Πολύ πρόσφατα, μία ομάδα επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αξιολογώντας τις πιθανότητες η ανθρωπότητα να βρεθεί στο κατώφλι ενός μαζικού αφανισμού από κάποια μη ανθρωπογενή αιτία, είχαν εκτιμήσει ότι η πιθανότητα ήταν μικρότερη από μία στις 14.000 και πιθανώς μικρότερη από μία στις 87.000. Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο Homo sapiens, εκτιμάται ότι υπάρχει στη Γη για τουλάχιστον 200.000 χρόνια.
Οι ιοί που προϋπήρχαν της ζωής
Αυτό το χρονικό διάστημα μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό αν αναλογιστεί κανείς πότε εμφανίστηκαν οι ιοί στη Γη. Θεωρείται ότι είναι παλιότεροι και από την ίδια τη ζωή. Αλλωστε η οικογένεια των ιών, καμιά 400αριά γνωρίζει σήμερα ο άνθρωπος, κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας δηλαδή είναι και δεν είναι ζωντανές δομές. Ουσιαστικά οι ιοί είναι γενετικό υλικό κλεισμένο σε έναν σάκο από πρωτεΐνες, μπορεί να έχουν και ένα επιπλέον περίβλημα από λιπίδια αλλά δεν δείχνουν το παραμικρό ίχνος ζωής παρά μόνο όταν θα εισέλθουν σε έναν οργανισμό. Τότε θα εισβάλουν στα κύτταρά του και θα αξιοποιήσουν τους μηχανισμούς τους για να αναπαραγάγουν το γενετικό τους υλικό με καταστροφικές συνέπειες για τον τρωθέντα οργανισμό.
Προφανώς ο ιός, η ύπαρξη του οποίου έγινε γνωστή στον άνθρωπο μόλις ανακαλύφθηκε το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, δεν ήταν η μία πιθανότητα στις 87.000 που θα μπορούσε να προκαλέσει τον ανθρώπινο αφανισμό.
Ομως οι επιστήμονες φαίνεται πως διαψεύστηκαν και ο εξελιγμένος κοροναϊός συνεχίζει να αποδεκατίζει ζωές σε κάθε χώρα του κόσμου. Μία πανδημία, θεωρείτο ανέκαθεν από τις πιο επίφοβες αιτίες αφανισμού μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού. Οχι όμως η μόνη. Εδώ και δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, αντικείμενα που διέρχονται κοντά από τον πλανήτη μας αλλά και τεράστιοι γεωλογικοί σχηματισμοί στη Γη όπως τα υπερηφαίστεια, θεωρούνται από τις κυριότερες αιτίες πρόκλησης μαζικού αφανισμού ειδών στη Γη, αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι στο απώτατο παρελθόν, συντέλεσαν ή προκάλεσαν κάποιον από αυτούς.
Μέχρι τώρα, κατά τα τελευταία 541 εκατομμύρια χρόνια έχουν υπάρξει στον πλανήτη μας πέντε μεγάλες μαζικές εξαφανίσεις ειδών και άλλες 13 μικρότερες, σύμφωνα με το «αρχείο» των απολιθωμάτων. Η έκρηξη ενός υπερηφαιστείου, όπως για παράδειγμα του Γέλοουστοουν στις ΗΠΑ, μπορεί να είναι καταλυτική για τη ζωή στη Γη.
Τα υπερηφαίστεια
Το υπερηφαίστειο του Γέλοουστοουν εκτιμάται ότι έχει εκραγεί περισσότερες από 140 φορές. H τελευταία έκρηξη πριν από 600.000 χρόνια θεωρείται ότι απελευθέρωσε 1.000 κυβικά χιλιόμετρα λάβας και τέφρας. Μέχρι σήμερα οι επιστήμονες πίστευαν ότι χρειάζονταν 100.000 με 200.000 χρόνια για να γεμίσουν οι δεξαμενές μάγματος που τροφοδοτούν αυτά τα ηφαίστεια και να δημιουργηθεί η πίεση που θα τα κάνει να εκραγούν. Τώρα, όμως, διαπίστωσαν ότι αρκούν ακόμα και λίγες εκατοντάδες χρόνια.
Ενα χαρακτηριστικό υπερηφαίστειο, από τα ελάχιστα που υπάρχουν στη Γη, είναι λοιπόν το Γέλοουστοουν, όπου τεράστιες δεξαμενές μάγματος υπάρχουν στο υπέδαφος, σε βάθος εννέα χιλιομέτρων.
Η συσσώρευση του μάγματος ξεκινά σε βάθος 600 χιλιομέτρων και ανεβαίνει προς την επιφάνεια της Γης. Από το 2004, το μάγμα ανεβαίνει με ταχύτητα-ρεκόρ.
Η καλντέρα του Γέλοουστοουν μοιάζει με ένα καπάκι κατσαρόλας και σχηματίστηκε πριν από 600.000 χρόνια, όταν έγινε η τελευταία γιγαντιαία έκρηξη στην περιοχή. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η ώρα που θα εκραγεί ξανά είναι πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι νόμιζαν. Οταν γίνει, θα είναι η τέταρτη έκρηξη σε μια περίοδο 2,1 εκατομμυρίων χρόνων.
Αυτό που θα συμβεί, λένε οι ειδικοί, είναι κάτι αντίστοιχο – αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα – της έκρηξης του ηφαιστείου της Σαντορίνης πριν από 3.600 χρόνια. Θα υπάρχει μεγάλη απώλεια ζωής, θα καταστραφούν μεγάλες εκτάσεις, θα αλλάξει το παγκόσμιο κλίμα, ενώ η οικονομία του πλανήτη θα δεχθεί τεράστιο πλήγμα αν δεν καταρρεύσει.
Οι επιστήμονες κατατάσσουν την έκρηξη ενός υπερηφαιστείου δεύτερη σε πιθανότητα μαζικής καταστροφής, μετά την σύγκρουση ενός αστεροειδούς με τη Γη.
Οταν το ηφαίστειο Γέλοουστοουν εξερράγη για τελευταία φορά πριν από 640.000 χρόνια, ένα μεγάλο σύννεφο στάχτης κάλυψε τη Βόρεια Αμερική επηρεάζοντας το κλίμα. Ωστόσο, αν μία έκρηξη συνέβαινε σήμερα, που ο μαγματικός του θάλαμος είναι ακόμη μεγαλύτερος από τότε, το ηφαιστειακό υλικό που θα εκτοξευόταν στην ατμόσφαιρα θα έκανε τον γύρο της Γης επηρεάζοντας το κλίμα όλου του πλανήτη.
Αστεροειδείς
Καθόλη τη διάρκεια της γεωλογικής του εξέλιξης, ο πλανήτης μας βομβαρδίστηκε συστηματικά από τις πτώσεις αστεροειδών και κομητών, συχνά μάλιστα με καταστροφικά αποτελέσματα. Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν αυτού του είδους οι διαστημικοί εισβολείς είναι πραγματικός.
Μόλις τον Φεβρουάριο του 2013, η έκρηξη μίας διαστημικής βολίδας πάνω από την Ρωσία, η οποία απελευθέρωσε τουλάχιστον 20 φορές περισσότερη ενέργεια απ’ αυτήν που απελευθέρωσε η ατομική βόμβα της Χιροσίμα, μας υπενθύμισε με τον πλέον σαφή τρόπο το πόσο πραγματικός είναι αυτός ο κίνδυνος. Επιπλέον, όπως έδειξε και η συντριβή του κομήτη Shoemaker-Levy στον Δία τον Ιούλιο του 1994, ο βομβαρδισμός των πλανητών του Ηλιακού συστήματος από τέτοιους διαστημικούς εισβολείς δεν είναι κάτι που συνέβαινε μόνο κατά την πρώτη περίοδο της εξέλιξής του, αλλά που με εμφανώς λιγότερη συχνότητα μπορεί να συνεχίζεται και σήμερα.
Στη Σελήνη, ειδικότερα, έναν εντελώς άνυδρο και γεωλογικά «νεκρό» κόσμο, έχουν καταγραφεί περισσότεροι από 300.000 κρατήρες με μέγεθος ίσο ή μεγαλύτερο του 1 χλμ. Στον πλανήτη μας, αντιθέτως, οι πραγματικά μεγάλοι κρατήρες, με διάμετρο μεγαλύτερη των 20 χλμ. που έχουμε εντοπίσει, μόλις υπερβαίνουν τους 45, ενώ ο συνολικός αριθμός των κρατήρων δεν υπερβαίνει τους περίπου 175. Εχει υπολογιστεί ότι οι αστεροειδείς και οι κομήτες που συνετρίβησαν στην επιφάνειά της Γης πρέπει να ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσιοι απ’ αυτούς που έπεσαν στη Σελήνη, δηλαδή περισσότεροι από 3 εκατομμύρια κρατήρες πρόσκρουσης με διάμετρο 1 χλμ ή μεγαλύτερη!
Η συνεχής, όμως, διάβρωση των επιφανειακών πετρωμάτων από τα στοιχεία της Φύσης και η ασταμάτητη τεκτονική δραστηριότητα που αναμορφώνει συνεχώς την επιφάνεια της Γης μέσα από τη μετατόπιση των τεκτονικών πλακών και τις ηφαιστειακές εκρήξεις, απαλείφουν τα προγενέστερα χαρακτηριστικά της και οι «ουλές» που προκλήθηκαν από τη πτώση των διαστημικών εισβολέων «σβήνουν» με το πέρασμα του γεωλογικού χρόνου.
Τέτοιου είδους προσκρούσεις, ικανές να προκαλέσουν μαζικούς αφανισμούς των ειδών, είναι εξαιρετικά σπάνιες και συμβαίνουν κάθε 100 εκατομμύρια χρόνια περίπου. Πραγματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συχνότητα της σύγκρουσης ενός αστεροειδούς με την Γη είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους του. Διαστημικές βολίδες με διάμετρο 50 μέτρων εισέρχονται στη γήινη ατμόσφαιρα με συχνότητα που συνήθως δεν υπερβαίνει τη μία φορά κάθε λίγες εκατοντάδες έως λίγες χιλιάδες χρόνια. Από την άλλη, αστεροειδείς με διάμετρο 1-2 χλμ βομβαρδίζουν κατά μέσο όρο τον πλανήτη μας κάθε 1 εκατ. χρόνια, ενώ αστεροειδείς διαμέτρου 5 χλμ κάθε 10 εκατομμύρια χρόνια.
πηγή: https://www.in.gr/