Σχολιασμός για τα νέα μέτρα που αφορούν την έναρξη του σχολικού έτους σε Προσχολική, Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση υπό το καθεστώς πανδημίας του κορονοϊού
Ανακοινώθηκαν, τα νέα μέτρα του Υπουργείου Παιδείας που αφορούν στο άνοιγμα των σχολείων της χώρας, εν όψει της πανδημίας του κορονοϊού που είναι σε εξέλιξη. Αρχικά, θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημαντικές παρατηρήσεις που θεωρώ καθοριστικές στο να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα και το πλαίσιο λειτουργίας των δημόσιων σχολείων στη χώρα μας.
Η πρώτη παρατήρηση αφορά στην κατανόηση του ότι οι εκπαιδευτικές δομές στην Προσχολική, Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες επειδή οι φορείς που την συναποτελούν (μαθητές, εκπαιδευτικοί αλλά και οι γονείς που βρίσκονται σε συνεχή διάδραση μαζί τους) αποτελούν τα πιο ευαίσθητα και δυναμικά κοινωνικά σύνολα της χώρας μας. Νήπια, παιδιά, έφηβοι, μαθητές όλοι σε μια δυναμική και διαρκώς μεταβαλλόμενη διαδικασία εκπαίδευσης αλληλεπιδρούν και διαμορφώνουν πραγματικότητες εξαιρετικά ευαίσθητες σε πιέσεις και εξωγενείς παράγοντες. Ένας τέτοιος παράγοντας που ασκεί βίαιη και απρόσμενη επιρροή πάνω σε όλα τα μέλη της μαθητικής κοινότητας είναι η απειλή του κορονοϊού covid 19, όπου ήδη έχει φανεί ότι αποτελεί όχι μόνον απρόβλεπτο παράγοντα αλλά και αιτία αποσταθεροποίησης κάθε κοινωνικής δομής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μια δεύτερη παρατήρησή μου (με γνώμονα την πολυετή εμπειρία μου σε δομές εκπαίδευσης είτε ως καθηγητής φιλόλογος σε Γενικά Λύκεια και στο Μουσικό Σχολείο Ηρακλείου είτε ως Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης μεγάλης Περιφερειακής Ενότητας της χώρας τα τελευταία χρόνια) είναι τα σοβαρά θέματα που υφίστανται λόγω της διαρκούς υποστελέχωσης σε εκπαιδευτικό δυναμικό στα χρόνια της κρίσης από το 2011 και ύστερα, όπως και τα σοβαρά ζητήματα ελλιπών υποδομών λόγω μόνιμης υποχρημοτοδότησης στις υφιστάμενες δομές εκπαίδευσης.
Με αυτά τα δεδομένα η ανακοίνωση από την Υπουργό Παιδείας ότι στις 7 Σεπτεμβρίου θα ανοίξουν «πλήρει δυνάμει» όλα τα σχολεία της χώρας, με απαραίτητη την χρήση μάσκας και τήρηση όλων των κανόνων ασφαλείας όπως τους γνωρίσαμε ήδη από το πρώτο κύμα εξάπλωσης του κορονοϊού (στην Ελλάδα και αλλού) εγείρει κάποια σοβαρά ερωτηματικά.
Συγκεκριμένα:
- Με δεδομένη την πρόσφατη πρόβλεψη για την χώρα μας του Παγκόσμιου Ινστιτούτου Υγείας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Γενεύης για αύξηση των κρουσμάτων άνω των 300 καθημερινά μέσα στις επόμενες ημέρες και υπέρβαση του ορίου των 10.000 συνολικά κρουσμάτων στις 29 Αυγούστου ή και μία ημέρα νωρίτερα γεννάται αβίαστα το ερώτημα:
- Προς τί η σπουδή να ανοίξουν τα σχολεία πριν την αναμενόμενη καθιερωμένη ημερομηνία έναρξης (14 Σεπτεμβρίου) όταν η αυξητική πορεία μόλυνσης από τον covid 19 στη χώρα μας είναι ήδη γεγονός;
- Και προς τί η ανακοίνωση συγκεκριμένης ημερομηνίας όταν την ίδια στιγμή ανακοινώνεται η εν δυνάμει αναστολή έναρξης (ακύρωση στην πράξη της εξαγγελίας) σε περίπτωση που προκύψουν νέα δεδομένα; Ποιος αλήθεια δεν θα δεχόταν την έγκαιρη εξαγγελία (λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης) μιας καθυστερημένης (προς τα τέλη του Σεπτεμβρίου) έναρξης προσδίδοντας την αρμόζουσα βαρύτητα στην πρόληψη μέχρι να επιστρέψουν από τις θερινές διακοπές στα αστικά κέντρα και στον τόπο τους μαθητές και οι γονείς τους; Με τον τρόπο που ανακοινώθηκε δεν μπορεί να αποκρυφθεί η απρόσμενη και ανησυχητική εξέλιξη της νόσου.
Παράλληλα, η εσπευσμένη αυτή εξαγγελία έναρξης του σχολικού έτους στις 7 Σεπτεμβρίου εγκυμονεί κι έναν άλλο κίνδυνο. Δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει οι διαδικασίες πρόσληψης των απαραίτητων αναπληρωτών εκπαιδευτικών ώστε όλα τα σχολεία να ανοίξουν με ασφάλεια με το απαραίτητο εκπαιδευτικό προσωπικό στην θέση του. Η πρόσληψη, βέβαια, αναπληρωτών είναι η πλέον «πονεμένη ιστορία» σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση επειδή (όπως και ο όρος αναφέρει) οι εκπαιδευτικοί αυτοί καλούνται να αναπληρώσουν ελλείποντες μόνιμα διορισμένους. Η διαδικασία πρόσληψης, τοποθέτησης, τακτοποίησης του ωραρίου λειτουργίας των αναπληρωτών είναι απαιτητική και χρονοβόρα -όπως γνωρίζουμε όσοι έχουμε υπηρετήσει στην δημόσια εκπαίδευση- και είναι σχεδόν απίθανο να έχει ολοκληρωθεί στις 7 Σεπτεμβρίου.
Η τήρηση αποστάσεων και η χρήση μάσκας
Το ζήτημα αποτελεί συνισταμένη αρκετών παραγόντων σε συνδυασμό με την οπτική της πρόληψης υγείας: Όλοι γνωρίζουμε ότι και σε σχολεία της πόλης και σε επαρχιακά σχολεία υπάρχουν αίθουσες διδασκαλίας ακατάλληλες ή/και πολύ μικρές κάτι που αποτελούσε και αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα για την λειτουργία των σχολείων, πόσο μάλλον τώρα. Πώς θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για τη μετάδοση του ιού η μη ύπαρξη δυνατότητας τήρησης αποστάσεων όταν όλο το μαθητικό δυναμικό θα βρίσκεται στην τάξη; Ανέφερε η υπουργός σήμερα στην εξαγγελία της, ότι ο μέσος όρος μαθητών ανά τάξη είναι 17 μαθητές αλλά τούτο αποκρύπτει το γεγονός ότι ο μέσος όρος καθορίζεται από ένα σύνολο τάξεων ανά την επικράτεια όπου τα επαρχιακά σχολεία εξισώνονται στο γενικό μέσο όρο με εκείνα τα σχολεία των πόλεων. Στα αστικά κέντρα, όπως γνωρίζουν όλοι (και όχι μόνον οι εκπαιδευτικοί αλλά και το σύνολο των γονέων), ο συνήθης αριθμός μαθητών ανά τάξη ξεπερνά τους 25. Ας μη λησμονούμε, ότι, ήδη, η κυρία Υπουργός φρόντισε (εν μέσω της πανδημίας) να αυξήσει τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα στα δημοτικά σχολεία!
Μία συνετή στάση του Υπουργείου Παιδείας στην αδιαμφισβήτητη ανάγκη να ανοίξουν τα σχολεία για τους μαθητές θα ήταν η εκ περιτροπής φοίτηση των μαθητών ώστε ο αριθμός ανά τάξη να ήταν μειωμένος στο μισό με ένα μαθητή ανά θρανίο επιτρέποντας έτσι να διαμορφωθεί μια πιο αντιμετωπίσιμη πραγματικότητα, με την τήρηση αποστάσεων ασφαλείας και το απαραίτητο χρονικό διάστημα εμπέδωσης των νέων μέτρων και της χρήσης μάσκας με μια διαδικασία που αρμόζει στις εκπαιδευτικές ιδιαιτερότητες νηπίων, παιδιών και εφήβων. Και μετά από ένα μήνα έστω (γύρω στα τέλη Οκτωβρίου) θα μπορούσε με μια δυναμική αντίληψη να επανεκτιμηθεί η πανελλήνια εμπειρία και ανάλογα να υπάρξουν προσαρμοστικές αλλαγές. Αντ’ αυτού το Υπουργείο σπεύδει με ένα εκ των πραγμάτων «αγελαίο» συνωστισμό να επανεκκινήσει «άρον-άρον» όλα τα σχολεία χωρίς διάκριση ηλικιών, ιδιαίτερων αναγκών, υποδομών. Το εγχείρημα έτσι που διαμορφώνεται καταντάει αυτονόητα άκρως επικίνδυνο.
Όσο για την χρήση μάσκας, έχω να παρατηρήσω ότι για να λειτουργήσει το μέτρο είναι ανάγκη ήδη από την πρώτη μέρα α. να τηρείται η σωστή εφαρμογή της μάσκας, β. να τηρείται από όλους τους εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία ενώ κάτι τέτοιο είναι σαφές ότι απαιτεί μια περίοδο όχι μόνο προσαρμογής αλλά ανάπτυξης της απαραίτητης παιδαγωγικής διαδικασίας που θα κάνει τον μαθητή/τρια συμμέτοχο της σωστής αντιμετώπισης του ζητήματος χωρίς να καταντήσει νεκρό γράμμα και μια επιβολή που μοιραία θα επισύρει την αντίδραση των παιδιών κι εφήβων. Να γιατί είναι από κάθε άποψη αψυχολόγητο το να ξεκινήσουν τα σχολεία με όλο το μαθητικό δυναμικό μέσα στην τάξη. Ποιοι θα είναι αυτοί που θα επιβλέπουν τα παιδιά, θα τα παροτρύνουν, θα τα συμβουλεύουν, θα υποδείξουν την σωστή χρήση της μάσκας, με ποιες διαδικασίες το εκπαιδευτικό προσωπικό θα προσπαθήσει γρήγορα και αποτελεσματικά να εμπεδώσουν οι μαθητές την αναγκαιότητα των μέτρων πρόληψης; Είναι οφθαλμοφανές ότι απαιτείται η πρόσληψη επιπλέον εκπαιδευτικού προσωπικού (όπως για παράδειγμα στην Ιταλία συμβαίνει ακριβώς αυτήν την περίοδο) και η «αραίωση» της παρουσίας των μαθητών στις τάξεις. Φαντάζεται κανείς μία δασκάλα σε τμήμα 27 μαθητών να προσπαθήσει να αρχίσει να διδάσκει όταν τα μισά παιδιά τραβούν και σέρνουν τις μάσκες τους και της ζητούν να τα βοηθήσει να εφαρμόσουν σωστά τη μάσκα τους; Ούτε η εκπαιδευτική πράξη συντελείται, ούτε η πρόληψη επί της ουσίας επιτυγχάνεται, με την αγωνία των εκπαιδευτικών να κορυφώνεται στο έπακρο…
Ο απαραίτητος καθαρισμός των χώρων
Είναι γνωστό πως ο καθαρισμός των χώρων του σχολείου (θρανία, πατώματα, τουαλέτες, σκάλες, είσοδοι, πόμολα, πόρτες) αποτελεί μείζον πρόβλημα στη συνήθη λειτουργία των σχολείων, ειδικά σε συνθήκες πανδημίας. Η υποχρηματοδότηση των σχολείων εδώ και χρόνια είχε θύμα της και την καθαριότητα των σχολείων. Λιγότερες προσλήψεις καθαριστριών, λιγότερες ώρες, καθυστέρηση έναρξης των συμβάσεων και το γεγονός (το οποίο μάλλον δεν είναι ευρέως γνωστό) ότι οι χώροι καθαρίζονται μετά το πέρας λειτουργίας των σχολείων. Για να τηρείται η ανάγκη καθαριότητας εν ώρα λειτουργίας απαιτούνται πολύ περισσότερα από την ελλιπέστατη κάλυψη των αναγκών σε προσωπικό για καθάρισμα.
Η μετακίνηση μαθητών
Συνήθως διαβάζοντας τα σχόλια και τις ανησυχίες όσων αυτές τις μέρες ασχολούνται με το πρόβλημα, δεν συναντούμε τον εύλογο προβληματισμό του πώς θα αντιμετωπιστεί ο συνωστισμός στα σχολικά λεωφορεία. Και στις πόλεις ένα ποσοστό αλλά οπωσδήποτε το σύνολο των μαθητών/τριών στα σχολεία εκτός πόλεων, μετακινείται με τα λεγόμενα «σχολικά» λεωφορεία που προβλέπονται για να καλύψουν τις ανάγκες μετακίνησης. Το δρομολόγιο διαρκεί κάποτε και περισσότερο από μία ώρα το πρωί και ανάλογα στην επιστροφή. Ποιος θα εγγυηθεί την σωστή τήρηση των μέτρων κατά την διαδικασία της μεταφοράς μαθητών αφού τα παιδιά δεν συνοδεύονται και αφού βρίσκονται δίπλα-δίπλα σε μεγάλους αριθμούς στον κλειστό χώρο της καμπίνας του λεωφορείου που τους μεταφέρει;
Τα κυλικεία
Όποιος έχει βρεθεί έστω και μία φορά στην αυλή ώρα διαλείμματος και έχει παρακολουθήσει την προσπάθεια των κυλικείων να εξυπηρετήσουν 35, 50 ή και παραπάνω μαθητές στη διάρκεια του δεκαπεντάλεπτου -έστω- διαλείμματος καταλαβαίνει πως είναι αστείο και να διανοηθεί έστω, ότι μπορεί να υπάρξει σωστή πρόληψη ειδικά με την ακατανόητη εξαγγελία ότι κατά την διάρκεια του διαλείμματος δεν είναι υποχρεωτική η μάσκα.
Καταλήγοντας, με την πρώτη αυτή προσέγγιση στο πολυπαραγοντικό κι ευαίσθητο θέμα της λειτουργίας των σχολείων της χώρας εν μέσω πανδημίας -η οποία εμφανώς έχει επιστρέψει «δριμύτερη»- κατανοεί ότι απαιτείται σοβαρότητα, υψηλή συναίσθηση ευθύνης ώστε να καταλήξουμε σε έξυπνες λειτουργικές λύσεις που θα προστατεύσουν πρώτιστα τους μαθητές, τα παιδιά μας στα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς (με κάθε ιδιαιτερότητα ηλικίας και προσωπικών αναγκών) και κατ’ επέκταση γονείς και ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον από την υψηλή μεταδοτικότητα του κορονοϊού διαμορφώνοντας ταυτόχρονα μια ανάλογη νοοτροπία και στάση ζωής που διέπεται από το αίσθημα συλλογικής ευθύνης και επαγρύπνησης. Αντίθετα, τα μέτρα που σήμερα εξαγγέλθηκαν από την ελληνική πολιτεία για την έναρξη του σχολικού έτους, μοιάζουν να αγνοούν εν πολλοίς την εκπαιδευτική πραγματικότητα και τις εξαιρετικά ευαίσθητες παραμέτρους που αφορούν στο μεγάλο κοινωνικό σύνολο μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων συνακόλουθα.