Πώς θα μεταχειρισθούμε τα τεμπέλικα παιδιά;

Το παρακάτω άρθρο της Ροζας Ιμβριώτη που δημοσιεύτηκε το 1947, διατηρεί ακέραια την επικαιρότητά του.

    «Άλλαξε το παιδί μου ολότελα λέει πικραμένη η μητέρα, από εργατικό και μελετηρό γίνηκε άξαφνα τεμπέλικο. Ρώτησα για την ηλικία του, είναι ακριβώς δώδεκα χρονών. Γιατί  να στεναχωρείται η μητέρα; Είναι το παιδί της στην εποχή της ανάπτυξης και τα περισσότερα παιδιά στην ήβη παρουσιάζουν γενική τεμπελιά.

Γι’  αυτό το μόνο γιατρικό είναι η ενίσχυση με θρεπτική τροφή, ο καθαρός αέρας κι ‘ η υπομονή ως που να περάσει η κρίσιμη εποχή.

    Γενική τεμπελιά παρουσιάζουν και τα κάπως νευρικά παιδιά. Ξαίρω ένα μικρό  που είναι πολυάσχολο ,όλη την ώρα είναι ανήσυχο, αρχίζει τα πάντα και δεν τελειώνει τίποτα, δεν έχει σκοπό και δεν σταματά ούτε λεπτό. Ποτέ δεν φτάνει στην ώρα του στο σχολείο ή στη δουλειά που τον στέλνεις, ακόμα και στο παιχνίδι είναι άτσαλο. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν χωράει καταπίεση κι’ εξαναγκασμός ,γιατί η μικρή αυτή νευρικότητα μπορεί με την κακομεταχείριση και τον καταναγκασμό να ξεσπάσει ψυχικά σε έντονη νεύρωση.

    Αλλά πάλι παιδιά παρουσιάζουν μερική τεμπελιά. Δεν κάνουν εκείνο που δεν τους αρέσει, ενώ αντίθετα κείνο που τα ευχαριστεί το κάνουν με ζήλο κι’ επιμέλεια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για όχι καλή διαπαιδαγώγηση του παιδιού και κυρίως στη νηπιακή ηλικία. Στα περισσότερα γεννιέται αυτή η κατάσταση γιατί στερήθηκαν το παιχνίδι. Οικονομικές ανάγκες, αρρώστιες, άθλια στέγαση και δυστυχία στέρησαν το παιδί από τη βιολογική ανάγκη να παίζει. Άλλες μητέρες πάλι νόμιζαν ότι δε χρειάζονται τα παιχνίδια, γιατί φοβούνται μήπως κρυώσουν τα μικρά, μήπως πάθουν κακό κλπ. Αυτή η στέρηση του παιχνιδιού στη μικρή ηλικία έχει μεγάλη σημασία για την κατοπινή εξέλιξη του παιδιού. Μπορώ να πω μάλιστα ότι το παιδί που δεν  έπαιξε ,ποτέ δε θα αγαπήσει την εργασία.

    Πώς θα μεταχειρισθούμε τα τεμπέλικα παιδιά;

    Βέβαια θα τα εξετάσουμε πρώτα μήπως η τεμπελιά προέρχεται από κάποια οργανική ή ψυχική πάθηση. Έπειτα θα γίνουμε πολύ φίλοι τους. Θα τα αρχίσουμε με κείνα που τους αρέσουν. Κι’ αφού κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους και το θαυμασμό τους γινόμαστε ολοένα και πιο απαιτητικοί. Κείνο που τους αρέσει θα πρέπει να το κάμουν πιο σωστό, πιο τέλειο. Κι’ άμα πετύχουμε κανα – δύο μήνες τούτο, τότε, προχωρούμε στο δεύτερο στάδιο της θεραπείας. Σιγά – σιγά απαιτούμε πραγματική εργασία. Τα συνηθίζουμε να κάμουν κι’ εκείνο που δεν τους αρέσει. Καταλαβαίνουμε πως θέλει υπομονή κι’ όχι νεύρα τούτη η δουλειά. Δε μπορούμε να πετύχουμε από τη μια μέρα στην άλλη, κείνο που κι’ εμείς οι μεγάλοι δεν το καταφέρνουμε εύκολα σ’ ολόκληρη τη ζωή.»

Απάντηση