Αδύνατο σημείο είναι ότι οι εκπαιδευτικοί στερούνται ευκαιριών ανάπτυξης των παιδαγωγικών τους ικανοτήτων, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Οι απειλές, οι ευκαιρίες, τα δυνατά και αδύνατα σημεία του εκπαιδευτικού συστήματος, αποτυπώνει το υπουργείο Παιδείας στον ακολουθο πίνακα που διαβάζουμε στο esos.gr:
Για τους εκπαιδευτικούς
Δυνατό σημείο αποτελεί το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των εκπαιδευτικών, ωστόσο αδύνατο σημείο είναι ότι οι εκπαιδευτικοί στερούνται ευκαιριών ανάπτυξης των παιδαγωγικών τους ικανοτήτων, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ως εκ τούτου, οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποτελεσματική διαχείριση ιδιαίτερα νέων φαινομένων, όπως σχολικός εκφοβισμός, πολυπολιτισμική σύνθεση σχολείων, διαχείριση συγκρούσεων.
Δυσκολίες σε χρήση ΤΠΕ και γήρανση εκπαιδευτικού προσωπικού: Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών δυσκολεύεται να χρησιμοποιεί ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Επίσης, ένα μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών συνταξιοδοτήθηκε και η μη δυνατότητα προσλήψεων λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών αύξησε υπέρογκα τον αριθμό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, ενώ παράλληλα παρατηρείται γήρανση του εκπαιδευτικού προσωπικού σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Ψηφιακές δεξιότητες
Μέχρι σήμερα το ψηφιακό σχολείο δεν έχει επιτευχθεί στον απαιτούμενο βαθμό και οι ψηφιακές δεξιότητες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ως μεγάλο κενό. Αναφορικά με τις ψηφιακές δεξιότητες, η χώρα μας κατατάσσεται στην 26η θέση στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) για το έτος 2019 με το 54% των ατόμων ηλικίας 16-74 ετών να μην έχουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες και το 31% να μην έχουν καμία ψηφιακή δεξιότητα, ενώ υπολείπεται και στο ποσοστό πτυχιούχων Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ).
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ στην κατάταξη του Eυρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI), με βαθμολογία 9/100 ως προς την αντιστοίχιση δεξιοτήτων (skills matching), ενώ είναι στην 24η θέση ως προς την ενεργοποίηση των δεξιοτήτων (skills activation) με βαθμολογία 43/100 και τέλος ως προς την ανάπτυξη δεξιοτήτων (skills development) βρίσκεται στην 23η θέση με βαθμολογία 41/100.
Η έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες είναι ζωτικής σημασίας και εξαιρετικά επείγουσα, καθώς θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον ψηφιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας.
Συμμετοχή στην εκπαίδευση
Η δίχρονη προσχολική εκπαίδευση επεκτείνεται διαρκώς, ωστόσο απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση. Το ποσοστό φοίτησης στην προσχολική εκπαίδευση (4-6 ετών) το έτος 2018 ανήλθε σε ποσοστό 81,5% ενώ υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ (95,4%) και του ευρωπαϊκού κριτηρίου.
Στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) η σχολική διαρροή παραμένει υψηλή. Παρότι έχουν εισαχθεί σημαντικές παρεμβάσεις για την αναβάθμισή της, όπως το πρόγραμμα Μια Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ, σημειώνεται ως αδύνατο σημείο η υψηλή μαθητική διαρροή (11%), που είναι αρκετά μεγαλύτερη σε σχέση με τη γενική εκπαίδευση.
Η συμμετοχή στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί δυνατό σημείο, δεδομένου ότι το έτος 2018, ποσοστό 44,3% του πληθυσμού, ηλικίας 30-34 ετών, ολοκλήρωσαν την ανώτατη εκπαίδευση έναντι του εθνικού στόχου ποσοστού 32% και του ευρωπαϊκού στόχου ποσοστού 39,9% (ΜΟ ΕΕ 40,7%).
Επίσης, δυνατό σημείο στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί η αύξηση συμμετοχής στον 2ο και 3ο κύκλο σπουδών μεταξύ των ετών 2002-2017, με αύξηση των αποφοίτων σε ποσοστό +339,4% (13.227 απόφοιτοι) για τον 2ο κύκλο και ποσοστό +189% (1.593 άτομα) για τον 3ο κύκλο. Ωστόσο, αδύνατο σημείο αποτελούν τα χαμηλά ποσοστά και ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης των σπουδών και η έλλειψη συστηματικής συλλογής σχετικών στοιχείων.
Οι ανισότητες στη συμμετοχή στην εκπαίδευση αποτελούν αδύνατο σημείο του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρά το γεγονός ότι η πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης από τους νέους ηλικίας 18-24 ετών σημείωσε περαιτέρω μείωση μεταξύ γηγενών (5,4% το έτος 2016 και 3,9% το έτος 2017), αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια μεταξύ των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό (16,9% το έτος 2016 και 17,9% το έτος 2017) διευρύνοντας, με αυτόν τον τρόπο, το χάσμα μεταξύ των δύο ομάδων.
Επιπλέον, διαφορά υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων, κατά 2,1 μονάδες, καθώς το ποσοστό των ανδρών που εγκατέλειψαν ήταν υψηλότερο από εκείνο των γυναικών κατά 5,7%.
Επίσης, ανισότητες παρατηρούνται αναφορικά με αστικές και αγροτικές περιοχές και με μαθητές προερχόμενους από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα. Χαμηλή είναι και η ανταπόκριση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στην υποστήριξη μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ενώ ένα επιπλέον αδύνατο στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί, η μη ένταξη στην εκπαίδευση αξιοσημείωτου ποσοστού μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο.
Τέλος, ανισότητες παρατηρούνται διαχρονικά και στην πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση μεταξύ φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες με «υψηλό» και «πολύ υψηλό» κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο (36,3% και 2,1 % για το έτος 2001 έναντι 45,6% και 4,7% για το έτος 2014,αντίστοιχα), με αντίστοιχη μείωση στις οικογένειες με «μεσαίο» και «χαμηλό» κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο (52,1% και 9,5% το έτος 2001 έναντι 42,5% και 7,2% το έτος 2014, αντίστοιχα). Η διαφορά εντάθηκε στη διάρκεια της κρίσης, σε βάρος κυρίως φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες «μεσαίου» μορφωτικού επιπέδου και λιγότερο φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες «χαμηλού» μορφωτικού επιπέδου.
Δεξιότητες
Χαμηλές επιδόσεις παρουσιάζονται στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών 15 ετών του ΟΟΣΑ (PISA). Το ποσοστό μαθητών με χαμηλές επιδόσεις ήταν 30,5% στην κατανόηση κειμένου (literacy) έναντι 21,7% ΜΟ στην ΕΕ, 35,8% στον αριθμητισμό (numeracy) έναντι 22,4% ΜΟ στην ΕΕ και 31,7% στις φυσικές επιστήμες έναντι 21,6% ΜΟ στην ΕΕ.
Το ποσοστό υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό στόχο για το έτος 2020 που ορίστηκε σε <15%, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης των εν λόγω δεξιοτήτων.
Οι επιδόσεις του ενήλικου πληθυσμού της χώρας μας στη γλώσσα (literacy), στον αριθμητισμό (numeracy) και στην επίλυση προβλήματος (problem solving) είναι χαμηλές.
Ποσοστό 26,5% των ενηλίκων έχει πολύ χαμηλό επίπεδο στην κατανόηση κειμένου με αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ 18,9%, ποσοστό 28,5% των ενηλίκων έχει πολύ χαμηλό επίπεδο αριθμητισμού με ΜΟ στον ΟΟΣΑ 22,7%, ενώ οι δεξιότητες υψηλού επιπέδου επίλυσης μαθηματικών προβλημάτων είναι σε ποσοστό 5,6% με ΜΟ στον ΟΟΣΑ 11,2%.
Αναδεικνύεται, συνεπώς, η ανάγκη επέκτασης της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση αλλά και ενίσχυσης της απόκτησης δεξιοτήτων και ικανοτήτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, κατάρτισης και διά βίου μάθησης, ώστε να υποστηριχθεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και η ισότιμη συμμετοχή των πολιτών όλων των ηλικιών.
Αναφορικά με τις ανισότητες στις επιδόσεις, στην Ελλάδα μόνο το 1% των μαθητών που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον σημείωσαν πολύ υψηλές επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου (επίπεδα 5 και 6), έναντι 3% του Μ.Ο. των χωρών του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, το 12% περίπου των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο πέτυχαν επίδοση που τους κατέταξε στο υψηλότερο ποσοστό 25% της βαθμολογίας στην κατανόηση κειμένου, έναντι 17% αντίστοιχου υπόβαθρου μαθητών που πέτυχαν αντίστοιχη επίδοση στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Διεθνοποίηση και εξωστρέφεια
Υψηλός αριθμός Ελλήνων φοιτητών και επιστημόνων φοιτούν – εργάζονται στο εξωτερικό, ενώ χαμηλός αριθμός αλλοδαπών φοιτητών φοιτούν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, παρατηρείται ότι μεγάλο ποσοστό Ελλήνων σπουδάζουν στο εξωτερικό, το οποίο ανέρχεται το έτος 2017 σε ποσοστό 12,1% σε προπτυχιακούς απόφοιτους (ΜΟ στην ΕΕ 3,6%) και 25,8% σε απόφοιτους μεταπτυχιακού επιπέδου (ΜΟ στην ΕΕ 5%), και πολύ χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών φοιτητών στα ελληνικά ιδρύματα (ποσοστό 1,6%, ΜΟ στην ΕΕ 10,8%). Ως εκ τούτου παρατηρείται εσωστρέφεια της ανώτατης εκπαίδευσης και έλλειψη διεθνοποίησης.
Η ερευνητική δραστηριότητα των ιδρυμάτων υπερέχει έναντι άλλων χωρών της ΕΕ ως προς το πλήθος των δημοσιεύσεων, τη διεθνή αναγνώριση και τις επιδόσεις, την ανάληψη ανταγωνιστικών χρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων (14η θέση ως προς τον αριθμό των δημοσιεύσεων ανά ερευνητή ανάμεσα σε 25 κ/μ της ΕΕ).
Ωστόσο, ο διεθνής προσανατολισμός των ιδρυμάτων βρίσκεται στα αρχικά του βήματα, ελλείψει στρατηγικού σχεδίου και διαμόρφωσης του αναγκαίου πλαισίου εφαρμογής.
Υποδομές και εξοπλισμοί
Οι σχολικές υποδομές παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις, καθώς συχνά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου σχολείου δεξιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, απαιτούνται μετατροπές και διαμορφώσεις χώρων εντός υφιστάμενων κτηρίων, διδακτηρίων και αύλειων χώρων ή και νέα κτίρια, όπου δεν υπάρχουν.
Επίσης, παρά την προμήθεια εργαστηριακού εξοπλισμού και εξοπλισμού ΤΠΕ την τρέχουσα προγραμματική περίοδο, υφίστανται και δημιουργούνται συνεχώς νέες ανάγκες, όπως επαναπροσδιορισμός ειδικοτήτων, νέα προγράμματα σπουδών και ανάγκη απόκτησης νέων δεξιοτήτων.
Ακόμα, το δίκτυο των σχολικών κτηρίων και των ιδρυμάτων χρειάζεται ενεργειακή αναβάθμιση καθώς και ενίσχυση της προσβασιμότητάς του για άτομα με αναπηρία. Επιπλέον, η υποχρεωτική εφαρμογή της δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης επιβάλλει την εξασφάλιση επιπλέον αιθουσών και νέων κτηριακών εγκαταστάσεων μόνιμης σχολικής στέγης πέραν των προσωρινών που ήδη δημιουργούνται.
Οι δράσεις προμήθειας εξοπλισμού ενίσχυσαν και αντικατέστησαν σε κάποιο βαθμό τον παλαιωμένο εξοπλισμό ΤΠΕ των σχολικών μονάδων, ωστόσο καλύφθηκε ποσοστό μικρότερο των πραγματικών αναγκών, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται.
Παράλληλα, διαπιστώνονται ανάγκες για κάλυψη εξοπλισμού ΤΠΕ για τις νέες μορφές μάθησης, λαμβάνοντας υπόψη τη γρήγορη απαξίωσή του. Το ίδιο ισχύει και για τις ψηφιακές υποδομές, οι οποίες, πλέον, είναι απαραίτητες τόσο για τη συνήθη λειτουργία των δομών όσο και για την κάλυψη των αναγκών σε εξ αποστάσεως εκπαίδευση.
Αναφορικά με τις υποδομές και τους εξοπλισμούς της ανώτατης εκπαίδευσης προκύπτουν μεγάλες ανάγκες για κτηριακές υποδομές, για τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την υποστήριξη της ανάπτυξης νέων σύγχρονων δεξιοτήτων.
Ελλείψεις διαπιστώνονται και ως προς τις υποδομές φοιτητικής μέριμνας και φοιτητικής κατοικίας με σημαντικές διαφορές μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Η στόχευση σε δράσεις παρεμβάσεων σε υποδομές για μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος αλλά και για την εξασφάλιση της προσβασιμότητας σε όλους αποτελούν προτεραιότητα και ζητούμενο.
Οι ψηφιακές υποδομές, τόσο για τις ανάγκες λειτουργίας των ιδρυμάτων όσο και για τις ακαδημαϊκές και ερευνητικές τους δραστηριότητες, είναι κρίσιμης σημασίας και θεωρείται ότι θα πρέπει να καλυφθεί μεγάλο έδαφος για να προσεγγιστεί ο επιθυμητός βαθμός κάλυψης.
Η ανάγκη εκσυγχρονισμού των συγγραμμάτων και η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή καθώς και η πρόσβαση σε ακαδημαϊκές-ερευνητικές πηγές διεθνών οίκων αποτελεί, επίσης, μια σημαντική παράμετρο που απαιτεί ενίσχυση.
πηγή: https://newspedia.gr/