου απομακρυνθεί από την όποια πρόοδό τους.
Δεν υπάρχουν διαμεσολαβητές (ιερείς) για να τους οδηγήσουν κάπου ούτε και ειδικοί που έχουν το «βήμα» του λόγου αποκλειστικά δικό τους και η ερμηνεία τους είναι εξ ορισμού ισχυρή (επιστήμονες). Η λογοτεχνία είναι η πιο αυθεντική έκφραση της καθημερινότητάς μας, της απλής ζωής μας, των ονείρων μας και των φαντασιώσεών μας. Καλλιεργεί όσο κανένα άλλο μέρος της γνώσης το συναισθηματικό μας κόσμο. Ευφραίνει την ψυχή μας. Ανασταίνει το φρόνημά μας. Χαρίζει γενναιόδωρα συγκινήσεις. Παίζει με τον έρωτα και την αγάπη. Ρίχνει άλλο φως στην πραγματικότητα. Φωτίζει αθέατες όψεις του κόσμου.
Και η ποίηση; Πού τοποθετείται σ’ όλα αυτά τα ζητήματα και ποια είναι η ξεχωριστή επικράτειά της. Εδώ είναι τα δύσκολα. Η ποίηση δεν είναι μέρος ενός όλου. Δεν έχει σύνορα ούτε και πολυασχολείται με τα άλλα πεδία. Είναι για κατοίκους, μόνιμους ή προσωρινούς, μιας άλλης ζωής, ενός παράξενου και παντελώς άγνωστο κόσμου. Ο συμβολισμός και η άκρως αφαιρετική σκέψη μπορούν να ψηλαφίζουν κάποιες άκρες της. Δεν θέλει ούτε ορθολογισμούς και μεταφυσικές ούτε δόγματα και απαντήσεις. Θέλει μόνο θυσία˙ να προσφέρεις τον εαυτό σου. Να κατακτήσεις το απόλυτο κενό και να του δώσεις ένα νόημα, να βγεις στο βαθύ σκοτάδι και να ανάψεις μια μικρή φλόγα, τη δική σου φλόγα, τη φλόγα της ζωής σου, να της δοθείς και όπου σε οδηγήσει, ο δρόμος της είναι πάντα άγνωστος ακόμα και όταν τον έχεις περπατήσει… Ο ποιητής είναι μόνιμα ταξιδεμένος και για τους υπόλοιπους ανθρώπους «φαντασμένος», αναχωρητής του φαινομενικού κόσμου και ερευνητής της πιο βαθιάς ουσίας της ύπαρξης, της ψυχής του.
Ποια γνώση θέλουμε; Κανένας μας δεν μπορεί να απαντήσει μονοσήμαντα. Ίσως και το ερώτημα που έθεσα να μην έχει νόημα και να είναι εκ του πονηρού. Η γνώση είναι ενιαία. Ο τεμαχισμός της είναι συστατικό στοιχείο του πολιτισμού, του καταμερισμού εργασίας και ρόλων. Τη γνώση ή τη γεύεσαι άρτια ή δεν έχεις καμιά σχέση μαζί της. Μας φτάνει η ζωή μας γι’ αυτό; Πιστεύω ότι φτάνει και περισσεύει. Αρκεί να προσβλέπουμε έστω ασύμπτωτα σε μια μορφή Homo Universalis.
Αρκεί να έχουμε άποψη για τη ζωή και να μην την καταναλώνουμε στην ανουσιότητα. Αρκεί να την αγαπήσουμε και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει γνώση ούτε και το αντίστροφο. Γιατί γνώση και αγάπη είναι δύο όψεις της ίδιας έννοιας (δεν ξέρω ποιας), γιατί ο γλωσσικός μας κώδικας τις ξεχώρισε εξ αρχής, από του γεννησιμιού τους, και χάσαμε το ενιαίο και το όλον τους και ίσως να είναι αυτό ο «χαμένος παράδεισος»!
_______________________
~ Νίκος Τσούλιας, εκπαιδευτικός.