Το Δ.Σ. της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ένωσης Διευθυντών Σχολικών Μονάδων Π.Ε., με αφορμή την κατάθεση σε δημόσια διαβούλευση του σχεδίου νόμου του Υ.ΠΑΙ.Θ., με τίτλο: «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις», έχει να επισημάνει τα εξής:
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου αποτελεί μια αποσπασματική απόπειρα υποτυπώδους αντιμετώπισης σημαντικών και χρόνιων ζητημάτων της δημόσιας εκπαίδευσης.
Μέσω των προτάσεων που συμπεριλαμβάνει, διαφαίνεται αφενός η αδυναμία/απροθυμία διαμόρφωσης ενός κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού για την αναβάθμιση της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης, και αφετέρου η επιδίωξη μετακύλισης αρμοδιοτήτων και σημαντικών ευθυνών της κεντρικής διοίκησης στις σχολικές μονάδες.
Πιο συγκεκριμένα:
Άρθρο 49: Η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα στο νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο από 22 σε 24, με δυνατότητα προσαύξησης κατά ποσοστό 10% με απόφαση του Διευθυντή της σχολικής μονάδας, οπότε ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα μπορεί να φτάσει και τους 26, με ελάχιστο αριθμό μαθητών ανά τμήμα δεκαέξι (16) από διθέσιο νηπιαγωγείο και άνω, και είκοσι (20) από επταθέσιο δημοτικό σχολείο και άνω, όπως όλες οι σχετικές έρευνες αποδεικνύουν, είναι βέβαιο ότι θα δυσχεράνει ακόμα περισσότερο την επίτευξη των παιδαγωγικών σκοπών και, ειδικότερα, την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θεωρούμε τραγικό σε ένα σχέδιο νόμου που έχει ως τίτλο την αναβάθμιση του σχολείου να εμπεριέχονται ρυθμίσεις που υποβαθμίζουν καταφανώς την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, τη στιγμή που το ζητούμενο στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις, οι δυνατότητες, τα ενδιαφέροντα και, γενικά, οι ανάγκες και οι ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή, από άποψη γλωσσική, γνωστική, νοητική, συναισθηματική, πολιτισμική και κοινωνική, γεγονός που επιβάλλει την εξατομικευμένη παιδαγωγική και διδακτική παρέμβαση του εκπαιδευτικού. Τμήματα νηπιαγωγείων και δημοτικών σχολείων με αριθμό μαθητών που υπερβαίνει το 20 δυσχεραίνουν, σε κάθε περίπτωση, την εκπαιδευτική διαδικασία, την παιδαγωγική οργάνωσή της και, τελικά, την επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων. Για όλους τους παραπάνω λόγους ζητάμε την άμεση απόσυρση της παραπάνω διάταξης.
Άρθρο 1: Η εισαγωγή της πιλοτικής δράσης με τίτλο «Εργαστήρια Δεξιοτήτων» για την ένταξη νέων θεματικών στο Νηπιαγωγείο και στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού με σκοπό την ενίσχυση της καλλιέργειας ήπιων δεξιοτήτων, δεξιοτήτων ζωής και δεξιοτήτων τεχνολογίας και επιστήμης στους μαθητές, κινείται σε θετική κατεύθυνση. Σκοπός της δράσης θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της βιωματικής και ανακαλυπτικής μάθησης, με στόχο την πιο άμεση και ενεργή συμμετοχή των μαθητών στην τάξη. Η επιλογή των θεματικών θα πρέπει να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των Συλλόγων Διδασκόντων των σχολικών μονάδων και σε καμία περίπτωση στη διδασκαλία τους δεν θα πρέπει να εμπλέκονται ιδιώτες αλλά και φορείς άσχετοι με την εκπαιδευτική κοινότητα. Η καθολική εφαρμογή των «Εργαστηρίων Δεξιοτήτων» σε όλες τις σχολικές μονάδες θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον η πιλοτική εφαρμογή τους τύχει θετικής αξιολόγησης από τους εκπαιδευτικούς που θα τα διδάξουν, και αφού θα έχει προηγηθεί επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών σε μεθοδολογίες εργαστηριακής (μη τυπικής) προσέγγισης της διδασκαλίας.
Άρθρο 3: Η αύξηση των ωρών της διδασκαλίας της Αγγλικής Γλώσσας στο ωρολόγιο πρόγραμμα της Α΄ και Β΄ τάξης του δημοτικού σχολείου αποτελεί αποσπασματική αλλαγή. Η εκπαίδευση έχει ανάγκη από καλά μελετημένες, σχεδιασμένες και συνολικές αλλαγές και όχι από πρόχειρες, μεμονωμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις.
Άρθρα 33-35: Θεωρούμε ότι οι διαδικασίες του προγραμματισμού και της εσωτερικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας, ως συλλογική και δημοκρατική διαδικασία του Συλλόγου Διδασκόντων, μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην ανάπτυξη κουλτούρας αυτοβελτίωσης στις σχολικές μονάδες, στη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητάς τους καθώς και στη δημιουργία Σχολείων–Κοινοτήτων μάθησης, γιατί αυτό πρέπει να είναι το ζητούμενο. Επίσης, οι διαδικασίες του προγραμματισμού και της εσωτερικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας, ως συλλογική και δημοκρατική διαδικασία του Συλλόγου Διδασκόντων, μπορούν να εξελιχθούν σε εργαλεία θετικής ανατροφοδότησης του εκπαιδευτικού έργου, με στόχο την ανάληψη βελτιωτικών δράσεων τόσο από τη σχολική μονάδα όσο και από τον κάθε εκπαιδευτικό, μακριά από κατηγοριοποιήσεις και ανταγωνισμούς και μέσα σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, συνεργασίας και συλλογικότητας που τόσο έχει ανάγκη σήμερα το δημόσιο σχολείο.
Επίσης, θεωρούμε επιβεβλημένη την αποδοχή από πλευράς της Πολιτείας, ότι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου καλύπτει και όλα τα θέματα που άπτονται της δικής της ευθύνης(υποδομές, μέσα, προγράμματα σπουδών, βιβλία, χρηματοδότηση κ.λπ.), και τα οποία δεν αποτελούν ευθύνη των εκπαιδευτικών.
Παράλληλα, η Πολιτεία θα πρέπει να δεσμευθεί ότι θα εξασφαλίζονται τα μέσα, οι διαδικασίες και οι πόροι για να πραγματοποιηθούν οι βελτιώσεις και οι αλλαγές που θα προτείνονται από τους Συλλόγους Διδασκόντων στο πλαίσιο της αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας.
Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου ζητείται από τους Συλλόγους Διδασκόντων να βρίσκονται σε μία συνεχή δυναμική και συμμετοχική διαδικασία, αλλά και σε συνεργασία με εξωτερικούς παράγοντες, χωρίς όμως να έχουν θεσμοθετηθεί συγκεκριμένες ρυθμίσεις που αφορούν στο πλαίσιο υλοποίησής της, όπως για παράδειγμα, ο επαρκής χρόνος συνεδρίασης των Συλλόγων Διδασκόντων, επικαιροποιημένα καθηκοντολόγια κ.ά.. Αυτό θα έχει ως συνέπεια η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης να εξελιχθεί σε μια στείρα γραφειοκρατική διαδικασία, που θα συρρικνώνει κάθε νόημα αναζήτησης δημιουργικής ανατροφοδότησης του περιεχομένου της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη σχολική μονάδα. Άρθρο 36: Η συνεργασία των όμορων σχολικών μονάδων με τη δημιουργία «ομάδων σχολείων», που προβλέπει το σχέδιο νόμου, είναι αναγκαία και πολύτιμη, γιατί θα συμβάλει στην αλληλοτροφοδότηση της παιδαγωγικής εμπειρίας, της παιδαγωγικής πράξης και των κοινωνικοπολιτιστικών δράσεων του κάθε σχολείου με τα γειτονικά του σχολεία. Θεωρούμε όμως, ότι με τη συγκεκριμένη ρύθμιση δεν διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις ισοτιμίας μεταξύ των σχολικών μονάδων.
Άρθρο 37: Η θεσμοθέτηση εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας για όλες τις σχολικές μονάδες, στον οποίο αναφέρονται τα θέματα σχετικά με την λειτουργία τους, είναι θετική. Η προσαρμογή του κανονισμού στις ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες της κάθε σχολικής μονάδας μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην πιο ομαλή, αρμονική και αποτελεσματική λειτουργία της.
Θεωρούμε ότι ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της σχολικής μονάδας θα πρέπει να συντάσσεται από το Σχολικό Συμβούλιο και να κοινοποιείται στον Διευθυντή Εκπαίδευσης και τον Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου.
Άρθρο 38: Η θεσμοθέτηση εκπαιδευτικού εμπιστοσύνης στο δημοτικό σχολείο, όχι μόνο δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτε στην εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων, αλλά αντίθετα θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να επιλύσει. Στο δημοτικό σχολείο εκπαιδευτικός εμπιστοσύνης είναι, και πρέπει να είναι, ο υπεύθυνος δάσκαλος της τάξης, γιατί αυτός γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών του, και ο οποίος υποστηρίζεται, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, τόσο από τον Διευθυντή του σχολείου, όσο και από τον Σύλλογο Διδασκόντων. Για τους παραπάνω λόγους ζητάμε την άμεση απόσυρση της παραπάνω διάταξης για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Άρθρο 45: Η μετάθεση του χρόνου δημοσίευσης της ειδικής πρόσκλησης πρόσληψης αναπληρωτών εκπαιδευτικών, μελών Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π. για κάλυψη κενών θέσεων συγκεκριμένων σχολικών μονάδων από την πρώτη Νοεμβρίου, που ίσχυε μέχρι τώρα, στην πρώτη Οκτωβρίου κάθε έτους, είναι θετική, και σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 42 του σχεδίου νόμου για διπλή μοριοδότηση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών που θα υπηρετούν σε δυσπρόσιτες περιοχές, θα συντελέσει στην πιο έγκαιρη στελέχωση συγκεκριμένων σχολικών μονάδων, όπου κάθε χρόνο εντοπίζονται λειτουργικά κενά.
Οι παραπάνω όμως θετικές διατάξεις, για να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα στην έγκαιρη στελέχωση των σχολικών μονάδων, θα πρέπει να συνοδευτούν και από άλλες ρυθμίσεις που να προβλέπουν, αφενός την ολοκλήρωση όλων των υπηρεσιακών μεταβολών των μόνιμων εκπαιδευτικών τον Ιούνιο κάθε έτους, πριν τη λήξη του διδακτικού έτους, και αφετέρου την τοποθέτηση όλων των αναγκαίων αναπληρωτών εκπαιδευτικών στις σχολικές μονάδες την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή έναρξη κάθε νέας σχολικής χρονιάς.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο