Ο τίτλος του άρθρου παραξενεύει γιατί εμπεριέχει δύο λέξεις με ασύμβατες έννοιες. Ο σχεδιασμός προϋποθέτει τη δυνατότητα πρόβλεψης (με κάποιο βαθμό πιθανότητας) των μελλοντικών τάσεων και εξελίξεων, ενώ η λέξη “χάος” υπονοεί την πλήρη αταξία και κατά συνέπεια την αδυναμία οποιασδήποτε πρόβλεψης.
Του Δρ Κωνσταντίνου Λυμπερόπουλου
τ. Καθηγητής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Το χάος σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν το πρώτο στοιχείο της κοσμογονίας. Οι Ορφικοί θεωρούσαν το χάος ως δεύτερη αρχή του κόσμου μετά το χρόνο, ενώ ο Οβίδιος περιγράφει το χάος ως την πρωταρχική ύλη που εμπεριέχει τα σπέρματα των πάντων. Στην καθομιλουμένη ταυτίζεται με την έλλειψη τάξης, την αταξία, ενώ σύμφωνα με τον τομέα των μαθηματικών που αφορά τη θεωρία του χάους έχει εφαρμογές στη φυσική, στη βιολογία, στη μετεωρολογία, στα οικονομικά, κ.ά. Αφορά τη συμπεριφορά μη γραμμικών, δυναμικών συστημάτων που είναι αδύνατον να προβλεφθούν μακροχρόνια. Αυτά είναι μεν βραχυπρόθεσμα προβλέψιμα, μακροπρόθεσμα όμως δεν μπορούν να καθορισθούν με ακρίβεια λόγω αβεβαιοτήτων, σφαλμάτων, ανακριβών μετρήσεων, πληθώρας εξωσυστημικών παραγόντων και ανάδρασης.
Η άποψη ότι ο φυσικός κόσμος είναι αντανάκλαση της μαθηματικής τάξης και υπακούει στην αρμονία των αριθμών υποστηρίχθηκε από τον Πυθαγόρα και αναπτύχθηκε περαιτέρω στην Αναγέννηση από τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα και τον Καρτέσιο. Η ντετερμινιστική λογική βέβαια μπορεί γενικά να εφαρμοσθεί για την επεξήγηση σχετικά απλών προβλημάτων με λίγους βαθμούς ελευθερίας, ενώ για τα πολύ σύνθετα προβλήματα με πολλούς βαθμούς ελευθερίας εφαρμόζεται η επαγωγική στατιστική ανάλυση.
Από το τέλος του 19ου αιώνα διατυπώθηκαν από μαθηματικούς, φυσικούς, μετεωρολόγους και χημικούς (Henri Poincare, Edward Lorenz, Ilya Prigogine, Mantelbrot, κ.ά.) θεωρίες για τη μη προβλεψιμότητα μη γραμμικών συστημάτων για μακρά χρονικά διαστήματα. Αυτοί απέδειξαν ότι ελάχιστες παρεκκλίσεις από τις αρχικές υποθέσεις και τις συνθήκες ενός πολύπλοκου συστήματος μπορούν να οδηγήσουν σε τελείως διαφορετικά αποτελέσματα, δηλαδή σε χάος. Τα χαοτικά συστήματα που περιγράφονται μέσω μη γραμμικών εξισώσεων είναι βραχυπρόθεσμα αιτιοκρατικά, ενώ μακροπρόθεσμα χαρακτηρίζονται από μη προβλεπτικότητα.
Η θεωρία του χάους έδωσε τέλος στην ουτοπική αιτιοκρατική προβλεπτικότητα του Laplace, δημιουργώντας μια νέα ολιστική αντίληψη της φύσης. Στην κβαντομηχανική, η ενέργεια δεν θεωρείται συνεχής, αλλά εμφανίζεται σε απειροελάχιστα διακριτά κομμάτια, τα κβάντα. Εκτός από τον μικρόκοσμο όμως, το χάος συναντάται και στον μακρόκοσμο δεδομένου ότι δεν μπορούν να γίνουν ακριβείς προβλέψεις για τη θέση και την κίνηση των ουράνιων σωμάτων σε χρονικά διαστήματα εκατομμυρίων ετών.
Η φύση, τόσο στο μικρόκοσμο όσο και στο μακρόκοσμο δεν εξελίσσεται γραμμικά, δηλαδή οι νόμοι που διέπουν τις εξελίξεις ενός φαινομένου δεν είναι αναλογικοί στη σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Για την κατανόησή της δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ντετερμινιστικούς συλλογισμούς, αλλά στοχαστικούς (τιμές τυχαίες με κάποιο βαθμό πιθανότητας). Τα μη γραμμικά συστήματα όχι μόνο δεν είναι προβλέψιμα γιατί έχουν μεταβαλλόμενους κανόνες, αλλά δεν αποτελούν και αθροίσματα των επιμέρους τμημάτων τους, δηλαδή το όλον δεν μπορεί πάντα να γίνει κατανοητό μέσα από την κατανόηση των αλληλοεπιδρώντων μερών που το απαρτίζουν, γιατί οι δομές τους είναι αλληλεξαρτώμενες και τείνουν σε αυτοοργάνωση.
Στην οικονομία υποτέθηκε ότι ισχύουν τα χαρακτηριστικά του homo oeconomicus, δηλαδή του απόλυτα ορθολογικού ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του ατομικού του οφέλους, στηριζόμενος σε καθαρά οικονομικά κριτήρια. Ο ορθολογισμός όμως αυτού του ανθρώπινου τύπου συμπληρώθηκε από τις νεότερες αντιλήψεις της συμπεριφορικής οικονομικής και χρηματοοικονομικής.
Έχει αποδειχθεί ότι ο άνθρωπος δεν παίρνει πάντα ορθολογικές αποφάσεις, επηρεαζόμενος σε πολλές περιπτώσεις από ψυχολογικούς παράγοντες που τον οδηγούν σε λανθασμένες αποφάσεις λόγω π.χ. αγελαίας κονφορμιστικής συμπεριφοράς, υπερεκτίμησης των ικανοτήτων του, προσπάθειας αποφυγής της γνωστικής διαφωνίας μεταξύ πεποιθήσεων και των νεότερων πληροφοριών, κλπ.
Όταν λοιπόν οι οικονομικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται πάντα μόνο με λογικά οικονομικά κριτήρια, ενώ παράλληλα υπάρχει πληθώρα απρόβλεπτων παραγόντων που επηρεάζουν τα οικονομικά αποτελέσματα, τι νόημα μπορεί να έχει ένας στρατηγικός σχεδιασμός σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, περιφερειών, δήμων, οργανισμών και μεμονωμένων επιχειρήσεων;
Στο πεδίο της εθνικής οικονομίας περιλαμβάνει τον προσφορότερο συνδυασμό των παραγωγικών συντελεστών στους διάφορους τομείς και κλάδους της οικονομίας και τον τρόπο που θα κατανεμηθεί το εθνικό εισόδημα, ενώ σε επίπεδο οικονομικών μονάδων αποσκοπεί στην αξιοποίηση των δυνάμεών τους και στη βελτίωση των αδυναμιών τους, ώστε να επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα από τις παρουσιαζόμενες ευκαιρίες στην αγορά.
Όπως στα σύγχρονα κράτη που δρουν μέσα στο πλαίσιο μιας αλληλοεπηρεαζόμενης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με τον τεράστιο αριθμό εξωοικονομικών παραγόντων και μεταβλητών που τα επηρεάζουν (κλιματική αλλαγή, καταστροφή του περιβάλλοντος, επιδημίες, πολιτική αστάθεια, κοινωνική ειρήνη, πόλεμος, εγκληματικότητα, κλπ.) και που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις κυβερνήσεις για τη λήψη των αποφάσεών τους οικονομικής πολιτικής, έτσι και σε μικρότερη κλίμακα οι διοικήσεις των σύγχρονων επιχειρήσεων θα πρέπει να επεξεργάζονται ταχύτατα και να αναλύουν τον τεράστιο όγκο πληροφοριών οι οποίες αφορούν τόσο το μάκρο- όσο και το μικροπεριβάλλον τους.
Στο επιχειρηματικό πεδίο, όπου οι έντονες αναταράξεις με επακόλουθα την αβεβαιότητα, τους υψηλούς κινδύνους και το χάος, οφείλει η διοίκηση μιας επιχείρησης να καταστρώσει δυναμικά και ευέλικτα εναλλακτικά σενάρια, εγκαταλείποντας τη λογική των άκαμπτων και ανελαστικών μακροχρόνιων προγραμματισμών, που ελέγχονται μόνο στο τέλος μιας μακράς περιόδου.
Οι επιχειρήσεις στο σύγχρονο ταχύτατα μετεξελισσόμενο περιβάλλον τους, στο οποίο υπάρχει έλλειψη γραμμικότητας και συνεπώς αδυναμία ακριβούς πρόβλεψης των εξελίξεων, πρέπει να αναπροσαρμόζουν συνεχώς τις εσωτερικές τους δομές, τα οργανωτικά τους συστήματα, την κατανομή πόρων και τους τρόπους διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού τους. Πρέπει να ξεφύγουν από τη μηχανιστική αναγωγική σκέψη που οδηγεί σε αναλύσεις ότι το επιχειρηματικό (όπως και το φυσικό) σύμπαν αποτελείται από κομμάτια ιεραρχικά τακτοποιημένα, καθένα από τα οποία πρέπει να βελτιωθεί, για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης. Η μηχανιστική σκέψη, όπως απέτυχε να εξηγήσει τα φυσικά και βιολογικά φαινόμενα, έτσι θεωρείται ξεπερασμένη και για τις επιχειρήσεις, που πρέπει να θεωρούνται ως συστήματα, των οποίων τα μέρη αλληλεξαρτώνται.
Στη θέση της θεωρείται καταλληλότερη η συστημική σκέψη, σύμφωνα με την οποία οι διαδικασίες χαρακτηρίζονται από επανάδραση και κάθε στοιχείο ενός συστήματος επανατροφοδοτείται με νέες πληροφορίες από τον αλληλοεπηρεασμό του από ένα διαρκώς μετεξελισσόμενο περιβάλλον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διατηρείται σταθερό το εσωτερικό περιβάλλον και εξουδετερώνεται η τάση αποδιοργάνωσης και αποσύνθεσής του (οι φυσικοί θα χρησιμοποιούσαν τους όρους “ομοιόσταση” και “εντροπία”), αναδιαμορφώνοντας ένα πολύπλοκο επιχειρησιακό σύστημα, ανάλογο με την ταχύτητα των συνεχών αλλαγών ενός χαοτικού επιχειρησιακού περιβάλλοντος.
Οι ακολουθούμενες δομές και διαδικασίες μπορούν να είναι αποτελεσματικότερες εάν είναι ευέλικτες και στηρίζονται σε κοινά αποδεκτές αλλαγές που αποφασίζονται στο πλαίσιο συστημάτων συμμετοχικής διοίκησης. Αυτά, παρόλα τα μειονεκτήματα της μειωμένης ταχύτητας λήψεως αποφάσεων, έχουν πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα έναντι των αυταρχικών ή και των αυστηρών γραφειοκρατικών συστημάτων, τα οποία ταιριάζουν περισσότερο σε ανώριμες προσωπικότητες.
Με τη συμμετοχική διοίκηση κάθε εργαζόμενος μπορεί να είναι σε θέση να βρίσκει διέξοδο στη δημιουργικότητά του μέσα στην εργασία του, συμμετέχοντας στις αποφάσεις που τον αφορούν, καθώς και στον εκσυγχρονισμό και την υλοποίηση των αλλαγών που επιβάλλει ένα ταχύτατα μετεξελισσόμενο περιβάλλον. Με τις συμμετοχικές μορφές διοίκησης ενεργοποιείται ο εργαζόμενος να αναζητά συνεχώς εξυπνότερες λύσεις, γεγονός που αποτελεί στοιχείο ικανοποίησης από την εργασία του, αλλά ταυτόχρονα και τον κυριότερο παράγοντα αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο επιτυγχάνεται η πολύπλευρη θεώρηση των προβλημάτων, αλλά και αξιοποιούνται καλύτερα η φαντασία, η δημιουργικότητα, οι γνώσεις, εμπειρίες και ικανότητες των ανθρώπων που είναι επιφορτισμένοι με την επίτευξη ορισμένων στόχων.
Εφόσον λοιπόν οι ακριβείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις τόσο στη φύση, όσο και στην πολιτική και στην οικονομία είναι εξαιρετικά πολύπλοκες ή και αδύνατες λόγω χαοτικών συνθηκών, η επιτυχία ενός εθνικού, αλλά και ενός επιχειρηματικού στρατηγικού σχεδιασμού πρέπει να βασίζεται στην ορθολογική αξιοποίηση και επιτυχή συνδυασμό πληθώρας πληροφοριών για τις βραχυχρόνιες εξελίξεις και στη διαμόρφωση εναλλακτικών σχεδίων αξιοποίησης των ευκαιριών και αντιμετώπισης των απειλών βάσει της πιθανότητας να συμβούν και του αντίστοιχου συνεπαγόμενου κινδύνου.
Η επιτυχία ενός ολιστικού σχεδιασμού που θα περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες αλλαγές σε όλα τα τμήματα ενός συστήματος, εξαρτάται από τον λεπτομερή έλεγχο των αποκλίσεων από τους βραχυχρόνιους στόχους και την ένταξη κάθε νέου βραχυπρόθεσμου (π.χ. μηνιαίου ή τριμηνιαίου) εναλλακτικού σεναρίου πρόβλεψης των μελλοντικών εξελίξεων στο πλαίσιο κυλιόμενων και συνεχώς αναπροσαρμοζόμενων μακροπρόθεσμων στόχων και σχεδιασμών.
Αναφερόμενοι στο στρατηγικό σχεδιασμό σε επίπεδο χώρας, διαπιστώνουμε ότι σε συνθήκες πολεμικής οικονομίας (όπως στην τρέχουσα συγκυρία της πανδημίας), ο σχεδιασμός θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται σε εβδομαδιαία ή και σε ημερήσια βάση, ανάλογα με τη μη γραμμική εξέλιξη των γεγονότων και κατόπιν στάθμισης των ωφελειών (σε ανθρώπινες ζωές) και του συνεπαγόμενου κόστους (σε όρους ακαθάριστου εθνικού προϊόντος). Φυσικά οι ωφέλειες διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις προτεραιότητες και την κοστολόγηση της ανθρώπινης ζωής (ακραία παραδείγματα οι κωμικοτραγικές δηλώσεις Trump και Johnson).
Όπως αποδείχθηκε και από την αντιμετώπιση της τρέχουσας πανδημίας, η αποτελεσματικότητα ενός εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού σε συνθήκες πολέμου ή πανδημίας εξαρτάται από την αποφασιστικότητα, την ταχύτητα λήψεως αποφάσεων και την ευστοχία των πολιτικών επιλογών, οι οποίες πρέπει να επηρεάζονται μόνο από υπεύθυνους και συμβούλους που έχουν επιλεγεί λόγω των αντίστοιχων γνώσεων, ικανοτήτων και εμπειριών τους και όχι φυσικά με κριτήρια φιλίας, συγγένειας ή κομματικής ταυτότητας και δράσης.