Oι επικούρειοι συγγραφείς ήταν μοιραίο να εξαφανιστούν καθώς υπήρξαν αντικείμενο περιφρόνησης από τις άλλες φιλοσοφικές σχολές και αντικείμενο μανιώδους πολεμικής από τους χριστιανούς. Στους τελευταίους, που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο για τον καθορισμό της σωτηρίας ή της καταδίκης της «βέβηλης» λογοτεχνίας, οι επικούρειοι ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστοι: ίσως όχι τόσο για τη «σκανδαλώδη» θεωρία τους περί ηδονής, όσο για τη θεολογία τους.
Πράγματι, αποδείκνυε ότι υπήρχαν κι άλλες οδοί, όχι μόνο εκείνη των χριστιανών, για να υποβάλεις σε κριτική την παραδοσιακή θρησκεία του δωδεκάθεου. Και γνωρίζουμε όλοι πως τίποτα δεν είναι πιο μισητό απ’ ό,τι βρίσκεται πλησιέστερα σε εσένα, αλλά μπορεί να αποδειχτεί ανταγωνιστικό όσον αφορά το σκοπό σου. Μήπως δεν είμαστε πιο σκληροί απέναντι στους «αιρετικούς» παρά στους αντιπάλους μας;
Σε αυτό το πολύ δυσμενές κλίμα, φαίνεται ότι θα γλίτωνε μόνο ένας συγγραφέας με δεδηλωμένη επικούρεια πίστη, ο ποιητής Λουκρήτιος. Μυστηριώδης φυσιογνωμία, με μεγάλο κύρος στη Ρώμη του 1ου π.Χ. αιώνα, στον κύκλο του Κικέρωνα και του φίλου του Αττικού. Ένας ποιητής, λοιπόν, κι όχι κάποιος που γράφει πραγματείες. Ένας ποιητής, ο οποίος οφείλει τη σωτηρία του στη δύναμη της δημιουργίας του. Ο Βιργίλιος, ο Προπέρτιος, ο Οβίδιος, ο Οράτιος διάβασαν το έργο του. Μόνο ο Οβίδιος όμως τόλμησε να τον επαινέσει ξεκάθαρα.
Ο βησιγότθος βασιλιάς Sisebut και ο λόγιος χριστιανός Ισίδωρος από τη Σεβίλη τον μελέτησαν και τον μιμήθηκαν. Έφτασε έτσι στον Μεσαίωνα και, από καλή τύχη, δύο χειρόγραφα της εποχής του Καρλομάγνου με τα κείμενά του σώθηκαν και αντιγράφηκαν. Ο Λουκρήτιος τα κατάφερε, στον αγώνα ενάντια στο ναυάγιο των αρχαίων που δεν ήταν αγαπητοί στη νέα «μοναδική σκέψη», χάρη στην υπέροχη εξαμετρική του ποίηση και στο μεστό επιστημονικό περιεχόμενο των σελίδων του.
Στις αρχές του 4ου αιώνα, ο Lattanzio, αμείλικτος χριστιανός, τον έβριζε αποκαλώντας τον «τρελό»· κατά πάσα πιθανότητα όμως επέκρινε τον λατίνο ποιητή γιατί δεν είχε πια ένα κείμενο του Επίκουρου για να το κατηγορήσει απευθείας.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, γάλλοι και στη συνέχεια αυστριακοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν σε μια παράκτια περιοχή της Μικράς Ασίας, σχεδόν απέναντι από τη Ρόδο, αποσπάσματα επιγραφών ενός άγνωστου μέχρι τότε συγγραφέα, του Διογένη από τα Oινόανδα. Στην πόλη όπου ήταν σημαντικό πρόσωπο, ο Διογένης ζήτησε να χαράξουν στο περίστυλο της κεντρικής πλατείας τα επικούρεια κείμενά του και, κυρίως, τα γραπτά του μεγάλου δασκάλου και ιδρυτή της σχολής. Σήμερα, αυτά τα αποσπάσματα είναι δέκα φορές σπουδαιότερα από τη στιγμή της ανακάλυψής τους. Μία παρατήρηση όμως επιβάλλεται: ο Διογένης είναι ένας μέτριος ερανιστής και η σωτηρία του οφείλεται στην τύχη, όπως συμβαίνει συνήθως στην αρχαιολογία.
Υπήρχε όμως κι άλλος ένας λόγιος, ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ να ενδιαφέρει τους μελετητές και τους λογίους. Πρόσφερε σε δέκα καλογραμμένα βιβλία μια ιστορία της ελληνικής σκέψης από τον Θαλή μέχρι τον Πύρρωνα, και επισκίαζε, με τα βιογραφικά ανέκδοτα, την παρουσίαση των διδασκαλιών: ο Διογένης ο Λαέρτιος.
Ένας λόγιος ο οποίος σώθηκε για την ιστορικο-βιογραφική συγκρότηση της κοπιώδους εργασίας του, επειδή τη θεωρούσαν «πολύτιμο εγχειρίδιο», αλλά πίσω από αυτή τη συγκρότηση έκρυβε, τρόπος του λέγειν, ή έθετε σε δεύτερο επίπεδο τη φιλοσοφική του τάση. Αφιέρωσε ολόκληρο το δέκατο βιβλίο, το τελευταίο του έργου του Βίοι φιλοσόφων, στον Επίκουρο. Έτσι, ολόκληρη η πραγματεία του κορυφώνεται με τον Επίκουρο. Και με επιδέξιο τρόπο άφηνε να αναδυθεί η επιλογή του σε ένα παιχνίδι απόψεων (η έκφραση είναι χιουμοριστική) με την περιπαθή, πλατωνική προσφώνησή του.
Τέλος πάντων, ο Διογένης ο Λαέρτιος είναι ο άλλος «μεγάλος» επικούρειος της κλασικής λογοτεχνίας. Η αφοσίωσή του στον Επίκουρο είναι τέτοια, ώστε μεταβιβάζει στους μεταγενέστερους, στο βιβλίο που του αφιερώνει, ολόκληρα έργα, μεταγράφοντας και σχολιάζοντάς τα. Δεν το κάνει για κανέναν άλλο φιλόσοφο.
Και μόνο ο Πλάτων ―ο αγαπημένος φιλόσοφος της παραλήπτριάς του― αξίζει, όπως ο Επίκουρος, ένα ολόκληρο βιβλίο. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν. Λανθασμένα οι σύγχρονοι μελετητές αποδίδουν την απουσία αυτού του ουσιώδους στοιχείου στο «ημιτελές» και στο «ατελές» του έργου του. (Υπόθεση αυθαίρετη και συχνά αναπόδεικτη, που επικρέμεται σε μεγάλο μέρος του έργου, στο οποίο αποδίδονται μειονεκτήματα κάθε είδους που συχνά τα αποδίδουν στην ανεπάρκεια του συγγραφέα.) Αυτό το όνομα δεν έπρεπε να λείπει, για τον απλούστατο λόγο ότι, περίπου στη μέση του βιβλίου για τον Πλάτωνα, ο Διογένης αναφέρεται σε αυτή τη γυναίκα φιλόσοφο λεπτομερώς, επαινώντας τη βαθιά πραγματογνωσία της και την πνευματική της περιέργεια.
Ξέρει, λοιπόν, για ποια μιλάει. Ίσως το όνομα της γυναίκας να υπήρχε στον τίτλο. Μόνο που δεν τον έχουμε, γιατί το καλύτερο χειρόγραφο (το «Βουρβονικό», το οποίο βρίσκεται σε εκείνον το θησαυρό της παρακμής, δηλαδή την Εθνική Βιβλιοθήκη της Νάπολης) είναι ελλιπές· λείπει η πρώτη σελίδα. Και τα λιγότερο αξιόπιστα χειρόγραφα μας παρέχουν τίτλους ασαφείς και αντιφατικούς. Τώρα πια μπορούμε να καταλάβουμε, αφού διαθέτουμε επιτέλους μια κριτική έκδοση για το Βίοι φιλοσόφων 51.
Πρόκειται για ένα κείμενο που δεν κρύβει τα πιο σημαντικά στοιχεία, εκείνα που σχετίζονται με τους υπάρχοντες τίτλους στην αρχή και στο τέλος κάθε βιβλίου, στοιχεία θεμελιώδη και πλούσια σε ενδείξεις σχετικά με την ιστορία των αρχαίων κειμένων. Ο Marcovich μας προσφέρει τα αναγκαία στοιχεία και είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οι τίτλοι στα δικά μας χειρόγραφα, στην αρχή του έργου, δεν έχουν καμία πιθανότητα να αντιστοιχούν με εκείνους του συγγραφέα.
Ο Marcovich εισήγαγε μία άλλη σημαντική καινοτομία: χώρισε την έκδοση σε δύο τόμους. Στον πρώτο μάς δίνει το κείμενο, στον δεύτερο έχει θησαυρίσει λεπτομερώς όλες τις βυζαντινές πηγές, από τον Φώτιο μέχρι τον Σουίδα κ.ά., που αναφέρουν τον Διογένη. Επιτέλους, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πόσοι διάβασαν τον Διογένη και πώς τον χρησιμοποίησαν. Δεν θα αναφέρουμε τη σημαντική χρησιμότητα του δεύτερου τόμου για να αντλήσουμε κάθε όφελος από τον πρώτο. Το πέρασμα του Διογένη διαμέσου του ελληνικού και του λατινικού Μεσαίωνα (από τον Ενρίκο Αρίστιππο52 στον Walter του Burley53, στον Benzo της Αλεξάνδρειας) είναι μια κεφαλαιώδης ιστορία του δυτικού πολιτισμού.
Tο επικούρειο επίστρωμα ορισμένων διηγημάτων του Chaucer54 δεν θα γινόταν διαφορετικά κατανοητό. Το μελέτησε πρόσφατα ένας σπουδαίος βέλγος φιλόλογος, ο Paul Mertens. Ξέρουμε για το πασίγνωστο «ταξίδι» από την ανατολή προς τη δύση του Αριστοτέλη, μέχρι τον Guglielmo του Mοerbeke55 και τον Θωμά τον Ακινάτη. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε το ρόλο και τη βαρύτητα του Διογένη του Λαέρτιου.
Ποιος ήταν όμως ο Διογένης; Η περίοδος της ζωής του θα καθοριζόταν αν σκεφτούμε (όπως πιστεύω ότι είναι σωστό και όπως συμβούλεψε προσεκτικά αρκετά χρόνια πριν ο Vittorio Bartoletti) ότι ο φλωρεντινός πάπυρος 1488 περιέχει ένα απόσπασμα του Διογένη του Λαέρτιου και όχι μια πηγή του. Πάντως, ήταν Αλεξανδρινός, τουλάχιστον υιοθετημένος, αν όχι εκ γενετής. Διαφορετικά δεν θα έδινε τόση σημασία, αναφέροντάς τον στο τέλος του προοιμίου του, στον Ποτάμωνα τον Αλεξανδρέα, ήσσονα εκλεκτικό φιλόσοφο, τον οποίο το Λεξικό του Σουίδα συγχέει με τον ομώνυμο ιστορικό της εποχής του Τιβέριου.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει στον πρόλογο ότι «λίγο πριν (από αυτόν) ο Ποτάμων ο Aλεξανδρεύς επέδειξε το εκλεκτικό του εγχειρίδιο» [«Έτι δε προ ολίγου και εκλεκτική τις αίρεσις εισήχθη υπό Ποτάμωνος του Αλεξανδρέως» (Bίοι φιλοσόφων, 1, 21, 1)]. Κι εμείς θα θέλαμε να μάθουμε πότε έζησε ο Ποτάμων, πέρα από τις ανακρίβειες του Σουίδα. Ένα ίχνος έχουμε σε απόσπασμα του Αλεξάνδρου του Αφροδισιέως (έζησε στο τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα), ο οποίος αναφέρει τον Ποτάμωνα με την ευκαιρία ενός χωρίου του Αριστοτέλη. Τέλος πάντων, ο Ποτάμων δεν έζησε πολύ πριν από τον σπουδαίο Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα. Κι αυτό μας βοηθάει να τοποθετήσουμε τον Διογένη τον Λαέρτιο στο μέσον του αιώνα των Αντωνίνων ― ο τελευταίος ήρεμος της αυτοκρατορίας αλλά και με ενδείξεις παρακμής, όπως σωστά διέκρινε ο Gibbon56.
Ο τελευταίος κατεξοχήν συγκρητιστικός αιώνας, όπου η Πλωτίνα έβαλε να χαράξουν σε πέτρα τα γράμματα που έστελνε στον Αδριανό, τον υιοθετημένο γιο της, υποστηρίζοντας την ακόμη ζώσα και ενεργό επικούρειο σχολή. Ο ευφυής Gilles Ménage57, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά αρκετές γλώσσες (και τα ιταλικά, άγνωστη σήμερα γλώσσα στην κοντινή Γαλλία), έγραψε σημειώσεις για τον αγαπητό του Διογένη Λαέρτιο (1664) και, ανάμεσα στα άλλα, ανακάλυψε ότι ο Διογένης λέει κάπου, αφηγούμενος ένα ανέκδοτο για τον Αριστοτέλη, «έδωσε ελεημοσύνη»: έκφραση που υπάρχει μόνο σε χριστιανούς συγγραφείς.
Στην Αλεξάνδρεια, λόγιοι από διαφορετικές αιρέσεις και σχολές συναντιούνταν συχνά και αλληλοεπηρεάζονταν, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανών. Ορίστε γιατί είναι σχεδόν σίγουρο ότι σε ένα χωρίο του Τατιανού, δραστήριου απολογητή εκείνης της εποχής, διαβάζουμε μια αναφορά για τον Λαέρτιο, αυτόν που επεξεργάστηκε την εξιστόρηση των βίων των φιλοσόφων
***
- Πρόκειται για εκείνη του Miroslav Marcovich το 1999 που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Teubner της Στουτγκάρδης και της Λιψίας. Μετά την ελλιπή έκδοση του Long (Οξφόρδη, Clarendon Press, 1996), επιτέλους ένα κείμενο άξιο εμπιστοσύνης.
- Αρχιδιάκονος της Κατάνια, μετέφρασε έργα του Πλάτωνα τον 12ο αιώνα. (Σ.τ.M.)
- Άγγλος λόγιος του 13ου αιώνα. (Σ.τ.M.)
- Σημαντικός άγγλος συγγραφέας (1313 ή 1314-1366 ή 1367). (Σ.τ.M.)
- Φλαμανδός κληρικός, αρχιεπίσκοπος και λόγιος (1215-1286). (Σ.τ.M.)
- Edward Gibbon (1737-1794): ΄Aγγλος ιστορικός, ο σημαντικότερος του Διαφωτισμού. (Σ.τ.M.)
- Γάλλος λόγιος (1613-1692).
Εμείς και οι αρχαίοι – Λουτσιάνο Κανφορα – εκδόσεις Μεταίχμιο