Σύμφωνα με μία -μάλλον αποθαρρυντική για νέους επιστήμονες- βρετανική έρευνα, τη μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα.
Πολλές ώρες εργασίας, συχνά περιστατικά εκφοβισμού από επιθετικούς ή σεξιστικούς προϊστάμενους, διακρίσεις, εκμετάλλευση από ανωτέρους, καθώς επίσης «σοκαριστικό» στρες και αίσθημα ανασφάλειας που επιβαρύνουν την ψυχική υγεία, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της δουλειάς των ερευνητών, σύμφωνα με μία -μάλλον αποθαρρυντική για νέους επιστήμονες- βρετανική έρευνα, τη μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα.
Η μελέτη από τον επιστημονικό βιοϊατρικό οργανισμό Wellcome Trust έθεσε στο μικροσκόπιο την «ερευνητική κουλτούρα» στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις, ομαδικά εργαστήρια και διαδικτυακά ερωτηματολόγια που αφορούσαν συνολικά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 4.267 ερευνητών, από τους οποίους τα τρία τέταρτα εργάζονταν στη Βρετανία και το 60% ήταν γυναίκες.
Διαπιστώθηκε ότι το 61% είχαν γίνει μάρτυρες -και το 43% είχαν προσωπική σε βάρος τους εμπειρία- εκφοβισμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης. Σχεδόν το ένα τρίτο εργάζονται περισσότερες από 50 ώρες την εβδομάδα, το 57% δήλωσαν ότι στο εργασιακό περιβάλλον τους επικρατεί μία νοοτροπία υπερωριακής εργασίας και το 47% νιώθουν πίεση να εργαστούν κι εκείνοι πολλές ώρες. Το 70% δήλωσαν ότι νιώθουν στρεσαρισμένοι στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας.
«Ο μεγάλος φόρτος εργασίας και τα μακρά ωράρια φαίνεται πως θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα της ζωής των ερευνητών, όμως η επίπτωσή τους στην ψυχική υγεία των ερευνητών χειροτερεύει, καθώς οι εργασιακές απαιτήσεις και ο ανταγωνισμός αυξάνουν», σύμφωνα με τη μελέτη.
Οι ολοένα μεγαλύτερες πιέσεις που νιώθουν στην καριέρα τους οι ερευνητές, προκειμένου να κάνουν επιστημονικές δημοσιεύσεις και να αποδείξουν ότι η έρευνα τους έχει αντίκτυπο, έχει επιδεινώσει το πρόβλημα. Επίσης, μεγάλη επιβάρυνση αποτελεί ο μεγάλος χρόνος γραφειοκρατικής εργασίας που αφιερώνουν οι ερευνητές για να ετοιμάσουν αιτήσεις χρηματοδότησης από ευρωπαϊκά και άλλα προγράμματα.
«Τα ευρήματα αποτυπώνουν ένα σοκαριστικό πορτρέτο του ερευνητικού περιβάλλοντος και πρέπει όλοι να βοηθήσουμε για να αλλάξει», ανέφερε ο διευθυντής του Wellcome, Τζέρεμι Φάραρ, σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς».
Μόνο το 37% των ερευνητών δήλωσαν ότι δεν έχουν πρόβλημα να μιλήσουν ανοιχτά για τα προβλήματα εκφοβισμού ή διακρίσεων στο εργασιακό περιβάλλον τους, καθώς οι περισσότεροι φοβούνται μήπως επηρεαστεί αρνητικά η καριέρα τους, αν διαμαρτυρηθούν ή κάνουν καταγγελίες. Η μελέτη αναδεικνύει ένα συχνά τοξικό και ιεραρχικό περιβάλλον, όπου οι προϊστάμενοι δεν κάνουν ποτέ λάθος και οι υφιστάμενοι «τραβάνε κουπί» αδιαμαρτύρητα. Σύμφωνα με την έρευνα, παρά τις δυσκολίες, το 84% των ερευνητών νιώθουν υπερήφανοι για τη δουλειά τους, όμως το 29% νιώθουν ασφαλείς στη θέση τους.
Μία από τις πολλές Ελληνίδες που έκαναν ή ακόμη κάνουν έρευνα στη Βρετανία, η ειδική στην περιβαλλοντική τοξικολογία Κατερίνα Καδέμογλου, γεννημένη στις Σέρρες το 1986, με διδακτορικό από το βρετανικό Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, η οποία έφυγε (λόγω και Brexit) και πλέον εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Μάζαρικ της Τσεχίας, δήλωσε στη «Γκάρντιαν» ότι, η ζωή ως επιστήμονας στη Βρετανία είχε επίπτωση στην ψυχική και σωματική υγεία της, στην προσωπική ζωή της και στις κοινωνικές δεξιότητες της. «Για να αναπτυχθούμε, χρειαζόμαστε νοοτροπία ένταξης και συμπερίληψης, το αίσθημα ότι ανήκουμε, ένα ενδιαφέρον εργασιακό περιβάλλον και υποστήριξη», τόνισε σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.