Μόνο η γνώση δίνει ουσία στην ατομική ευθύνη και τη θέτει στην υπηρεσία του συνόλου
Γ. Αρσένης, Μ. Γιαννάκου, Α. Διαμαντοπούλου. Τρεις υπουργοί Παιδείας που συνέδεσαν τα ονόματα τους με σημαντικές για την εποχή τους μεταρρυθμίσεις. Τρεις πολιτικοί που κατηγορήθηκαν και υβρίστηκαν όσο κανείς και έγιναν στόχοι μαζικών κινητοποιήσεων που απαιτούσαν την απόσυρση των προτάσεών τους. Άλλες από αυτές ανατράπηκαν από τους επόμενους, άλλες «αναδομήθηκαν» και άλλες «αφομοιώθηκαν δημιουργικά» από το βαθύ σχολείο και το βαθύτερο πανεπιστήμιο. Αποτέλεσμα; Επί 45 χρόνια αναζητείται μια βιώσιμη μεταρρύθμιση. Στη χώρα όπου το 6,83% των κατοίκων της είναι φοιτητές, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 28 της ΕΕ και διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η ελληνική εκπαίδευση απολαμβάνοντας τον βαλκανικό εξαιρετισμό της ακολουθεί ακόμα τη «μεταπολιτευτική βουλγκάτα» αρνούμενη να εκσυγχρονιστεί συλλογικά και να πλησιάσει το παγκόσμιο κεκτημένο. Συζητά ακόμα για μη κρατικά πανεπιστήμια, για Συμβούλια Διοίκησης των ΑΕΙ ή για αξιολόγηση δασκάλων και καθηγητών. Μόλις πριν ένα χρόνο κατήργησε στα χαρτιά το ιστορικό άσυλο της ανομίας. Ακόμα και σήμερα ολόκληροι όροφοι πανεπιστημιακής λέσχης των Αθηνών «ανήκουν» σε κυκλώματα παρανόμων. Γιατί αυτή είναι η υπόρρητη επιταγή της πλειοψηφίας των πολιτών μέχρι σήμερα. Αν κάτι τη σώζει είναι ο πατριωτισμός μιας μειοψηφικής Ελλάδας που επιμένει. «Και όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει».
Αν η κοινωνία ήθελε να προσαρμόσει τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά της στη σύγχρονη εποχή θα το είχε κάνει προ πολλού. Θα είχε αρπάξει τις ευκαιρίες που της παρουσιάστηκαν, θα είχε στηρίξει τους καινοτόμους υπουργούς, θα είχε εξοικονομήσει τα κονδύλια, θα είχε διαμορφώσει τις απαραίτητες συμμαχίες ώστε να καρπίσουν οι σύγχρονες και χρήσιμες ιδέες. Θα είχε ξεσηκωθεί όταν τα πράγματα αφήνονταν στην τύχη τους ή θα είχε παρέμβει όταν αυτά στράβωναν υπερβολικά. Θα είχε απομονώσει τις ιδιωτικές και κομματικές ομάδες συμφερόντων που τρέφονται από την αβελτηρία και θα είχε προστατεύσει το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Μέσα σε 50 σχεδόν χρόνια θα είχε βρει και θεραπεύσει τις αιτίες της εκπαιδευτικής μας παθολογίας. Αλλά δεν….
Η καρέκλα του υπουργού παιδείας θεωρείται διαχρονικά ως «ηλεκτρική». Γιατί άραγε; Στην Ελλάδα σήμερα έχουμε την εκπαίδευση που μας αξίζει. Αύριο ίσως να είμαστε διαφορετικοί και να αξίζουμε κάποια άλλη. Καλύτερη ή χειρότερη. Ποιος ξέρει; Σήμερα πάντως τα πράγματα δουλεύουν έτσι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς έλεγχο και χωρίς προδιαγραφές διότι αυτό έχουμε επιλέξει. Και μας αρέσει διότι μας δίνει την δυνατότητα να κάνουμε ο καθένας το δικό του από όποια θέση και αν εμπλεκόμαστε με το αντικείμενο. Του γονιού, του δάσκαλου ή του μαθητή. Όποιος τολμήσει να βάλει χέρι στο υπάρχον γίνεται εχθρός μας.
Στον ίδιο δρόμο θα συναντήσουμε και χιλιάδες παιδιά από όλες τις κοινωνικές τάξεις που υπό ποικίλες συνθήκες θα μάθουν καλά γράμματα και θα εισέλθουν σε καλές σχολές με διεθνή αναγνώριση. Αν τους ρωτήσεις πως τα κατάφεραν θα σου μιλήσουν για την οικογένεια που τους στήριξε, για δασκάλους που τους ενέπνευσαν αλλά και για τους άξιους φροντιστές που τους καθοδήγησαν. Αν επιμείνεις θα σου μιλήσουν για όνειρα, θέληση, επιμονή και επικά ξενύχτια με βιβλία. Είναι τα παιδιά των μεγάλων προσδοκιών που διαμορφώνουν και τις σχολές υψηλών προδιαγραφών και μετά το τέλος των σπουδών τους θα αξιώσουν ανάλογη καριέρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Είναι τα παιδιά που η ίδια κοινωνία καμαρώνει.
Στα ίδια σχολεία θα συναντήσουμε και χιλιάδες καταρτισμένους και εργατικούς δασκάλους που προσπαθούν για το καλύτερο, που βρίσκονται συνεχώς δίπλα στους μαθητές ακόμα και σε αντίξοες, όπως οι σημερινές, συνθήκες. Κοσμήματα της εκπαίδευσης, τιμή σου να δουλεύεις δίπλα τους. Θα βρούμε έναν εδώ, πέντε πιο εκεί, επτά παρακάτω. Δεν το φωνάζουν αλλά είναι παρόντες. Τους γνωρίζει ένας στενός κύκλος γιατί δεν το κάνουν θέμα. Δεν εκπροσωπούνται από κανέναν. Αν δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα ξέρουν ότι αυτά είναι προϋπόθεση για την επιβίωση και την εξέλιξή τους. Αν εργάζονται στο δημόσιο ξέρουν ότι τίποτα από αυτά δεν είναι υποχρεωτικό. Θέλουν και τα κάνουν. Από επαγγελματισμό, συνείδηση, φιλοπατρία ή και όλα μαζί. Κανείς δεν θα τους ζητήσει το λόγο αν κάνουν τα αντίθετα. Ούτε καν αυτοί που πληρώνουν το μισθό τους. Στην τρέχουσα πανδημία υπάρχουν και αυτοί που κάνουν «παπάδες» αλλά και αυτοί που δεν κάνουν σχεδόν τίποτα.
Κάπως έτσι η Ελλάδα δόμησε μια εκπαίδευση με νησίδες αριστείας και νησίδες αχρηστίας. Γιατί ήθελε να έχει πολλές ταχύτητες ώστε να απονέμει ή να μοιράζει ανάλογους αυτών τίτλους. Που έχουν νομικά και τυπικά την ίδια αξία αλλά είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα όταν προβάλλονται στην αγορά εργασίας. Και επειδή η κοινωνία έχει ανάγκη από ικανούς που να βγάζουν τη δουλειά αλλά και άλλους που απλώς ψηφίζουν και καταναλώνουν, το σύστημα λειτουργεί μια χαρά και δεν έχει λόγο να αλλάξει.
Δηλαδή τόσα χρόνια που δεν είχε σοβαρά πρότυπα δημόσια σχολεία δεν έβγαζε καταπληκτικούς γιατρούς ή μηχανικούς; Τόσα χρόνια που έβλεπε την επαγγελματική εκπαίδευση να φθίνει της έλειψαν οι καλοί τεχνίτες; Αν βγάζει κάθε χρόνο 100 πτυχιούχους και αξίζουν οι 50 και η εγχώρια αγορά έχει ανάγκη τους 20 περισσεύουν και 30 προς εξαγωγή. Σάμπως αυτό δεν συμβαίνει τώρα στις περισσότερες ειδικότητες;
Η αγορά σοφά και χαλαρά άφησε την φυσική επιλογή να δουλέψει. Κανείς ικανός και εργατικός τελικά δεν χάθηκε.
Η κοινωνία των πολιτών διαμορφώνει την αγορά εργασίας και αυτή με τη σειρά της τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Όταν κάποτε οι τεχνολογικές εξελίξεις απαίτησαν πληροφορικάριους τους βρήκαμε. Όταν θελήσαμε να χτίσουμε την Ελλάδα με σύγχρονα κτήρια γεμίσαμε σχολές μηχανικών και βγάλαμε πολλούς και καλούς επαγγελματίες. Η αγορά σοφά και χαλαρά άφησε την φυσική επιλογή να δουλέψει. Κανείς ικανός και εργατικός τελικά δεν χάθηκε. Όποιος όμως είχε σπουδάσει «κατά λάθος» ή το σύστημα του χάρισε πτυχίο ενώ δεν το άξιζε βρήκε κάτι άλλο να βιοποριστεί ή χώθηκε στο Δημόσιο.
Όταν λοιπόν κάποιος ή κάποια υπουργός της Παιδείας οραματίζεται και προτείνει ρηξικέλευθες αλλαγές, οι συντεχνίες ξεσηκώνονται ακριβώς για να προστατεύσουν το καθεστώς αβελτηρίας το οποίο όμως η ίδια η κοινωνία έχει διαμορφώσει. Τα προνόμια που αυτή τους έχει παραχωρήσει. Η ανοχή της εγγυάται τη διαιώνιση του στρεβλού και του ίσιου, του καλού και του κακού. Πάντοτε όμως θεσμικά κατοχυρωμένων και των δύο ώστε όλοι να βολεύονται σε ένα σύννεφο ανεκτικού προοδευτισμού… Το γνωστό «και εμείς και αυτοί». Και επειδή η αγορά απαιτεί συνήθως ικανούς, η κοινωνία διαθέτει και μεγάλο δημόσιο τομέα, ως καταφύγιο των πάντων. Ικανών και ανίκανων, εργατικών και οκνηρών με τον ίδιο μισθό. Αυτό στην Ελλάδα ονομάζεται ισότητα ή και σοσιαλισμός με τα λεφτά των άλλων.
Και τότε που είναι το πρόβλημα; Στην μαζική κουλτούρα άρα και στο μέλλον του τόπου. Η εκπαίδευση διαμορφώνει τον πολιτισμό και κάθε εποχή έχει τον δικό της. Από το πώς οδηγεί μέχρι το πώς ψηφίζει. Η σημερινή ψηφιακή δημοκρατία έχει υψηλές απαιτήσεις από τους πολίτες της. Απαιτεί γνώση, κατάρτιση, αντίληψη ώστε ο καθένας να λειτουργεί προς όφελος του εαυτού του αλλά και του συνόλου. Η κακή εκπαίδευση διαμορφώνει ημιμαθείς πολίτες που μπορούν να πέσουν εύκολα θύματα απατεώνων, συνομωσιολόγων ή και λαϊκιστών πολιτικών με απρόβλεπτες συνέπειες. Τα παραδείγματα είναι πολλά και πρόσφατα. Το ότι τελικά γλιτώσαμε την καταστροφή δεν σημαίνει ότι πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη.
Η κινητήρια δύναμη των κοινωνιών είναι η ομοψυχία και όχι η διαίρεση. Η δική μας ομοψυχία δεν μπορεί να τρέφεται από το αρχαίο κλέος, τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό ή την πλαστική φθαρμένη εθνικοφροσύνη. Υποχρεωτικά πρέπει να εδράζεται στη γνώση για να είναι ισχυρή και βιώσιμη. Σε έναν κόσμο τόσο σύνθετο και ευμετάβλητο η αντίληψη βασικών θεμάτων σε μια στοιχειώδη ευρύτητα είναι σωτήρια αρετή.
Μια καλή γνώση της γλώσσας και μια γενική γνώση της σύγχρονης ιστορίας, της οικονομίας, του δικαίου, της τεχνολογίας, του ανθρώπινου σώματος, της οικολογίας, της διεθνούς πολιτικής, ότι δηλαδή πρέπει να διδάσκει το σχολείο, βοηθούν τον πολίτη να διαβάζει τα γεγονότα, να εκτιμά τις σύνθετες καταστάσεις και να παίρνει ορθολογικές αποφάσεις. Τόσο στην ατομική όσο και στην κοινωνική ζωή του. Μόνο η γνώση δίνει ουσία στην ατομική ευθύνη και τη θέτει στην υπηρεσία του συνόλου.
Μια ευρωπαϊκή κοινωνία του 2020 δεν μπορεί να διαθέτει ανθηρή πολιτική τρομοκρατία, ισχυρό σταλινικό κόμμα ή, μέχρι χτες, ναζιστική κοινοβουλευτική συνιστώσα. Δεν μπορεί να έχει τόσο χαμηλό επίπεδο ραδιοτηλεόρασης, τόσο στην ειδησεογραφία όσο και στην ψυχαγωγία. Δεν μπορεί να καταστρέφει με ιερή μανία το δημόσιο χώρο ατιμωρητί. Δεν μπορεί να προστατεύει μια διάχυτη χαμηλής έντασης ανομία στο όνομα της πολιτικής ορθότητας. Τα μπορεί όμως μια κοινωνία σαν τη δική μας που συντηρεί μια προσχηματική γενική εκπαίδευση, και ένα προβληματικό ασταθές σχολείο.
Η σημασία της καλής εκπαίδευσης στην πορεία ενός έθνους θα εμπνέει πάντοτε τους μεταρρυθμιστές να οραματίζονται και να επιχειρούν ορθολογικές μεταρρυθμίσεις. Ελπίζοντας ότι κάπως έτσι θα βοηθήσουν την πατρίδα τους και γιατί όχι, θα μείνουν στην ιστορία. Όσοι προκάτοχοί τους το επιχείρησαν τα τελευταία 45 χρόνια όχι μόνο απέτυχαν αλλά και τραυμάτισαν για πάντα τη δημόσια εικόνα τους. Διότι η κοινωνία δεν καταλάβαινε τι θέλουν να κάνουν και τους αντιμετώπιζε ως εχθρούς. Έτσι ο λόγος των πονηρών και των ιδιοτελών ήταν τελικά αυτός που κυριαρχούσε. Γι’ αυτό επιβάλλεται το Υπουργείο να εξηγεί αναλυτικά το τι και πώς κάθε αλλαγής που εισηγείται. Για να μην δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις και παράγονται ανώφελα κινήματα.
Η επόμενη όμως ημέρα όπως όλα δείχνουν θα είναι διαφορετική. Αν θέλουμε ευημερία και βιώσιμη ανάπτυξη σε περιβάλλον 4ης βιομηχανικής επανάστασης πρέπει να αποκτήσουμε ουσιαστική μαζική εκπαίδευση. Αν η σημερινή διακυβέρνηση και ειδικά η υπουργός παιδείας καταφέρει να πείσει τους πολίτες για τις μελλοντικές ανάγκες αυτού του τόπου και να πυκνώσει τις τάξεις των μεταρρυθμιστών τότε η χώρα μπορεί να ελπίζει σε μια ορθολογική εκπαιδευτική μεταλλαγή. Διαφορετικά θα μετρήσουμε μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Δεν πρέπει.