Τον Απρίλη του 1914, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη είχε ήδη λάβει το μήνυμα. Οι μειονότητες ήταν πηγή προστριβών, έλεγε στην ενημέρωσή του προς το Παρίσι, και εφόσον δεν μπορούσαν να συμβιώσουν ειρηνικά, έπρεπε να ξεριζωθούν και να μετακομιστούν στην αρχική της εστία η καθεμιά:
Η βαλκανική χερσόνησος στο σύνολό της είναι αυτή τη στιγμή το θέατρο φρικαλεοτήτων που μπορούν να συγκριθούν μ’ εκείνες που συνοδεύουν τις μεγάλες μεταναστεύσεις των λαών: οι φρικαλεότητες αυτές ήταν η λογική συνέπεια των πρόσφατων γεγονότων δυστυχώς, ο μόνος ίσως τρόπος να τεθεί τέρμα μια για πάντα στην αταξία και στην αναρχία, στους φόνους και στις διαρπαγές που λυμαίνονται την Ευρωπαϊκή Τουρκία, είναι να ξαναμοιραστούν ο βαλκανικοί πληθυσμοί κατά εθνότητα μεταξύ των διαφόρων κρατών, στα οποία διαιρέθηκε η Ευρωπαϊκή Τουρκία στο Βουκουρέστι. Είναι μια θλιβερή- αλλά οριστική άρση μιας κατάστασης, για την οποία ούτε η Τουρκία ούτε Ευρώπη έχουν βρει γιατρειά, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα.
Μια περιορισμένη ανταλλαγή πληθυσμών, που αφορούσε τα χωριά κατά μήκος της νέας τουρκοβουλγαρικής μεθορίου, είχε συμφωνηθεί από τις δύο κυβερνήσεις το Νοέμβρη του 1913. Την επόμενη άνοιξη, αφού οι οθωμανικές αρχές είχαν προσπαθήσει να εκκαθαρίσουν τμήμα της μικρασιατικής ακτογραμμής απελαύνοντας και εκτοπίζοντας τους Έλληνες κατοίκους, οι διπλωμάτες συζήτησαν την ιδέα μιας μερικής ανταλλαγής πληθυσμών, που θα κάλυπτε τους Μουσουλμάνους της Μακεδονίας και τους Έλληνες γύρω απ’ τη Σμύρνη.
Η αρχική ιδέα ήταν η ανταλλαγή να είναι υποχρεωτική, αν και η ελληνική πλευρά «αναχώρησε ως προς αυτό και οι συζητήσεις τερματίστηκαν με το ξέσπασμα Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βενιζέλος εντυπωσιάστηκε προφανώς από την ιδέα, γιατί την επόμενη χρονιά συνέταξε ένα προκαταρκτικό σχέδιο για μια τέτοια αμοιβαία χειρονομία με τη Βουλγαρία. Ακόμα και τότε όμως πολλοί αντιτάχθηκαν στη λογική της ανταλλαγής και την είδαν ως συνθηκολόγηση μπροστά στα χειρότερα ένστικτα της ανθρωπότητας.
Ο αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Χρυσόστομος, όταν έμαθε για τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες -οκτώ χρόνια αργότερα θα ήταν ο πρώτος από τους χιλιάδες Έλληνες που θα σκοτωνόταν στη λεηλασία της πόλης του-, κατάγγειλε με οργή ακόμα και ως σύλληψη το ακατανόητον και ανήκουστον και πρωτοφανές εις τα χρονικά της Ιστορίας ανθρωπομέτρημα και αντάλλαγμα, ως γίνεται εις τους ζωέμπορους δια τα άλογα, τα θρέμματα και τα κτήνη». Και πολλοί από εκείνους στους οποίους εφαρμόστηκε αργότερα η ανταλλαγή, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, συμμερίζονταν τα αισθήματά του: μια μεγάλη συνάντηση προσφύγων στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη του 1923 αντέδρασε στην είδηση της συμφωνίας της Λοζάνης, διαμαρτυρόμενη ότι η απόφαση ήταν «επαίσχυντος σωματεμπορία εις βάρος του σύγχρονου πολιτισμού».
Στα τέλη όμως του 1922 ο Βενιζέλος δεν είχε διάθεση ν’ ακούει τέτοια. Η αλήθεια ήταν ότι περισσότεροι από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες είχαν ήδη έρθει στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία τη στιγμή που υπογράφηκε η συμφωνία και δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να ξαναγυρίσουν ποτέ στις εστίες τους. Για την ελληνική πλευρά εκείνο που προείχε ήταν να τους στεγάσει, και στο μυαλό αυτό σήμαινε να διώξει τους Μουσουλμάνους που απόμεναν στη χώρα, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την περιουσία τους.
Αυτό βόλευε εξίσου το νέο καθεστώς της Τουρκίας: όχι μόνο θα νομιμοποιούνταν με αυτό τον τρόπο ο δικός του έλεγχος πάνω στην πολύ μεγαλύτερη περιουσία των Χριστιανών στην Ανατολία, αλλά θα χρειαζόταν και Μουσουλμάνους μετανάστες για να ξανακατοικήσουν τη γη και να απαλύνουν την τεράστια οικονομική αναστάτωση που μοιραία θα προκαλούσε η απώλεια τόσο πολλών Χριστιανών. Όπως το έθεσε ένας Τούρκος βουλευτής στη Βουλή της Άγκυρας: «Ο ερχομός κάθε ατόμου είναι πηγή πλούτου για μας· και η αναχώρηση κάθε ατόμου είναι ευλογία για μας!» Και για τις δύο πλευρές ήταν φανερό πως, αν οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας δεν έφευγαν από μόνοι τους, θα έπρεπε να υποχρεωθούν να φύγουν.
Για τη Θεσσαλονίκη επομένως η ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 συμπλήρωσε αυτό που είχε ξεκινήσει το 1912 -την απαλλοτρίωση και την εξαφάνιση της ομάδας που είχε δεσπόσει στη ζωή της τους προηγούμενους πέντε αιώνες. Παρόλο που η πόλη ήταν πια τότε κατά κύριο λόγο -και συνεχώς περισσότερο- ελληνική, τον Ιούλιο του 1923 παρέμενε ακόμα εκεί μια μουσουλμανική κοινότητα τουλάχιστον δεκαοκτώ χιλιάδων ανθρώπων. Αυτοί ήταν βαθιά δεμένοι με τον τόπο όπου είχαν γεννηθεί και, σύμφωνα με τις τοπικές ελληνικές αρχές, μόνο «λίγοι φανατικοί» ήθελαν πράγματι να φύγουν. Οι αδερφές του αποχωρούντος δημάρχου λεγόταν πως ήταν «απαρηγόρητες» που έπρεπε να εγκαταλείψουν το σπίτι τους.
«Όποτε ρωτούσαν οι δικοί μας τους ανταλλάξιμους αν ήταν ευχαριστημένοι που θα πήγαιναν στην Τουρκία», θυμόταν ο Κώστας Ταμανάς, «εκείνοι αποκρίνονταν περίλυποι: “Μπιλμέμ” (Δεν ξέρω)».
Και όμως, υπήρχαν πασιφανή κίνητρα για να τα μαζέψουν και να φύγουν
Το 1923 απαιτούνταν από τους Μουσουλμάνους αγρότες στα χωριά να προμηθεύουν στους νεοφερμένους Χριστιανούς πρόσφυγες τα πάντα, από τροφή έως κατάλυμα για ύπνο. Τα χωράφια και τα βόδια τους κατάσχονταν και μερικοί πρόσφυγες διαρρήγνυαν τα τζαμιά για να κλέψουν τα χαλιά. Άλλοι, όντας άποροι και με την ανάμνηση της μεταχείρισης που είχαν αντιμετωπίσει οι ίδιοι στη Μικρά Ασία, έβαζαν τους Μουσουλμάνους αγρότες να κουβαλάνε γι’ αυτούς νερό, ξύλα για τη φωτιά ή πέτρες. Γι’ αυτό λεγόταν ότι πολλοί τουρκόφωνοι αγρότες «λαχταρούσαν να φύγουν από την Ελλάδα».
Στην πόλη οι αρχές επέβλεπαν περισσότερο τα πράγματα, αλλά η πίεση των δεκάδων χιλιάδων νεοφερμένων ήταν ακατανίκητη. Στη γειτονιά του Μεσουτ Χασαν στο ανατολικό τμήμα της Πάνω Πόλης, για παράδειγμα, όπου τα θρησκευτικά ακίνητα που διαχειριζόταν ο μουφτής αποτελούσαν το ένα τρίτο όλης της διαθέσιμης γης, τα περισσότερα καταλήφθηκαν αμέσως από τους πρόσφυγες.
Οι ιδιοκτήτες προσέλαβαν φρουρούς για να σταματήσουν τις επιθέσεις, αλλά οι αριθμοί ήταν συντριπτικοί: το σπίτι του Τεσάλ δέχτηκε επίθεση ένα απόγεμα από πενήντα πρόσφυγες που όρμησαν μέσα και άρχισαν να μοιράζονται μεταξύ τους τα δωμάτια. Ο πατέρας του διαμαρτυρήθηκε στον γενικό διοικητή αυτοπροσώπως κι εκείνος έστειλε καμιά δεκαριά Έλληνες στρατιώτες να βγάλουν έξω τους καταληψίες, αλλά η θεραπεία ήταν προσωρινή και η οικογένεια, μετά από άλλη μια μπούκα, αναγκάστηκε τελικά να μοιραστεί το σπίτι της και να χρησιμοποιήσει τους νιόφερτους σαν προστάτες ενάντια σε περαιτέρω επιδρομές.
“Έπρεπε να δεχτούμε αυτούς τους ανθρώπους για να εμποδίσουμε κι άλλες τυχόν επιθέσεις», θυμάται ο Τεσάλ. «Ήμασταν τυχεροί που αυτοί ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Μιλούσαν τούρκικα και σέβονταν τα έθιμά μας και τον τρόπο ζωής μας Ζήσαμε ειρηνικά μαζί μ’ αυτή την οικογένεια, ώσπου φύγαμε από τη Σαλονικη.
Αν αυτή ήταν η κατάσταση που αντιμετώπιζε ένας πρώην βουλευτής του πού κοινοβουλίου, καταλαβαίνει ο καθένας ποια ήταν η μοίρα των Μουσουλμανων που δεν είχαν ανάλογες γνωριμίες.
«Τα δωμάτια άτινα εγκαταλείπουν οι απερχόμενοι δια Τουρκίαν Μουσουλμάνοι και τα οποία καταλαμβάνονται αυθαιρέτως και άνευ εγκρίσεως της υπηρεσίας θα εκκενώνονται αμέσως»,έλεγε μια ανακοίνωση το Γενάρη του 1924.
Έμεινε κενό γράμμα. Ενώ οι πρόσφυγες έπαιρναν τα πράγματα στα χέρια τους, άρχιζε να λειτουργεί ο γραφειοκρατικός μηχανισμός που είχε συστηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ως καταληκτική ημερομηνία για να φύγουν από τη χώρα οι Μουσουλμάνοι είχε οριστεί το τέλος του 1924, και μισές επιτροπές Ελλήνων, Τούρκων και διεθνών γραφειοκρατών επέβλεπαν τη διαδικασία της αποδημίας με όσο πιο εύτακτο τρόπο μπορούσαν. Επιτροπές αποτίμησης παραλάμβαναν τις περιουσιακές δηλώσεις των ιδιοκτητών σπιτιών που αποχωρούσαν και τρένα άρχισαν να φτάνουν από τη δυτική Μακεδονία με εκατοντάδες αγρότες σε κάθε δρομολόγιο, κουβαλώντας δώδεκα τόνους αποσκευές ανά συρμό, ώσπου η τουρκική κυβέρνηση θέσπισε ένα μέγιστο βάρος τα πράγματα που οι μετανάστες μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Από το Νοεμβρη του 1923 ατμόπλοια άρχισαν να μεταφέρουν τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες Μουσουλμάνους -πρώτα τους αγρότες και μετά τους αστούς.
Στο λιμάνι διαδραματίζονταν χαοτικές σκηνές: τη μια στιγμή έλεγαν στους Μουσουλμάνους ιδιοκτήτες σπιτιών ότι δεν μπορούσαν να πουλήσουν όσα πράγματα δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, την άλλη ότι μπορούσαν. Η συμφωνία είχε σαφώς την πρόθεση να είναι οριστική, αλλά ο Τούρκος πρόξενος -έβγαζε πύρινους λόγους στην προκυμαία κι έλεγε στους μετανάστες ότι σε δυο μήνες θα ήταν πάλι πίσω στα σπίτια τους». Απατεώνες εκμεταλλεύονταν φόβους των μεταναστών και δημιουργήθηκε μια ανθηρή αγορά πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων.
Ανάμεσα στις χιλιάδες που έφτασαν στις αποβάθρες και πολλοί Μουσουλμάνοι της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίοι είχαν πούλησε τα σπίτια τους και έλπιζαν ν’ αποκτήσουν γη στη Μικρά Ασία, που την είχαν αφήσει και Έλληνες φεύγοντας. Στο τέλος αυτοί έγιναν τόσο πολλοί ώστε η τουρκική κυβέρνηση διέταξε τους καπετάνιους να μην τους δέχονται στα πλοία. Στ το πρόγραμμα των αναχωρήσεων καθυστέρησε, γιατί η κεμαλική κυβέρνηση προσπαθούσε να βρει τουρκικά καράβια για να κάνει τις επιβιβάσεις.
Η Θεσσαλονίκη η ίδια βίωσε σχετικά λίγη βία, αν και η απειλή της ήταν πανταχού παρούσα- από την άλλη, μέσα σ’ όλη αυτή την απελπισία, την έσχατη φτώχεια, την πολιτική αβεβαιότητα και την αναστάτωση της πόλης, ευδοκίμησαν οι εγκληματικές συμμορίες. Έλληνες πρόσφυγες διέρρηξαν ένα τουρκικό τυροκομείο κι έκλεψαν μερικά μεγάλα κεφάλια τυρί, αφήνοντας πίσω τους ένα απολογητικό σημείωμα:
«Δε μας φοβίζει ο θάνατος, μονάχα η πείνα -παιδιά μας, που κι αυτά πεινάνε».
Όταν άλλοι πρόσφυγες αγόρασαν αγελάδες από ένα Μουσουλμάνο νοικοκύρη -γιατί τον καιρό εκείνο οι αγρότες πουλούσαν ακόμα φρέσκο γάλα μέσα στην πόλη-, ο πωλητής καυχήθηκε υπερβολικά δυνατά στην τοπική ταβέρνα για την υψηλή τιμή που είχε πετύχει, και την νύχτα αυτός και η γυναίκα του δολοφονήθηκαν στα κρεβάτια τους.
Τέτοιου είδους φονικά ήταν σπάνια, και ως τα σήμερα ακόμα οι ηλικιωμένοι Μουσουλμάνοι από την Ελλάδα θυμούνται την Έξοδο σαν μια ειρηνική καταβάσιν υπόθεση. Οι μικτές ελληνοτουρκικές επιτροπές πράγματι προσπαθούσαν να προστατεύσουν τους μετανάστες, επιτρέποντάς τους να πουλούν την περιουσία τους προτού φύγουν και να υποβάλλουν τις εκτιμήσεις τους για το τι άφησαν πίσω τους. Πολλοί μάλιστα Έλληνες πρόσφυγες της πόλης αντιδρούσαν οργισμένα σ’ αυτό, γιατί η βίαιη και χαώδης δική τους εσπευσμένη έξοδος από τη Μικρασία δεν είχε επιτρέψει μια τέτοια σωστή τακτοποίηση των υποθέσεων τους.
«Όταν βλέπουμε τους Τούρκους της Θεσσαλονίκης να φεύγουν από τη χώρα, με τη μουσική να παίζει και κουβαλώντας όλα τους τα υπάρχοντα, τα χρήματα και τα κειμήλια», διαμαρτυρόταν μια ομάδα προσφύγων, «δεν καταλαβαίνουμε το λόγο αυτής της διαφορετικής μεταχείρισης».
Άλλοι παραπονιόνταν ότι οι αποχωρούντες Μουσουλμάνοι μπορούσαν «να πάρουν μαζί τους τα γαϊδούρια τους, ακόμα και τους σκύλους τους, τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους και γενικά οτιδήποτε είναι σε θέση να κουβαλήσουν». Κατ’ αυτούς, η συμφωνία της ανταλλαγής είχε καταστήσει δικό τους το οικιστικό κεφάλαιο των Μουσουλμάνων της πόλης: οτιδήποτε αφαιρούνταν απ’ αυτό σήμαινε κάτι λιγότερο για τους Έλληνες. Οι οργανώσεις τους πίεσαν τις τοπικές αρχές να επιταχύνουν την αποχώρηση των Τούρκων και απείλησαν τα μέλη της επιτροπής που ρύθμιζαν τα της Εξόδου ότι, αν παρατραβούσαν τις θερινές τους διακοπές, θα έπαιρναν τα πράγματα στα χέρια τους.
«Να φύγουν οι Τούρκοι», απαίτησαν τον Αύγουστο. «Κάθε καθυστέρηση της ανταλλαγής είναι βαρύτατο πλήγμα κατά των προσφύγων μας και εν γένει όλων των Ελλήνων. Τρίτος χειμών δεν πρέπει να παρέλθη με την θλιβερότητα αυτήν».
Τα ατμόπλοια επιβίβαζαν επτά χιλιάδες άτομα την εβδομάδα, και 111.000 είχαν φύγει από τη Θεσσαλονίκη ως τα τέλη Δεκεμβρίου. Όταν έφταναν στη Σμύρνη ή στην Κωνσταντινούπολη, τους καλωσόριζαν με «τσάι και γλυκά, λόγους και σημαίες», κι ύστερα τους έστελναν στα ενδότερα. Η κυβέρνηση του Ατατούρκ προσπάθησε να οργανώσει τον ερχομό τους και να τους ορίσει τόπους εγκατάστασης, παρέχοντας και δάνεια στους πιο φτωχούς. Και πάλι όμως, συχνά τους περίμενε η απογοήτευση και διαπίστωναν ότι
«δεν είχαν ούτε σπίτι, ούτε τροφή, ούτε χρήματα, ούτε κάποιον τρόπο να ποριστούν τα αναγκαία της ζωής».
Θέλοντας πάση θυσία να μείνουν, μερικοί «ανταλλάξιμοι» [όπως τους είχαν βαφτίσει] προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις επαφές που είχαν δημιουργήσει με Έλληνες στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Ένας μπέης μάταια ζητούσε τη βοήθεια ενός Έλληνα πρώην αρχηγού σώματος, τον οποίο είχε βοηθήσει να κρυφτεί χρόνια πριν από τις οθωμανικές αρχές: ο Έλληνας λέει στ’ απομνημονεύματα του ότι προσπαθούσε ακόμα να πετύχει την εξαίρεση του φίλου του, όταν έμαθε πως είχε ήδη μπαρκάρει για την Τουρκία.
Άλλοι Μουσουλμάνοι τόνιζαν τις αντικεμαλικές τους περγαμηνές, γιατί συνέβαιναν πράγματα στην ίδια την Τουρκία που πολλοί απ’ αυτούς τα αποδοκίμαζαν, όπως η κατάλυση της αυτοκρατορίας και η εξορία του τελευταίου σουλτάνου (μάλιστα ο τελευταίος Οθωμανός σεϊχονλισλάμης, ένας διαπρύσιος αντικεμαλικός, διέφυγε στην Ελλάδα). Γι’ αυτούς τους «παλαιότουρκους», ο όρος «Οθωμανός» ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό συνώνυμο του Μουσουλμάνου, και δεν τους άρεσαν τα σουσούμια του νέου κοσμικού αβασίλευτου καθεστώτος του Ατατουρκ. Κάτω από την πίεση της επερχόμενης αναχώρησής τους, ξέσπασαν σφοδρές έριδες ανάμεσα στους «παλαιότουρκους» και τους «Νεότουρκους». Στο Χαιμζα Μπέη τζαμί οι κεμαλικοί εξοργίζονταν με τις οθωμανίζουσες τάσεις του μουφτή· -προσευχόταν υπέρ του εκθρονισμένου σουλτάνου- και τον κατηγορούσαν ότι ήταν ανδρείκελο των Ελλήνων και πολέμιος της «Οθωμανικής δημοκρατίας», όπως την αποκαλούσαν.
Οι ιστορικοί δε βρήκαν πολλά πράματα να πουν γι’ αυτούς τους Μουσουλμάνους που πενθούσαν το χαμό της αυτοκρατορίας και ήταν αντίθετοι στην ίδρυση του νέου τουρκικού κράτους. Το ως ποιο σημείο μπορούσε να φτάσε η αντίθεση στον κεμαλισμό το δείχνει η περίπτωση του Αλί Σαμί Μπέη, ενός πενηντάρη πρώην συνταγματάρχη, φωτογράφου της Αυλής και υπασπιστή -σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ.
Ο Σαμί Μπέης είχε απ’ ότι φαίνεται ακολουθήσει τον εξόριστο σουλτάνο του στη Θεσσαλονίκη και παραμείνει εκεί μετά το 1911 εκδίδοντας μια εφημερίδα ονόματι Δικαιοσύνη, που διακήρυττε στα χρόνια του πολέμου ότι ήταν «υποστηρίκτρια της Αντάντ και προστάτισσα του Ισλάμ και των Ελλήνων». Στη Μικρασιατική εκστρατεία πολέμησε υπέρ των Ελλήνων και οργάνωσε μια παράνομη αντικεμαλική αντιστασιακή οργάνωση.
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη το 1924 ξανάρχισε να εκδίδει την εφημερίδα του. Το ίδιο εκείνο μήνα -με την προθεσμία για την τελική εκκένωση να πλησιάζει γρήγορα- προσέγγισε το διοικητή της πόλης και του παραπονέθηκε ότι ο μουφτής σχεδίαζε αποχωρώντας να πάρει μαζί του τα χαλιά του Χαμζά τζαμιού: ο Σαμι Μπέης ζήτησε τα χαλιά και το ίδιο το τζαμί να παραμείνουν ως είχαν στην πόλη, για να χρησιμοποιηθούν από τους «πολλούς Οθωμανούς ξένης υπηκοότητας πέραν των αντικεμαλικών, τους Τσερκέζους, τους Αλβανούς και τους άλλους”. που θα έμεναν.
Αλλά τα σχέδια να διοριστεί Αλβανός μουφτής ναυάγησαν όταν οι Έλληνες πρόσφυγες διαμαρτυρήθηκαν ότι έπρεπε και το ίδιο το τζαμί να μετρήσει σαν «ανταλλάξιμη περιουσία»· παρέμεινε ανοιχτό για λίγο αφού πια είχαν μπαρκάρει, και οι τελευταίοι Μουσουλμάνοι, αλλά τον Ιούνιο του 1925 δεν είχε απομείνει κανείς για να προσευχηθεί εκεί και μετατράπηκε σε τηλεφωνικό κέντρο.
Ο ίδιος ο Σαμί Μπέης ήταν ένας από τους ελάχιστους Μουσουλμάνους που τους επιτράπηκε να μείνουν. Άνοιξε φωτογραφικό εργαστήριο -τη βιτρίνα του τη στόλιζε η φωτογραφία ενός δερβίση με μια βελόνα περασμένη στα μαγουλά του- και μεταξύ 1925 και 1927 τράβηξε μια θαυμάσια σειρά από πανοραμικές φωτογραφίες των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Λίγο μετά φαίνεται πως εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη για τα καλά και μετακόμισε στη νότια Ελλάδα.
Η Εξοδος ολοκληρώθηκε ακριβώς μέσα στις προθεσμίες. «Εξοχότης!» έγραψε ενημερωτικά ο εντεταλμένος Γάλλος αρμόδιος στον γενικό διοικητή Μακεδονίας.«Έχουμε την τιμή να επιστήσουμε την προσοχή σας στο γεγονός ότι η τελευταία αποστολή ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων από αυτή την πόλη αναχώρησε για την Τουρκία στις 26 Δεκεμβρίου και ότι η εκκένωση της πόλης της Θεσσαλονίκης απ’ όλους τους Μουσουλμάνους μπορεί να θεωρηθεί ως απολύτως περατωθείσα από την ανωτέρω ημερομηνία. Το μόνο που απόμενε ήταν να καταμετρηθούν οι Μουσουλμάνοι που είχαν παραμείνει. Λίγο αργότερα τοπικός τύπος ανακοίνωνε’:
Δεδομένου ότι η προθεσμία που είχαν οι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι να εγκαταλείψουν την πόλη της Θεσσαλονίκης εξέπνευσε στις 26 Δεκεμβρίου, μας πληροφορούν ότι θα γίνει λεπτομερής απογραφή όσων παρέμειναν μετά απ’ αυτή την ημερομηνία… Όσοι δεν έχουν ειδική άδεια παραμονής για συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα εξαναγκαστούν να αποχωρήσουν γρήγορα. Όσοι έχουν άδεια μπορούν να μείνουν όχι περισσότερο από 5-6 μήνες.
Στα τέλη Γενάρη του 1925 ο αρχηγός της αστυνομίας συνόψισε τ’ αποτελέσματα. Από τα 97 ονόματα που είχε στον κατάλογό του, οι 78 ήταν ξένοι υπήκοοι, κυρίως Σέρβοι που πουλούσαν τρόφιμα και Αλβανοί (άντρες της ασφάλειας των προξενείων οι περισσότεροι, δηλαδή καβάσηδες)· 12 έπρεπε να φύγουν και είχαν καθυστερήσει για «άγνωστους λόγους», και 7 ήταν άγνωστης ιθαγένειας ή ζητούσαν να εξαιρεθούν για ειδικούς λόγους· οι περισσότεροι ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες ή βιομήχανοι που προσπαθούσαν ν’ αποκτήσουν αλβανικά χαρτιά, που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να παραμείνουν στην Ελλάδα.
Το ζήτημα του ποιος έπρεπε να λογίζεται Αλβανός βασάνισε τις ελληνικές αρχές εκτός των άλλων και γιατί τον ισχυρισμό αυτόν μπορούσε να τον προβάλει μια πολύ υψηλή αναλογία των Μουσουλμάνων της πόλης. Στο τέλος αποφασίστηκε ότι τα βασικά κριτήρια ήταν η διαμονή στην Ελλάδα, η μουσουλμανική πίστη, η γέννηση του πατέρα στην Αλβανία και η απουσία «τουρκικής συνείδησης», όπως την ονόμασαν.
Με αυτό τον τρόπο μια χούφτα έγκριτοι Ντονμέδες κατάφεραν να μεθοδεύσουν την απαλλαγή τους· ανάμεσά τους ήταν και ο Αχμέτ Καπαντζης γόνος μιας από τις κορυφαίες οικογένειες της υστεροοθωμανικής πόλης. π ου η θαυμάσια μπελ-επόκ βίλα του μετατράπηκε σε τοπικό αρχηγείο του ΝΑΤΟ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τρεις μήνες η αστυνομία προσπαθούσε να ξετρυπώσει αδέσποτους Μουσουλμάνους: ο Σακί Αμπντουλά και ο Σαΐμ Εκρεμ δεν εξαιρέθηκαν και έλαβαν εντολή να φύγουν από την πόλη μέσα σε δέκα μέρες· ο Αλή Τερζή ήταν στα Βοδενά, ο Φαΐς Μουσταφά στην Αθήνα και ο Χακι Μπεκίρ είχε εξαφανιστεί. Μερικοί είχαν φύγει για την Αλβανία. Δύο ισχυρίζονταν πως ήταν «Κιρκάσιοι», όρος που μπέρδεψε την αστυνομία και την έκανε να ζητά περαιτέρω οδηγίες.
Ουσιαστικά όμως τότε πια όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει για την Τουρκία, όπου η νέα αβασίλευτη δημοκρατία του Κεμάλ Ατατούρκ θα τους μετέτρεπε από Μουσουλμάνους, όπως χαρακτήριζαν άλλοτε τον -εαυτό τους οι περισσότεροι, σε Τούρκους.
***