Δείτε τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) για το 2020. Η απασχόληση των πτυχιούχων ΑΕΙ στην Ελλάδα βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ
Αναφορικά με τις αποδοχές των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης, η χώρα μας βρίσκεται σε σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, απέχοντας 16 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο.
Ωστόσο, το ποσοστό κατόχων πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και διεθνώς σημειώνει διαχρονική αύξηση. Από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat προκύπτει ότι το επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης του πληθυσμού, διεθνώς, εμφανίζει διαχρονικά ανοδική τάση, τόσο στις ηλικίες 25-34 όσο και στις ηλικίες 25-64. Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, τα άτομα ηλικίας 25-34 διαθέτουν κατά μέσο όρο υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης απ’ ό,τι τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.
Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπερτερούν αριθμητικά έναντι των ανδρών.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ηλικίες 25-34 βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ: 42% έναντι 45% στον ΟΟΣΑ.
Αντίθετα, στις ηλικίες 25-64 το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπολείπεται σημαντικά: 32% έναντι 40% στον ΟΟΣΑ. Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα (επίπεδα 5-8) υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών κατά 15%.
Πάντως, η αμοιβή των γυναικών με πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης ανέρχεται μόλις στο 78% των αποδοχών των ανδρών.
Η απασχόληση των πτυχιούχων στην Ελλάδα βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64 (76%), όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25-34 (73%), απέχοντας 12 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Βεβαίως, η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών αυξάνει τις πιθανότητες απασχόλησης κατά 7%, σε σύγκριση με τις πιθανότητες των κατόχων πρώτου πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η κατοχή διδακτορικού τίτλου κατά 13%.
Όσον αφορά στις αποδοχές των πτυχιούχων, η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, απέχοντας 16 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο.
Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η ανεργία των πτυχιούχων, ιδιαίτερα των νέων, παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, ενώ η ανεργία των πτυχιούχων συνολικά στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των χωρών της ΕΕ28, παρότι παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ετών 2016-2020. Επιπλέον, η ανεργία πτυχιούχων γυναικών στην Ελλάδα υπερβαίνει αυτή των ανδρών κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι επιλογές των φοιτητών παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από εκείνες στην ΕΕ, με μεγαλύτερη προτίμηση προς τις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες και σημαντικά μικρότερη για επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Επισημαίνεται ότι η προτίμηση για επιστήμες πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων (3,42% των προτιμήσεων) εμφανίζεται κατώτερη των αναγκών της αγοράς εργασίας και των προοπτικών που διαγράφονται για δεξιότητες του μέλλοντος.
Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φοιτητών σε σχέση με τον πληθυσμό της. Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή η μέτρηση γίνεται επί των εγγεγραμμένων φοιτητών και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς θεωρούνται μη ενεργοί, η σύγκριση δεν αποτυπώνει ακριβώς την πραγματικότητα. Για τους ίδιους λόγους, το ποσοστό των αποφοίτων στο σύνολο των φοιτητών ετησίως (8,91)% παραμένει το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και υπολείπεται σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (25%).
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερο το ποσοστό των ανδρών έναντι των γυναικών στον πρώτο κύκλο σπουδών, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες.
Τόσο στο πλήθος των αποφοίτων, όσο και στις μεταπτυχιακές σπουδές, όμως, οι γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών.
Το διδακτικό προσωπικό στην Ελλάδα παραμένει το πλέον ολιγάριθμο σε σχέση με τον φοιτητικό πληθυσμό και παρουσιάζει τη δυσμενέστερη αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με την έκθεση «Education at a Glance» του ΟΟΣΑ για το έτος 2020, στο σύνολο των χωρών του το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 25-34 που διαθέτουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (επίπεδο 5-8) ανέρχεται στο 45%, ενώ στις 23 ευρωπαϊκές χώρες μέλη του Οργανισμού, το αντίστοιχο ποσοστό υπολογίζεται στο 44%.1
Εστιάζοντας στους νέους πτυχιούχους, ηλικίας 25-34, οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα του εργατικού δυναμικού μιας χώρας για τις επόμενες δεκαετίες, η χώρα μας βρίσκεται πολύ κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ με ποσοστό 42%.
Στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ηλικίες 25-34, περιλαμβάνονται η Ιρλανδία και η Κορέα με ποσοστό 70%, ο Καναδάς 63%, η Ιαπωνία και η Ρωσία 62%2, η Λιθουανία και το Λουξεμβούργο με 55%, η Ελβετία με 53%, η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο με ποσοστό 52%.
Τα κατωτέρω ποσοστά παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον κατά την ανάλυσή τους με βάση το φύλο ανά χώρα. Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, οι γυναίκες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (25-34) υπερτερούν των ανδρών. Η μεγαλύτερη διαφορά υπέρ των γυναικών εμφανίζεται στην Εσθονία +26% και ακολουθούν η Λετονία, η Λιθουανία, η Σλοβενία και το Ισραήλ +21%.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των γυναικών ηλικίας 25-34 με πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης υπερτερεί αυτού των ανδρών κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες.
Οι μικρότερες διαφορές υπέρ των γυναικών εντοπίζονται στο Μεξικό και τη Νότια Αφρική +1%.
Το 2020, το ποσοστό του πληθυσμού (ηλικίας 30-34) που είναι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα ανήλθε σε 39% για τους άνδρες και σε 49% για τις γυναίκες (με συνολικό μέσο όρο 44%), ξεπερνώντας κατά πολύ τον εθνικό στόχο για το 2020, ο οποίος τέθηκε στο 32%.
Τις καλύτερες επιδόσεις για το 2020 στον συνολικό πληθυσμό παρουσιάζουν το Λουξεμβούργο 62%, η Κύπρος και η Λιθουανία 60%, η Ιρλανδία 58%, η Ελβετία 56%, η Ολλανδία 54%, η Σουηδία και η Νορβηγία 52%, όπου πάνω από το 50% του πληθυσμού ηλικίας 30-34 έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αντίθετα, στις χαμηλότερες θέσεις της κατάταξης βρίσκονται η Ρουμανία 26%, η Σερβία, η Τουρκία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία 33%.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως σε επίπεδο ΕΕ το ποσοστό των γυναικών που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση στις ηλικίες 30-34 είναι υψηλότερο από εκείνο των ανδρών σε όλα τα κράτη μέλη, ενώ ο μέσος όρος συνολικά για τις χώρες μέλη της ΕΕ είναι 41%, ξεπερνώντας οριακά τον στόχο του 40%.
Από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat προκύπτει ότι το επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού, διεθνώς, εμφανίζει διαχρονικά ανοδική τάση, τόσο στις ηλικίες 25-34 όσο και στις ηλικίες 25-64.
Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, τα άτομα ηλικίας 25-34 διαθέτουν κατά μέσο όρο υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης απ’ ό,τι τα μεγαλύτερης ηλικίας.
Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπερτερούν αριθμητικά έναντι των ανδρών.
Στην Ελλάδα,το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ηλικίες 25-34 βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ: 42% έναντι 45% στον ΟΟΣΑ.
Αντίθετα, στις ηλικίες 25-64 το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπολείπεται σημαντικά: 32% έναντι 40% στον ΟΟΣΑ.
Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα (επίπεδα 5-8) υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών κατά 15%.
Η απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης 25-34 ετών παρουσιάζει, κατά περίπτωση, αυξομειώσεις. Στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, το 2019, η μέση απασχόληση των νέων πτυχιούχων ανερχόταν σε 85%, οριακά βελτιωμένη σε σύγκριση με το 2017 και το 2018.
Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης στους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 (επίπεδα 5-8) εμφανίζουν η Λιθουανία και η Ολλανδία 92%, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελβετία και η Ισλανδία 90%.
Στο παρακάτω σχήμα εμφανίζονται οι σχετικές αποδοχές των εργαζομένων με ανώτατη εκπαίδευση (επίπεδα 5-8) για τις ηλικίες 25-64, το έτος 2018. Ο δείκτης σχετικών αποδοχών για τους εργαζομένους με ανώτατη εκπαίδευση έχει ως βάση σύγκρισης τις αποδοχές των απόφοιτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες αποτυπώνονται ως 100 μονάδες.
Η μεγαλύτερη διαφορά στις αποδοχές υπέρ των εργαζομένων με ανώτατη εκπαίδευση εμφανίζεται στη Βραζιλία, τη Χιλή, την Κολομβία και την Κόστα Ρίκα, όπου οι εργαζόμενοι με ανώτατη εκπαίδευση έχουν πλέον των διπλάσιων αποδοχών από τους εργαζόμενους με δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ακολουθούν η Λιθουανία και η Ουγγαρία (177), οι ΗΠΑ (171), η Πορτογαλία (169) και η Τουρκία (167).
Στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, οι αποδοχές για τους αποφοίτους της τριτοβάθμιας ανέρχονται σε 138.
Οι μικρότερες διαφορές υπέρ των εργαζομένων με ανώτατη εκπαίδευση εντοπίζονται στη Νορβηγία (118), τη Σουηδία (122) και τη Δανία (124).
Στο σύνολο των χώρων του ΟΟΣΑ (μέσος όρος), οι αποδοχές των εργαζόμενων γυναικών στις ηλικίες 25-64 υπολογίζονται στο 75% των αποδοχών των ανδρών. Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών – γυναικών επηρεάζει αρνητικά την ισότητα των φύλων, η οποία αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και βασικό στόχο κάθε σύγχρονης δημοκρατικής χώρας.
Και στην Ελλάδα, οι εργαζόμενες γυναίκες με πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους, λαμβάνοντας το 78% των αποδοχών τους.
Συγκριτικά με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα είχε, το 2020, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (17,5%) – αν και μειωμένο από το 19,9% της προηγούμενης χρονιάς – στους πτυχιούχους ΑΕΙ ηλικίας 25-39, αρκετά πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΕ 27) 5,7%.
Μετά την Ελλάδα, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας εμφάνισε η Ισπανία (13,2%) και ακολουθούν η Τουρκία (12,4%), η Σερβία (11,6%), η Ιταλία (8,8%) η Κροατία (7,7%) και η Κύπρος (7,6%). Μεγαλύτερη ανεργία από την Ελλάδα σημειώνεται στη Βόρεια Μακεδονία (17,7%).
Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στους πτυχιούχους ΑΕΙ 25-39 εμφανίζουν: η Τσεχία μόλις 1,9%, η Πολωνία και η Ουγγαρία 2,3%, η Ρουμανία, η Ολλανδία και η Μάλτα (2,5%).
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο 2016-2020, στο σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων της χώρας οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι αριθμητικά λιγότεροι από τους αποφοίτους όλων των άλλων βαθμίδων εκπαίδευσης συγκεντρωτικά (Δευτεροβάθμια και Μετα-Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και μη φοίτηση σε σχολείο).
Το 2020, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναλογούσαν στο 40,19% του συνόλου των ανέργων της χώρας, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 38,07%, το οποίο καταγράφηκε την προηγούμενη χρονιά.
Την περίοδο 2016-2020, το ποσοστό των ανέργων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επί του συνόλου των εγγεγραμμένων ανέργων της χώρας παρουσίασε αύξηση κατά 3,31%, από 36,88% το 2016 σε 40,19% το 2020.
Πηγή: ipaideia.gr