Το πιο σημαντικό γεγονός της Γαλλικής Επανάστασης: Η κατάληψη του Κεραμεικού
Η Γαλλική αστική επανάσταση τρία χρόνια μετά την έναρξή της βρίσκεται στατική και σε δύσκολη θέση.
Από τη μια στο προσκήνιο βρίσκονται οι συντηρητικοί Φεγιάν που με τους μετριοπαθείς Γιρονδίνους, φοβούνται μήπως κι η επανάσταση προχωρήσει σε επικίνδυνα για τους μεγαλοαστούς και τους ευγενείς μονοπάτια κι αντιμάχονται με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματά της όπως ήταν η Λέσχη των Ιακωβίνων με επικεφαλής τον Ροβεσπιέρο και τους Ορεινούς.
Από την άλλη ο Βασιλιάς, ενώ ακόμα βρίσκεται ακλόνητος στη θέση του, συνομωτεί κρυφά με τους ξένους φεουδάρχες (τυπικό παράδειγμα ταξικής αλληλεγγύης) για να εισβάλουν στην Γαλλία με σκοπό να καταπνίξουν την επανάσταση και να περισώσουν την εξουσία του που ολοένα κι αμφισβητείται.
Σε τέτοιο κλίμα έγινε η εξέγερση του Αυγούστου του 1792 που σημάδεψαν οριστικά την πορεία της επανάστασης και της Δημοκρατίας στη Γαλλία με συνέπειες για την μοναρχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν η πρώτη φορά που λαός βγήκε στο προσκήνιο της ιστορίας.
Το χρονικό της εξέγερσης
Η εξέγερση της 10ης Αυγούστου 1792, σε αντίθεση με την εισβολή στη Βαστίλη τρία χρόνια πριν, δεν ήταν μόνο έργο των κατοίκων του Παρισιού, αλλά του γαλλικού λαού. Από τη στιγμή που ξέσπασε τίποτα πια δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει.
Στις 30 Ιουλίου ο τομέας Τεάτρ Φρανσέ έθεσε σε ισχύ το καθολικό εκλογικό δικαίωμα καταργώντας τη διάκριση των πολιτών σε ενεργούς και παθητικούς.
Υπέρ της εκθρόνισης του βασιλιά, τάχθηκαν οι 47 από τους 48 τομείς του Παρισιού.
Στη Λέσχη των Ιακωβίνων ο Ροβεσπιέρος πήρε στα χέρια του την καθοδήγηση του κινήματος. Από τις 11/7 είχε υποκινήσει τους ομόσπονδους λέγοντας:
«Πολίτες, ήρθατε μόνο για μιαν άσκοπη τελετή, για την ανανέωση της ομοσπονδίας της 14ης του Ιούλη;»
Προέτρεψε να γίνουν υπομνήματα σε όλο και πιο οξείς τόνους, όπου οι ομόσπονδοι ζητούσαν από τη Νομοθετική την εκθρόνιση του βασιλιά.
Όταν ο Ροβεσπιέρος ανακάλυψε τις μυστικές διαπραγματεύσεις των Γιρονδίνων με τον Βασιλιά, στις 29/7 ζήτησε την άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και την αντικατάστασή της από ένα «συνέδριο», το οποίο θα έπρεπε να αφοσιωθεί στην εκπόνηση ενός νέου δημοκρατικού συντάγματος.
Στις 25/7 συναντήθηκαν στο Παρίσι οι ομόσπονδοι από τη Βρετάνη και στις 30 οι ομόσπονδοι από τη Μασσαλία που παρέλασαν στο Σεντ Αντουάν, τραγουδώντας εκείνον το θούριο που σε λίγο θα έπαιρνε το όνομά τους.
Με την προτροπή του Ροβεσπιέρου οι ομόσπονδοι συγκρότησαν ένα κρυφό διευθυντήριο.
Την 1η Αυγούστου στο Παρίσι έγινε γνωστό το Μανιφέστο του Δούκα του Μπράουνσβάϊγκ που απειλούσε με θάνατο όσους θα τολμούσαν να αμυνθούν ενάντια στην εισβολή προειδοποιώντας το λαό του Παρισιού πως αν πάθαινε κάτι η βασιλική οικογένεια, θα επέβαλε παραδειγματική εκδίκηση:
Ελπίζοντας να εκφοβίσει τους επαναστάτες η Μαρία Αντουανέτα είχε κρυφά παρακαλέσει τους ξένους μονάρχες να βγάλουν μια τέτοια διακήρυξη.
Όμως το Μανιφέστο έφερε αντίθετο αποτέλεσμα από ότι προσδοκούσε η Αυλή κι έκανε το λαό να θυμώσει και να λάβει τα μέτρα του.
Η εξέγερση που είχε προετοιμαστεί για τέλη Ιούλη, αναβλήθηκε ξανά για να δοθεί η ευκαιρία μιας νόμιμης δράσης με το υπόμνημα 47 τομέων για την εκθρόνιση του βασιλιά που υπέβαλε στις 3 Αυγούστου ο δήμαρχος Πετιόν.
Ο τομέας Κενζ-Βεν στο προάστιο του Σεντ-Αντουάν έθεσε στη Νομοθετική μια προθεσμία μέχρι τις 9 Αυγούστου. Η συνέλευση όμως διαλύθηκε χωρίς να καταλήξει σε κάποια απόφαση. Έτσι οι καμπάνες σήμαναν συναγερμό μες τη νύχτα.
Το Σεντ-Αντουάν κάλεσε τους τομείς να αποστείλουν πληρεξούσιους στο δημαρχείο, που κήρυξαν τη διάλυσή του και το αντικατέστησαν με μια «εξεγερτική» κομμούνα.
Τα προάστια εξεγέρθηκαν και δεκάδες χιλιάδες – γυναίκες ανάμεσά τους, όπως στη Βαστίλη – κατευθύνθηκαν μαζί με τους ομόσπονδους στον Κεραμεικό. Η εθνοφρουρά εγκατέλειψε έντρομη το χώρο και στις 8 π.μ. κατέφθασαν πρώτοι οι Μασσαλιώτες.
Ο Λουδοβίκος προβλέποντας τι θα επακολουθούσε, είχε διατάξει τις φρουρές των Ελβετών να φυλλάξουν το Παλάτι που άνοιξαν πυρ απωθώντας τους εξεγερμένους.
Όταν όμως έφτασαν οι οπλισμένοι τομείς, οι ομόσπονδοι επιτέθηκαν ξανά με την κάλυψη και του πυροβολικού και στις 10 π.μ. οι πολιορκημένοι παραδόθηκαν.
Ο Λουδοβίκος μαζί με τη Μαρία και τα παιδιά τους εγκατέλειψαν το παλάτι, όπως τον συμβούλεψε ο γενικός εισαγγελέας του Παρισιού Roederer, για να τεθεί υπό την προστασία της Νομοθετικής που συνεδρίαζε σε γειτονικό κτίριο.
Όσο παρέμενε αβέβαιη η έκβαση της εξέγερσης, η Νομοθετική συμπεριφερόταν στον Λουδοβίκο ως βασιλιά. Όταν όμως επικράτησε, ανακοίνωσε την προσωρινή παύση από το αξίωμά του ψηφίζοντας υπέρ της σύγκλησης ενός εθνικού συνεδρίου που θα εκλεγόταν σύμφωνα με ένα καθολικό κι ίσο εκλογικό δικαίωμα, όπως πρότεινε ο Ροβεσπιέρος.
Ο θρόνος γκρεμίστηκε και μαζί του πήρε την ομάδα των Φεγιάν, τη μεγαλοαστική τάξη με οπαδούς φιλελεύθερους ευγενείς, που είχαν κάνει τα πάντα για να συγκρατήσουν την επανάσταση μέσα σε στενά ταξικά πλαίσια.
Οι Γιρονδίνοι παρόλο που είχαν προσπαθήσει να εμποδίσουν την εξέγερση, βγήκαν αναπάντεχα ενισχυμένοι από αυτή.
Οι παθητικοί πολίτες που είχαν συμμορφωθεί με το κάλεσμα του Ροβεσπιέρου, του Μαρά και των ορεινών, είχαν κατακτήσει μεμιάς την πολιτική σκηνή.
«Μια μόνο τάξη πολιτών», είχε δηλώσει στις 30/7 ο τομέας Τεάτρ Φρανσέ,
«Δεν μπορεί να σφετερίζεται το αποκλειστικό δικαίωμα να σώζει την πατρίδα».
Είχε κατά συνέπεια καλέσει τους πολίτες, που «σύμφωνα με τα αριστοκρατικά κριτήρια είναι γνωστοί σαν παθητικοί», να εκπληρώσουν την υπηρεσία τους στην εθνοφρουρά, να πάρουν μέρος στις συσκέψεις των πολιτικών συνελεύσεων,
«Να συμπράξουν στην άσκηση της κυριαρχίας που αναλογεί στον τομέα».
Η Νομοθετική είχε αναγκαστεί να επικυρώσει μια ήδη υπαρκτή κατάσταση και να διαγράψει τις αντιδημοκρατικότερες ρήτρες του συντάγματος. Με το καθολικό εκλογικό δικαίωμα και τον εξοπλισμό των παθητικών πολιτών η «2η επανάσταση» ενσωμάτωνε το λαό στο έθνος και σημάδευε την εμφάνιση της πολιτικής δημοκρατίας.
Μετά από μερικά μάταια πλήγματα αντιπερισπασμού, οι υποστηρικτές του συμβιβασμού με την αριστοκρατία διαλύθηκαν από μόνοι τους. Ο φιλομοναρχικός τύπος διέκοψε την έκδοσή του.
Το γεγονός όμως ότι ο λαός των αβράκωτων αναμείχθηκε στην πολιτική αντιπαράθεση σαν ανεξάρτητος παράγοντας, ξύπνησε σκέψεις στο τμήμα της αστικής τάξης που ασκούσε επιρροή. Ήδη ανακινήθηκαν οι πρώτες αντιδράσεις ενάντια σε εκείνη τη συνεπή δημοκρατία που φάνηκε να αναγγέλλεται στην «Επανάσταση της 10ης του Αυγούστου».
Με την προσωρινή παύση του βασιλιά από το αξίωμά του και τη σύγκληση μιας εθνικής συνόδου για την εκπόνηση ενός ρεπουμπλικανικού συντάγματος η Νομοθετική είχε λάβει άμεσα υπόψη της τη νίκη του λαού.
Αναγόρευσε σε κυβέρνηση ένα «προσωρινό εκτελεστικό συμβούλιο». Η Κομμούνα που ήταν η ίδια υπεύθυνη για τις φυλακές στο Παρίσι, έθεσε τον Λουδοβίκο μαζί με την οικογένειά του υπό αυστηρή επιτήρηση στον μεσαιωνικό πύργο του Ταμπλ.
Η «επαναστατική Κομμούνα της εξέγερσης της 10ης Αυγούστου»
Μια σφοδρή σύγκρουση αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην Κομμούνα και τη Νομοθετική επηρέασε όλη την παραπέρα πορεία της επανάστασης. Παράλληλα με τις «νόμιμες» εξουσίες είχε δημιουργηθεί μια επαναστατικά θεμελιωμένη δύναμη:
Η «επαναστατική Κομμούνα της εξέγερσης της 10ης Αυγούστου» που κυριαρχούσε στους ένοπλους τομείς του Παρισιού.
Ο δημοσιογράφος Girey-Dupré είχε παραπονεθεί με ένα γράμμα του στη Νομοθετική στις 30/8 ότι κλήθηκε σε απολογία από την Κομμούνα, επειδή την κατηγόρησε για σφετερισμό και δικτατορία. Οι Γιρονδίνοι λύσσαξαν.
Στις επιθέσεις τους απάντησε ατάραχα ο Ταλιέν ως εκπρόσωπος της Κομμούνας:
«Όλα όσα κάναμε, ο λαός τα επιδοκίμασε. Αν θέλετε να μας χτυπήσετε, θα χτυπήσετε επομένως το λαό που έκανε την επανάσταση της 14 του Ιούλη, που τη στερέωσε στις 10 του Αυγούστου και που θα τη διατηρήσει».
Η σύγκρουση αρχών διάρκεσε μέχρι τη διάλυση της Νομοθετικής και συνεχίστηκε στην πάλη ανάμεσα στους Γιρονδίνους και τους ορεινούς μέσα στη Συμβατική Εθνοσυνέλευση.
Η Νομοθετική έπρεπε να αναγνωρίσει την Κομμούνα που είχε προκύψει «παράνομα» από την εξέγερση κι είχε διευρυνθεί με 277 μέλη που προέρχονταν από τη μικροαστική και μεσαία τάξη.
Οι Γιρονδίνοι, που μετά την αποχώρηση των φεγιάν απόκτησαν την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, απέρριπταν τη λήψη μέτρων έξω από τα πλαίσια της νομιμότητας, ενώ η Κομμούνα έδινε επαναστατικά παραδείγματα που κληροδότησε στους ορεινούς.
Την πραγματική εξουσία τη μοιράζονταν τρία σώματα: η Κομμούνα, η Νομοθετική και το Εκτελεστικό Συμβούλιο.
Και τα τρία έπαιρναν μέτρα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το ένα το άλλο. Κυριάρχησε ένα είδος μεταβατικής δικτατορίας που δεν πήρε καμιά οριστική μορφή και δεν έγινε ούτε θεσμός, ούτε εκφράστηκε από μια προσωπικότητα ή από μια τάξη.
Στις 10 Αυγούστου η Νομοθετική έστειλε δώδεκα μέλη της:
«Με τη δικαιοδοσία να παύσουν προσωρινά τόσο στρατηγούς, όσο και άλλους αξιωματικούς και υπαλλήλους, πολιτικούς και στρατιωτικούς».
Το Εκτελεστικό Συμβούλιο έστειλε στους νομούς εντεταλμένους, που διάλεξε ο Νταντόν από τους αρχηγούς των παρισινών επαναστατών.
Η Κομμούνα ζήτησε τη δημιουργία ενός Έκτακτου Δικαστηρίου για την καταδίκη των αντεπαναστατών. Η Νομοθετική ενέδωσε απρόθυμα στις 17/8.Η Κομμούνα από τη μεριά της έστειλε επιτρόπους που συλλάμβαναν τους ύποπτους, συνιστούσαν επιτροπές επαγρύπνησης και προχωρούσαν στην εκκαθάριση των αρχών.
Απαίτησε απ’ όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων και των ιερέων, όρκο στην ελευθερία και την ισότητα κι εξουσιοδότησε την Κομμούνα να διεξαγάγει έρευνες για όπλα που βρίσκονταν στην κατοχή υπόπτων.
Σταδιακά το Παρίσι περιήλθε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Στις 26/8 η πρωτεύουσα πληροφορήθηκε την αμαχητί παράδοση του οχυρού Λονγκβί στους Πρώσους.Ταυτόχρονα διαδόθηκε η είδηση για μια φιλοβασιλική ανταρσία στη Βανδέα. Ο εχθρός βρισκόταν παντού.
Η Κομμούνα προηγήθηκε στις αμυντικές προσπάθειες. Έβαλε να ανοιχτούν τάφροι έξω από την πόλη, να σφυρηλατηθούν 30.000 λόγχες, να αφοπλίσουν τους ύποπτους για να εξοπλίσουν τους εθελοντές.
Ο Ρολάν κι οι αρχηγοί των Γιρονδίνων θεωρούσαν τη στρατιωτική κατάσταση απελπιστική και σκεφτόντουσαν να εγκαταλείψουν το Παρίσι αλλά ο Νταντόν αρνήθηκε:
«Ρολάν, πρόσεξε, μην κάνεις λόγο για φυγή. Φυλάξου μη σ’ ακούσει ο λαός!»
Οι έρευνες στα σπίτια άρχισαν στις 30/8 και κράτησαν δύο μέρες. Ακολούθησαν 3.000 συλλήψεις. Στις 2 Σεπτέμβρη στις 9 φυλακές της πόλης ήταν περίπου 2.800 άτομα.
Τότε έφτασε στο Παρίσι η είδηση της περικύκλωσης του Βερντέν, του τελευταίου οχυρού ανάμεσα στα σύνορα και την πρωτεύουσα.
Αμέσως η Κομμούνα απηύθυνε έκκληση στους κατοίκους του Παρισιού:
«Στα όπλα, πολίτες, στα όπλα, ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών!»
Οι διαβάσεις έκλεισαν, οι μάχιμοι άντρες συγκεντρώθηκαν στο Πεδίο του Άρεως για να σχηματίσουν τάγματα πεζικού.
Τα μέλη της Κομμούνας στάλθηκαν βιαστικά στους τομείς τους:
«Για να εκθέσουν στους συμπολίτες τους κινδύνους για την πατρίδα και τις προδοσίες που την περιστοιχίζουν».
Μέσα σ’ αυτή την οξυμένη ατμόσφαιρα αυξήθηκε κι η νευρικότητα. Οι εθελοντές ήταν έτοιμοι να πάνε στο μέτωπο. Ο Μαρά τους συμβούλευσε να μην εγκαταλείψουν το Παρίσι πριν να ξεμπερδέψουν με τους εχθρούς του λαού.
Κυκλοφορούσαν φήμες ότι μετά την αναχώρησή τους οι φυλακισμένοι θα δραπέτευαν για να βοηθήσουν τον εχθρό. Έτσι συνέβησαν τα «σεπτεμβριανά».
Στις 2 Σεπτέμβρη, σκότωσαν ανυπότακτους, στο δρόμο προς τη φυλακή, ενώ ήταν υπό φρούρηση. Ένα πλήθος κινήθηκε προς τη φυλακή Καρμ, όπου είχαν μεταφερθεί πολυάριθμοι ανώμοτοι και τους εκτέλεσαν κι αυτούς.
Μετά ακολούθησαν οι κρατούμενοι της φυλακής Αμπέ. Στη συνέχεια η επιτροπή επαγρύπνησης της Κομμούνας συγκρότησε λαϊκά δικαστήρια.
Ένας επίτροπος της Κομμούνας δήλωσε τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτέμβρη:
«Ο λαός απένειμε και δικαιοσύνη, παίρνοντας την εκδίκησή του».
Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες και στις άλλες φυλακές. Συνολικά εκτελέστηκαν πάνω από 1.100 κρατούμενοι, από τους οποίους σχεδόν τα 3/4 δεν ήταν πολιτικοί εγκληματίες. Οι αρχές σώπαιναν.
Οι τρομοκρατημένοι Γιρονδίνοι στη Νομοθετική αισθάνονταν ότι απειλούνταν. Ο Νταντόν ως υπουργός Δικαιοσύνης δεν αναμείχθηκε. Η επιτροπή επαγρύπνησης της Κομμούνας δικαιολόγησε τη στάση της και κάλεσε όλο το έθνος να μιμηθεί:
«Αυτό το τόσο αναγκαίο μέτρο για την προστασία της δημόσιας ωφέλειας» που είναι απαραίτητο «προκειμένου να ανακόψουμε με τη βοήθεια της τρομοκρατίας τις λεγεώνες των προδοτών που κρύβονται μέσα από τα τείχη μας τη στιγμή που ο λαός μας ετοιμάζεται να βαδίσει εναντίον του εχθρού».
Τα σεπτεμβριανά θα πρέπει να εξεταστούν σε συνάρτηση με την κατάσταση που επικρατούσε όταν συνέβησαν.
Η πρωσική εισβολή δεν είχε αποτελέσει μόνο μέγιστο κίνδυνο. Έγινε αισθητή κι από τις λαϊκές μάζες σαν τέτοιος.
«Θα ’πρεπε να εμποδιστούν οι εχθροί να φτάσουν στην πρωτεύουσα», έγραφε ο δραγόνος Marquant στο ημερολόγιό του (12/9):
«Όπου θα στραγγαλίσουν τους νομοθέτες μας και θα δώσουν πίσω στον Λουδοβίκο Καπέτο το σιδερένιο σκήπτρο του, σε μας όμως θα επιστρέψουν τις αλυσίδες μας».
Στο βαθμό που αύξαινε ο φόβος μπροστά στους εισβολείς, ογκωνόταν το μίσος για τον εσωτερικό εχθρό. Ήταν ένα ταξικό μίσος, και όχι μόνο ανάμεσα στους αβράκωτους του Παρισιού.
Η ταραχή ήταν τρομερή στα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζούσαν από την εργασία τους, που είχαν φορτωθεί όλα τα βάρη του παλιού οικοδομήματος, που είχαν αναγκαστεί να υπομένουν αιώνες από πατέρα σε γιο αθλιότητα, καταπίεση και περιφρόνηση.
***
Από το βιβλίο των Βάλτερ Μαρκόφ – Αλμπέρ Σομπούλ 1789 – Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων, εκδόσεις Σ.Ε.
Πηγή: Ροβεσπιέρος