Στη Γηραιά Ηπειρο και εκεί οι αγορές εργασίας είναι ανελαστικές, αν και όχι στην ίδια έκταση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου οι κενές θέσεις έφθασαν το 1,2 εκατ. τον Ιανουάριο, ήτοι ήταν κατά 100.000 λιγότερες από τον αριθμό όσων καταγράφηκαν ως άνεργοι. Τον δε Μάρτιο στη Γερμανία οι άνεργοι έφθασαν τα 2,35 εκατ. και οι κενές θέσεις τις 835.000, αριθμός ο οποίος ουσιαστικά αποτυπώνει μόνο το σχεδόν 40% της προσφερόμενης εργασίας. Παρά το γεγονός ότι οι δείκτες της ανεργίας τις πιο πολλές φορές χρησιμοποιούνται ως το βαρόμετρο της υγείας της αγοράς εργασίας, στερούνται ενός βασικού στοιχείου και αυτό έχει να κάνει με τη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στην παραγωγική διαδικασία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ανεργία ανήλθε τον Μάρτιο στο 3,6%, στο 3,1% στη Γερμανία τον Φεβρουάριο και στο 3,95% στη Βρετανία τον Ιανουάριο. Στο σύνολό τους θεωρούνται χαμηλότατοι και θα εξακολουθήσουν να υποχωρούν.
Στις ΗΠΑ των 6 εκατ. ανέργων τον Φεβρουάριο προσφέρονταν 11,3 εκατ. θέσεις εργασίας.
* Οι κ. Χόλγκερ Σμίντινγκ, Κάλουμ Πίκερινγκ και Σάλομον Φίντλερ είναι οικονομολόγοι της Berenberg Bank.Με όρους ποσοστού συμμετοχής για τον πληθυσμό, τον ευρισκόμενο σε παραγωγική ηλικία, η Γερμανία (79,3%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (77,9%) υπερτερούν των ΗΠΑ (73,9%) και της Γαλλίας (73,3%). Κι ενώ κατά την παρελθούσα δεκαετία το ποσοστό συμμετοχής έχει παρουσιάσει αύξηση ελάχιστη στις ΗΠΑ μόλις κατά 0,5 της ποσοστιαίας μονάδες, η ενίσχυση είναι 2,3 ποσοστιαίες μονάδες στη Γερμανία και 2,5 ποσοστιαίες μονάδες σε Βρετανία και Γαλλία. Τέλος, όπως στο Η.Β. τη δεκαετία του 1980 και στη Γερμανία τη δεκαετία του 2000, σήμερα οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας της Γαλλίας τη μετασχηματίζουν σε μία από τις κινητήριες οικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ