ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ “Τα αποτυπώματα της εξαπάτησης”

Ένα ιδιαιτέρως διαφωτιστικό σχόλιο για τα απρόσμενα (;) αποτελέσματα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι: «Το να ψεύδεται κανείς είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι, όμως το να λέει ψέματα στον εαυτό του είναι ακόμη πιο επικίνδυνο επειδή θέτει οικειοθελώς τον εαυτό του εκτός πραγματικότητας, κάτι που μπορεί να αποβεί μοιραίο».

Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα μεμονωμένα άτομα αλλά και για τα πολιτικά κόμματα που διεκδικούν ή κατέχουν την εξουσία.

Ο παραπάνω γενικός κανόνας -η φράση στα εισαγωγικά- βρίσκεται στη συνέντευξη του κορυφαίου Αμερικανού βιοανθρωπολόγου Ρόμπερτ Τρίβερς, την οποία παρουσιάσαμε την προηγούμενη εβδομάδα.

Η συνέντευξη συνοψίζει ικανοποιητικά τα βασικά συμπεράσματα των πρόσφατων επιστημονικών ερευνών σχετικά με τη ζωική εξαπάτηση και την ανθρώπινη αυτοεξαπάτηση.

Οι μελέτες αυτές περιγράφουν τον άνθρωπο ως τον τέλειο ψεύτη, ικανό να εξαπατά όχι μόνο τους συνανθρώπους του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.

Γιατί όμως το ανθρώπινο είδος, παρά την ανεπτυγμένη νοημοσύνη και τις μοναδικές γλωσσικές του ικανότητες, είναι πρωταθλητής στην αυτοεξαπάτηση;

Η αποτυχία όλων των μέχρι σήμερα μηχανών ανίχνευσης του ψεύδους οφείλεται στο αντιδιαισθητικό γεγονός ότι: το να ψεύδεται κάποιος είναι μια πολύ πιο σύνθετη και απαιτητική νοητική διεργασία από το να λέει την αλήθεια.

Όμως εκεί που οι παραδοσιακές προσεγγίσεις αποτυγχάνουν, οι πιο πρόσφατες τεχνολογίες «ανάγνωσης» του ανθρώπινου εγκεφάλου -μέσω π.χ. λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας- ενδέχεται να αποδειχτούν πολύ πιο αποτελεσματικές.

Kάθε άνθρωπος φαίνεται πως έχει την εγγενή τάση ή ανάγκη να πιστεύει ότι είναι πιο όμορφος, πιο έξυπνος, πιο ευαίσθητος, πιο εργατικός ή πιο αποτελεσματικός από τους άλλους.

Από τις προσωπικές οικογενειακές, ερωτικές ή φιλικές σχέσεις μέχρι τις διεθνείς σχέσεις και τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των λαών, οι άνθρωποι επιδεικνύουν διαχρονικά την εντυπωσιακή ικανότητα να αυτοεξαπατώνται και άρα να εξαπατούν τους άλλους.

Μια τόσο καθολική και πανταχού παρούσα συμπεριφορά επιλέχθηκε από τη βιολογική εξέλιξη επειδή προφανώς αποφέρει κάποια σαφή πλεονεκτήματα στους ψεύτες.

Η καθολική παρουσία της εξαπάτησης, όπως είδαμε, δεν αφορά αποκλειστικά εμάς τους ανθρώπους αλλά κάθε έμβιο οργανισμό.

Κάτι που, εξάλλου, επιβεβαιώνεται και από όλες τις επιτόπιες μελέτες των εξαπατητικών σωματικών χαρακτηριστικών και συμπεριφορών που «επινοούν» οι οργανισμοί για να επιβιώνουν και να αναπαράγονται.

Μελετώντας τέτοιες δόλιες συμπεριφορές οι εξελικτικοί βιολόγοι, οι ανοσολόγοι, οι ηθολόγοι και, πιο πρόσφατα, οι βιοανθρωπολόγοι κατέληξαν στον καθολικό «κανόνα της συνεξέλιξης»: ο απατεώνας και ο απατώμενος, ο θύτης και το θύμα εγκλωβίζονται σε ένα κοινό συνεξελικτικό παιχνίδι που στηρίζεται στις αμοιβαίες προσαρμογές των δύο παικτών.

Η ανάγκη για εξαπάτηση

Ειδικότερα για το ανθρώπινο είδος «η εξαπάτηση και η αυτοεξαπάτηση αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», όπως υποστηρίζει με πλήθος παραδειγμάτων ο Ρόμπερτ Τρίβερς στο βιβλίο του «Η μωρία των ανοήτων».

Ποιο είναι, ωστόσο, το βιολογικό υπόστρωμα των εξαπατητικών συμπεριφορών μας και ποια τα «πλεονεκτήματα» ή το «κόστος» της ανθρώπινης αυτοεξαπάτησης;

Αν, όπως όλα δείχνουν, η εξαπάτηση και η αυτοεξαπάτηση αποτελούν εγγενή και αναπόδραστα συστατικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τότε η κατανόηση των εγκεφαλικών μηχανισμών που εμπλέκονται σ’ αυτές είναι η προϋπόθεση για την κατανόησή τους και ίσως κάποτε στο μέλλον να αποδειχτεί το κλειδί για την προσωπική αντιμετώπιση και την κοινωνική διαχείριση της απάτης.

Μολονότι το να εξαπατάμε ή να λέμε ψέματα συνειδητά μάς δημιουργεί συνήθως κάποιο άγχος μήπως αποκαλυφθεί η απάτη, εντούτοις, όπως προκύπτει από πλήθος ερευνών, τα αντισταθμιστικά οφέλη από τα ψέματα, δηλαδή από τη συνειδητή εξαπάτηση, είναι πολύ περισσότερα.

Στο επιτυχημένο βιβλίο του με τον τίτλο «Ψεύτης: η αλήθεια για το ψέμα» (Liar: the truth about lying), ο Robert Feldman, επιφανής καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέττης, παρουσιάζει πλήθος ερευνών που αποκαλύπτουν ότι όλοι οι άνθρωποι ψεύδονται, και μάλιστα συστηματικά. Και ο λόγος που το ψέμα είναι μια τόσο διαδεδομένη πρακτική μεταξύ των ανθρώπων είναι ότι διευκολύνει τη συμβίωσή μας με τους άλλους ανθρώπους.

Συνεπώς, η εξαπάτηση ή το ψεύδος αναδεικνύονται ως ο πιο εύκολος, γρήγορος και φαινομενικά ανέξοδος τρόπος για να επιτύχουμε έναν συγκεκριμένο στόχο.

Πρόκειται μάλιστα για ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε να κάνουμε ήδη από τη νηπιακή μας ηλικία: μια ανεπαρκώς ανεπτυγμένη αρχικά ικανότητα την οποία μεγαλώνοντας μαθαίνουμε να τελειοποιούμε.

Πράγματι, στο βιβλίο του ο Feldman περιγράφει πειράματα με παιδιά ηλικίας τριών ετών που φαίνεται να επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, τα δήθεν αθώα παιδάκια κατέχουν ήδη την έννοια και τις στοιχειώδεις ικανότητες να εξαπατούν μέσω του ψεύδους.

Ικανότητες που όποτε χρειάζεται χρησιμοποιούν με σχετική ευχέρεια.

Για παράδειγμα, όταν μείνουν μόνα τους μέσα σε ένα δωμάτιο με παιχνίδια και τους ζητηθεί ρητά να μην αγγίξουν ένα συγκεκριμένο παιχνίδι, θα παραβούν την υπόσχεσή τους αλλά δεν θα το ομολογήσουν ποτέ.

Πρόσφατες και πιο συστηματικές έρευνες, όπως αυτές της Victoria Talwar και του Kang Lee στον Καναδά, έδειξαν ότι η ανθρώπινη ικανότητα για εξαπάτηση και ψεύδος αναπτύσσεται πάντα σε τρία στάδια.

Το πρώτο στάδιο εμφανίζεται μεταξύ 2-3 ετών, οπότε το παιδί κάνει ψευδείς δηλώσεις αν και πιθανά χωρίς συνειδητή πρόθεση εξαπάτησης.

Το δεύτερο στάδιο εμφανίζεται μετά τα 4 -δεν λένε ιδιαίτερα επεξεργασμένα ψέματα, αλλά γνωρίζουν σαφώς ότι ο άλλος δεν ξέρει την αλήθεια για ένα γεγονός, συνεπώς αρχίζουν να ψεύδονται συνειδητά.

Το τρίτο στάδιο εμφανίζεται μεταξύ 7ου-8ου έτους -ως συνέπεια της ανάπτυξης της λογικής σκέψης το παιδί αρχίζει να διατυπώνει αληθοφανή και πολύ πιο επεξεργασμένα ψέματα.

Οι έρευνες αυτές, βεβαία, δεν νομιμοποιούν ούτε επικροτούν τη σχεδόν καθολική κυριαρχία του ψεύδους στις σημερινές κοινωνίες.

Αντίθετα, όπως αποκαλύπτουν ορισμένες πιο πρόσφατες μελέτες, το αίσθημα της επιτυχίας που μας προσφέρει η προσφυγή στην απάτη ή στο ψέμα είναι κατά κανόνα πρόσκαιρο.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, όποτε καταφεύγουν στο ψέμα, υποφέρουν κατόπιν από τύψεις και μετανιώνουν (άραγε, ειλικρινά;) γι’ αυτήν τη συμπεριφορά τους.

Αντίθετα, όσοι είναι ειλικρινείς από επιλογή, ενώ στην αρχή καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια για να ξεπεράσουν το άγχος ότι μπορεί να μη γίνουν αποδεκτοί, μακροπρόθεσμα είναι πιο ευτυχείς και πολύ πιο ισορροπημένοι.

Το ψεύδεσθαι είναι μία στρατηγική η οποία επιλέγεται πολύ συχνά επειδή ευνοεί τον ψεύτη: του παρέχει ό,τι ο Feldman αποκαλεί το «πλεονέκτημα του ψεύτη»: τη δυνατότητα να επιτυγχάνει αυτό που επιθυμεί με μικρότερο κόστος απ’ ό,τι αν έλεγε την αλήθεια.

ν τη σχεδόν καθολική κυριαρχία του ψεύδους στις σημερινές κοινωνίες.

Και η μεγάλη επιτυχία αυτού του βιοψυχολογικού «τεχνάσματος» βασίζεται στο γεγονός ότι, ενώ έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι κάποιος ψεύδεται, π.χ. κάποια «σημάδια» στη συμπεριφορά του ψεύτη που τον προδίδουν (τρεμούλιασμα στη φωνή, εφίδρωση, δισταγμός, αποφυγή να κοιτάξει τον άλλον στα μάτια κ.ά.), εντούτοις είναι από εξαιρετικά δύσκολο έως και αδύνατο να εξακριβώσουμε αν όντως ψεύδεται.

Πάντως, κατά καιρούς, έχουν καταβληθεί προσπάθειες να βρεθεί κάποια ασφαλής μέθοδος εντοπισμού των εξαπατητικών συμπεριφορών, μια τεχνική ανίχνευσης των σωματικών ή ψυχολογικών αλλαγών που εμφανίζονται όταν κάποιος ψεύδεται ή επιχειρεί να μας εξαπατήσει συνειδητά.

Ο ρόλος της απάτης στην εξέλιξη της νοημοσύνης

Μέχρι πρόσφατα, η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι η απάτη και το ψέμα επιτελούν μια περιθωριακή και αποκλειστικά καταστροφική λειτουργία και δεν συνέβαλαν καθόλου στην εξέλιξη της ζωής.

Αντίθετα με αυτήν την ηθικοπλαστική προσέγγιση, η επιστημονική μελέτη των σχετικών φαινομένων σε όλα τα είδη ζώων αποκάλυψε, τις τελευταίες δεκαετίες, την αποφασιστική συμβολή της εξαπάτησης στην ανάπτυξη τόσο της ζωικής όσο και της ανθρώπινης νοημοσύνης.

Η πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της απαξιωτικής αντίληψης για τη σημασία της απάτης διατυπώθηκε το 1976 από τον διάσημο Βρετανό ψυχολόγο Nicholas Keynes Humphrey, ο οποίος υποστήριξε ότι οι εκπληκτικές ικανότητες των πιο εξελιγμένων οργανισμών, να κατανοούν, να προβλέπουν και να δρουν αποτελεσματικά στο περιβάλλον τους οφείλονται όχι μόνο στις συνήθεις εξελικτικές πιέσεις για προσαρμογή που δέχονται όλοι οι οργανισμοί αλλά στις πολύ ιδιαίτερα δημιουργικές ικανότητες που ανέπτυξε ο εγκέφαλός τους.

Πρόκειται για ένα νέο είδος «δημιουργικού νου», ο οποίος εξελίχθηκε για να ικανοποιεί την ανάγκη αυτών των ειδών να εξαπατούν τους άλλους.

Ετσι, σταδιακά, αυτή η ανάγκη τους για ολοένα πιο περίπλοκες μορφές εξαπάτησης τους οδήγησε στο να αναπτύξουν τις ασυνήθιστες και εξαιρετικά πολύπλοκες μνημονικές και νοητικές τους ικανότητες.

Οσο για την αξιοθαύμαστη μνήμη, τις μοναδικές γλωσσικές ικανότητες και τον δημιουργικό τρόπο σκέψης του σύγχρονου ανθρώπου φαίνεται πως είναι το φυσικό προϊόν αυτής της μακράς εξελικτικής διεργασίας.

Πάντως, πρόκειται για μια ιδιαίτερα περίπλοκη βιολογική διεργασία, όπου η επίμονη παρουσία της εξαπάτησης στους θύτες και η ανάγκη για την ανίχνευσή της από τα θύματα οδήγησαν τελικά στην εμφάνιση του σύγχρονου ανθρώπινου νου.

Οπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ρόμπερτ Τρίβερς: «Οσο και αν ακούγεται οξύμωρο, η ανειλικρίνεια υπήρξε το αμόνι επί του οποίου σφυρηλατήθηκαν τα νοητικά εργαλεία της αλήθειας».

Οι πολυπόθητες αλλά αφερέγγυες «μηχανές της αλήθειας»

Μολονότι υπάρχουν κάποια εξωτερικά «σημάδια» στη συμπεριφορά του ψεύτη που ενδεχομένως τον προδίδουν -τρεμούλιασμα στη φωνή, εφίδρωση, αποφυγή να κοιτάξει τον άλλον στα μάτια κ.ά.- είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να εξακριβώσουμε με βεβαιότητα πότε ή αν όντως ψεύδεται.

Τη δυσκολία αυτή επιχειρούν να παρακάμψουν οι νέες μηχανές ανίχνευσης του ψεύδους.

Η κατασκευή τέτοιων μηχανών και, ευρύτερα, η αναζήτηση νευροψυχολογικών μεθόδων που θα μας επέτρεπαν να αποκαλύπτουμε με σχετική ασφάλεια αν ένα άτομο ψεύδεται ή προσπαθεί να μας εξαπατήσει αποτελούν εδώ και δεκαετίες ένα άπιαστο τεχνολογικό όνειρο για τη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη. Κατά τον 20ό αιώνα, διάφοροι ειδικοί επιχείρησαν να δημιουργήσουν μηχανές ικανές να ανιχνεύουν το αν κάποιος ψεύδεται.

Η πρώτη προσπάθεια έγινε από τον J. A. Larson το 1921, με την επινόηση του «πολύγραφου», της περιβόητης «μηχανής της αλήθειας».

Πρόκειται για την τεχνολογική σύνθεση τριών ανιχνευτικών συσκευών, καθεμία από τις οποίες μετρά και καταγράφει διαφορετικές φυσιολογικές παραμέτρους του ανθρώπινου σώματος (αρτηριακή πίεση, αναπνοή, γαλβανική αντίδραση του δέρματος).

Ο πολύγραφος μπορεί να ανιχνεύει ορισμένες σωματικές αντιδράσεις που προκαλούνται από τις μεταβολές της ψυχολογικής κατάστασης του ανακρινόμενου όταν του υποβάλλουν ορισμένες ερωτήσεις.

Αυτό επιτυγχάνεται προσαρτώντας στο σώμα του υποκειμένου τρεις διαφορετικές συσκευές.

Εναν πνευμονογράφο που καταγράφει κάθε μεταβολή στην αναπνοή και την κίνηση χάρη σε δύο ελαστικούς πνευμονογραφικούς σωλήνες που τοποθετούνται γύρω από το στέρνο και την κοιλιά του υποκειμένου.

Οι δύο πλάκες γύρω από το μεσαίο δάχτυλο και τον δείκτη του χεριού ανιχνεύουν τις γαλβανικές αντιδράσεις της επιδερμίδας κατά τη διάρκεια της εξέτασης.

Τέλος, ο καρδιοσφυγμογράφος καταγράφει τις μεταβολές της καρδιακής συχνότητας και της πίεσης αίματος.

Ομως, η μεγάλη δημοσιότητα που γνώρισε αυτή η «μηχανή της αλήθειας» δεν συνάδει ούτε με την αποτελεσματικότητα ούτε με τη φήμη της. Και αυτό, γιατί οι φυσιολογικές παράμετροι που καταγράφει εξαρτώνται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, η ενεργοποίηση του οποίου σχετίζεται ελάχιστα ή και καθόλου με τη συνειδητή επιλογή του να ψεύδεται κάποιος.

Ετσι, σήμερα, ο πολύγραφος δεν είναι πλέον αποδεκτός ούτε κατά την ανακριτική φάση ούτε βέβαια κατά τη δικαστική πράξη.

Η επόμενη τεχνολογική «λύση» ήταν η υιοθέτηση του ηλεκτροεγκεφαλογράφου.

Τοποθετώντας ηλεκτρόδια στην επιφάνεια του κρανίου μπορούμε με το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα να καταγράψουμε και να αναλύσουμε μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή κάθε μεταβολή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφαλικού φλοιού.

Ετσι, διαφορετικά εξωτερικά ερεθίσματα (π.χ. φωτογραφίες, λέξεις ή αντικείμενα) προκαλούν διαφορετικά πρότυπα αντιδράσεων σε διαφορετικές φλοιικές περιοχές του εγκεφάλου, η δραστηριότητα των οποίων καταγράφεται καταλεπτώς και εντοπίζεται επακριβώς από το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα.

Είναι όμως εφικτή η χρήση αυτής της συσκευής για ανακριτικούς σκοπούς και όχι μόνο για διαγνωστικούς ή βιοϊατρικούς λόγους; Δυστυχώς όχι!

Και ο λόγος είναι ότι πολύ συχνά αυτές οι μηχανές ανίχνευσης του ψεύδους ενεργοποιούνται όχι μόνο όταν ο ανακρινόμενος ψεύδεται αλλά κι όταν λέει την αλήθεια, ενώ ο κατάλληλα εκπαιδευμένος απατεώνας μπορεί, τις περισσότερες φορές, να τις ξεγελά.

Η αποτυχία των μέχρι σήμερα ανιχνευτικών μηχανών του ψεύδους οφείλεται στο φαινομενικά αντιδιαισθητικό γεγονός ότι: το να ψεύδεται κάποιος είναι μια πολύ πιο σύνθετη και απαιτητική νοητική διεργασία από το να λέει την αλήθεια!

Ομως εκεί που οι παραδοσιακές προσεγγίσεις αποτυγχάνουν, οι πιο πρόσφατες τεχνολογίες «ανάγνωσης» του ανθρώπινου εγκεφάλου -μέσω π.χ. λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας- ενδέχεται να αποδειχτούν πολύ πιο αποτελεσματικές.

Το μέχρι χθες άπιαστο όνειρο της ανθρωπότητας, αλλά και κάθε εξουσίας, να καταφέρει να «διαβάσει» τις πιο απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων φαίνεται πως έχει, σήμερα, αρχίσει να πραγματοποιείται χάρη στις σημαντικές προόδους των νέων τεχνικών απεικόνισης των εγκεφαλικών λειτουργιών.

Απάντηση