Το σχολείο οφείλει να αναζητεί το Όλον του ανθρώπου
Του Νίκου Τσούλια
Για να καλλιεργηθεί ο συναισθηματικός κόσμος του παιδιού απαιτούνται τουλάχιστον δύο «γεγονότα»: η άμετρη και έμπρακτη και πολλαπλά εκδηλούμενη αγάπη προς το παιδί και η ύπαρξη ενός συστηματικού σχεδίου παρέμβασης για τη συνεχή εμψύχωσή του και τροφοδότησης του κόσμου της φιλοδοξίας του και των ονείρων του. Από τα πρώτα βήματα του παιδιού οφείλουμε να του καλλιεργήσουμε την εξωστρέφεια και να του κατανικήσουμε την παραλυτική επίδραση της φοβίας. Ο φόβος είναι ο βασικότερος συντελεστής όλων των αναστολών του ανθρώπου.
Πολλές έρευνες είναι απόλυτες και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο φόβος ακινητοποιεί το μυαλό και εμποδίζει τη μάθηση»[1]. Έχει ειπωθεί, πολύ εύστοχα, από τον Montaigne ότι «το παιδί δεν είναι ένα μπουκάλι που πρέπει να το γεμίσουμε, αλλά φωτιά που οφείλουμε να την ανάψουμε». Αλλά για να ανάψεις τη φωτιά, για να φουντώσει η φωτιά πρέπει να υπάρχει το υπόστρωμα, ο ένθερμος ζήλος και η ψυχική και συναισθηματική διέγερση του ανθρώπου. Και εδώ είναι και μια άλλη πρόκληση, να ξεκινήσεις από ένα σύμπαν που δεν το ξέρεις καλά, το σύμπαν της φαντασίας, γιατί «η φαντασία είναι για το παιδί ο κόσμος του»[2].
Στην όψη ενός παιδιού με φοβία μπορούμε να δούμε και μια δική μας εικόνα, την εικόνα μιας κάποιας περιόδου μας, πιο πιθανά της παιδικής ή της εφηβικής ηλικίας μας. Και αν την ανασύρουμε στη μνήμη μας, θα θυμηθούμε πολύ εύκολα – γιατί ακόμα και τα υπολείμματα της φοβίας έχουν φοβερή αντοχή στο χρόνο – ότι ο φόβος ακύρωνε κάθε προσπάθειά μας εν τη γενέσει της. Και όχι μόνο αυτό αλλά απομείωνε συνολικά τον εαυτό μας και τη γνώμη μας για τον εαυτό μας. Μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι καθόλου αθώα, αφού «ο φόβος για το χάσιμο της αυτο-επιδοκιμασίας είναι μια συγκίνηση που είναι πολύ σπουδαία από παιδαγωγική άποψη, γιατί είναι αυτό το συναίσθημα που διατηρεί τη συνείδηση σαν έναν μηχανισμό ελέγχου και σαν ένα ίνδαλμα του Εγώ»[3]. Ειδικά στις ευαίσθητες ηλικίες η φοβία ξεκινά από την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εμάς και στη συνέχεια, αν η εικόνα μας επιστρέφει σε εμάς ως εικόνα μη αποδοχής, τότε τα πράγματα παίρνουν μια ακόμη πιο αρνητική όψη, αφού «μεγάλο μέρος του εφηβικού άγχους ξεκινά από το φόβο της απόρριψης»[4].
Αν εμπεδωθεί μια τέτοια χαμηλή αυτοεκτίμηση, τότε τα παιδί δεν χάνει μόνο ένα σημαντικό πεδίο διέγερσης της μάθησης, αλλά αρχίζει και να φθείρει ακόμη και το μέλλον του – και για να μην ξεχνάμε τον Α. Εμπειρίκο: «είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας» – πριν ακόμα το σχεδιάσει και η μόνη του παρηγοριά είναι η υπερτροφική ανάπτυξη των ονείρων και των φαντασιώσεων. Αλλά σε μια τέτοια εξέλιξη έχει χάσει σε σημαντικό βαθμό το παιχνίδι της ζωής του, το οποίο απαιτεί σχεδιασμό και αυτοπεποίθηση, υπευθυνότητα και αγωνιστικότητα.
Ο πιο βασικός συντελεστής μετά την έμπρακτη αγάπη του γονέα προς το παιδί είναι η ανάπτυξη της φιλίας. Όλοι γνωρίζουμε την καθοριστική δύναμη της φιλίας όχι μόνο στην προαγωγή του συναισθηματικού μας κόσμου αλλά και στην όλη περιπέτεια και στην ομορφιά της ζωής μας. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος χωρίς τη φιλία. Η φιλία είναι σπουδαιότατο πεδίο ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής μας. Και μόνο η ύπαρξη ενός φίλου μπορεί να αποτελέσει πηγή επίλυσης δύσκολων προβλημάτων και τροφοδότησης των φιλοδοξιών μας. Αλλά το μυστικό της καλλιέργειας του συναισθηματικού μας κόσμου δεν έγκειται μόνο στο στενό πυρήνα της φιλίας, επηρεάζεται και από τις γενικότερες καλές σχέσεις μας με τους άλλους, με όλους τους ανθρώπους που συναντάμε στη ζωή μας. Γιατί άνθρωπος συναρτάται από τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, γιατί ουσιαστικός «δάσκαλός μας δεν είναι ο κόσμος, τα πράγματα, τα φυσικά φαινόμενα, ούτε καν το σύνολο των τεχνικών και των τελετουργιών που ονομάζουμε κουλτούρα αλλά η διυποκειμενική σύνδεσή μας με άλλες συνειδήσεις»[5]. Ο P. Goleman είναι ιδιαίτερα επίμονος σ’ αυτό το σημείο ισχυριζόμενος ότι «οι φιλικές επαφές με τους άλλους είναι το βασικό χαρακτηριστικό της βέλτιστης ανθρώπινης ύπαρξης».
Υπάρχει και μια σχετικά αθέατη όψη του συναισθηματικού κόσμου των παιδιών και των νέων. Πρόκειται για έναν ανεκτίμητο θησαυρό, γιατί είναι πάντα μια καινούργια ματιά για τον κόσμο και για τη ζωή. Και όσοι ασχολούνται με την καλλιέργεια αυτού του κόσμου – γονείς και εκπαιδευτικοί – γνωρίζουν διαρκώς την ομορφιά του κόσμου, αρκεί να αφήσουμε να μας οδηγήσει η πρωτόλεια ματιά των παιδιών. Τι πιο θαυμαστό;
Τα συναισθήματα των ανθρώπων μεταδίδονται από τον έναν στον άλλον. Όταν δίνεις τη χαρά και ακόμη και ένα χαμόγελο, παίρνεις και εσύ τον κατοπτρισμό τους από την ψυχή του άλλου. Σήμερα η τεχνοκρατούμενη κοινωνία μας τείνει να εξοστρακίζει συστηματικά το «συναίσθημα» ή και να το θεωρεί μειονέκτημα! Και αυτό έχει την εξήγησή του, γιατί «το φαινόμενο της εποχής, η παρακμή του συναισθήματος πηγάζει από την παρακμή των προσωπικών σχέσεων, από τη μείωση και τον απανθρωπισμό των διαπροσωπικών σχέσεων»[6].
Η γνώση και η μάθηση είναι θεμελιακές κοινωνικές και προσωπικές λειτουργίες και από μόνες τους αποτελούν στοιχεία χαράς και συναισθηματικής καλλιέργειας. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε ουσιαστική μάθηση δεν πρόκειται να υπάρξει. Επομένως, ας μην επιμένουμε σε συνταγές του τύπου «διάβαζε» στο παιδί είτε ως γονείς είτε ως εκπαιδευτικοί. Πρώτα πρέπει να λύσουμε το ζήτημα της χαράς της μάθησης και αυτό μπορεί να γίνει με την διαρκή και συστηματική καλλιέργεια του συναισθηματικού κόσμου του παιδιού, του κόσμου που δεν θα του δώσει απλά και μόνο μια καλή εκπαιδευτική διαδρομή αλλά και την αφετηρία για τη δημιουργία όμορφης και αγωνιστικής άποψης για τη ζωή. Καλλιέργεια του συναισθήματός μας δεν σημαίνει μόνο την αποφυγή της ατροφικότητάς του αλλά και της υπερτροφικότητας του (που μπορεί να οδηγεί σε νευρώσεις και σε ψυχώσεις) με την εναρμόνισή του με τον ορθολογισμό, με το στοχασμό και με την ελευθερία της σκέψης, γιατί «η ευτυχία του ανθρώπου εξαρτάται κυρίως από τη δυνατότητά του να σκέπτεται λογικά» (Τζον Ντιούι).
Χωρίς τη γνώση της ψυχικής δομής και των δραστηριοτήτων του ατόμου,
η παιδαγωγική διαδικασία είναι τυχαία και αυθαίρετη.John Dewey, Το παιδαγωγικό μου πιστεύω
[1] Goleman, P. (2006), Κοινωνική νοημοσύνη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 340
[2] Τζων Ντιούι (1982), Το σχολείο και η κοινωνία, Αθήνα: Γλάρος, 54
[3] Κ. Χαραλαμπόπουλος, Φιλοσοφικά κείμενα παιδείας και πολιτικής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος
[4] Goleman, P. (2006), Κοινωνική νοημοσύνη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 386
[5] Savater, F. (2004), Η αξία του εκπαιδεύειν, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 40
[6] Κ. Χαραλαμπόπουλος, Φιλοσοφικά κείμενα παιδείας και πολιτικής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος