Δημήτρης Νανόπουλος – Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο

Tο επώνυμό μου δεν είναι Νανόπουλος, είναι Νάκας. Βορειοηπειρώτικο όνομα. Ο παππούς μου, ο Δημήτρης Νάκας, στις αρχές του 20ού αιώνα είχε μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη.

Τον Μάρτιο του 1914, όταν έμαθε ότι είχε ξεκινήσει ο Βορειοηπειρωτικός αγώνας, καθώς είχε πολύ πάθος για την πατρίδα του και μια τρελή ματιά για τη ζωή, παράτησε τα πάντα, πήρε το πλοίο και επέστρεψε στην Ελλάδα. Ένιωθε ότι όφειλε να συμμετέχει σε αυτό τον αγώνα. Τότε άλλαξε το επώνυμό του από Νάκας σε Νανόπουλος, επειδή, όπως έλεγε, ακουγόταν πιο ελληνικό.

Εκείνη την εποχή γνώρισε και παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, τη Σωτήρα. Έκαναν δύο παιδιά. Γεννήθηκε πρώτα η Κασσιανή, και τον επόμενο χρόνο, στις αρχές του 1916, γεννήθηκε ο πατέρας μου Βάιος, στο Σέλσι της Βορείου Ηπείρου. Εννέα μήνες αργότερα, ο παππούς μου Δημήτρης Νανόπουλος σκοτώθηκε, και έτσι ο πατέρας μου δεν τον γνώρισε ποτέ.

Τότε άρχισε για τη γιαγιά μου και τα δύο της παιδιά η περιπέτεια του βιοπορισμού, παρότι η ίδια ήταν από οικογένεια πλούσια και με καλό όνομα. Όμως με τα αδέλφια της υπήρξε διαφωνία σχετικά με τα περιουσιακά τους και τελικά δεν της έδωσαν ποτέ το μερίδιό της.

Το 1928, ο πατέρας μου, μόλις δώδεκα χρονών παιδί, αναγκάστηκε, εξαιτίας της δύσκολης ζωής που ζούσαν, να πάει στα Γιάννενα για να δουλέψει. Πήγε μόνος του, αφού η μητέρα του και η αδελφή του δεν ήταν εύκολο να τον ακολουθήσουν, και εκεί έκανε διάφορες δουλειές «του ποδαριού» και ταυτόχρονα σπούδαζε στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.

Έμεινε στα Γιάννενα μέχρι το 1939, οπότε αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα για να βρει μια καλύτερη τύχη – όμως, λίγους μήνες αργότερα, ήρθε η Κατοχή. Όπως ήταν φυσικό για τον χαρακτήρα του, συμμετείχε από την πρώτη στιγμή στον αγώνα εναντίον των Γερμανών, κάτι για το οποίο στην υπόλοιπη ζωή του ποτέ δεν καυχήθηκε και μιλούσε ελάχιστα μόνο αν τον ρωτούσε κάποιος πολύ κοντινός του άνθρωπος.

Δύο χρόνια μετά την Απελευθέρωση, το 1947, γνώρισε τη Βασιλική Κορασίδη (κάποιοι συγγενείς της είχαν τα γνωστά καταστήματα ηλεκτρικών ειδών). Ερωτεύτηκαν παράφορα και στο τέλος εκείνης της χρονιάς παντρεύτηκαν. Αυτό τον παράφορο έρωτά τους τον είδα να διαρκεί μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Η μητέρα μου, έντεκα χρόνια μικρότερή του, είχε γεννηθεί το 1927 στην Κηφισιά, με καταγωγή από την Κέα. Ήταν μια κοντούλα γυναίκα, προικισμένη από τη φύση με εξυπνάδα και πάντοτε χαμηλών τόνων. Φυσιογνωμικά της μοιάζω πολύ. Μάλιστα, έχω την εντύπωση ότι όσο μεγαλώνω της μοιάζω και περισσότερο. Η κυρία Βασιλική, η μάνα μου, είχε μια παλιομοδίτικη γλυκύτητα που τη διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Θυμάμαι όταν, χρόνια αργότερα, επιστήμονας με κάποια φήμη και με το όνομά μου στις εφημερίδες, επισκεπτόμουν τους γονείς μου, εκείνη, εκεί που καθόμασταν, σηκωνόταν ξαφνικά, ερχόταν προς το μέρος μου, με χάιδευε και μονολογούσε «παιδάκι μου» − μόνο αυτό· και ύστερα πήγαινε σε μια άκρη και καθόταν. Είχε μια συμπεριφορά σαν να με ντρεπόταν.

Εγώ θύμωνα μαζί της: «Ρε μάνα, είσαι καλά; Ντρέπεσαι εμένα;», και ύστερα προσπαθούσα να της κάνω διάφορα αστεία για να τη δω να γελάει.

Η γέννησή μου, όπως μου έλεγε η μητέρα μου, ήταν αρκετά επεισοδιακή. Ήταν Σεπτέμβριος του 1948, ημέρα Σάββατο, όταν πήγε ετοιμόγεννη στο μαιευτήριο «Έλενα». Όμως δυσκολεύτηκε πολύ, και ύστερα από ένα πολύ επίπονο Σαββατοκύριακο, το βράδυ της Δευτέρας 13 Σεπτεμβρίου, της έκαναν καισαρική.

Ο γιατρός είπε στους γονείς μου ότι αν η γέννα καθυστερούσε λίγο ακόμα, θα πέθαινα – θα «έσκαγα» ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε. Μάλλον γι’ αυτό γεννήθηκα με κατακόκκινο πρόσωπο, τόσο κόκκινο ώστε όταν με πήγαν για πρώτη φορά στο δωμάτιο να με δει, εκείνη έβαλε τα κλάματα.

Στο κλάμα της αυτό ίσως έπαιξε ρόλο και το ότι, όπως μου είπαν, είχα και χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι.

Τέλος πάντων, όλα πήγαν καλά και, μετά από μερικές μέρες παραμονής στο μαιευτήριο, οι γονείς μου με πήραν και πήγαμε στο Χαρβάτι (σημερινή Παλλήνη) όπου βρισκόταν τότε το σπίτι μας

***

Από το βιβλίο του Δημήτρη Νανόπουλου (σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά) «Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο» – Μία ζωή, η επιστήμη κι άλλα παράλληλα σύμπαντα», Εκδόσεις Πατάκη

πηγή

Απάντηση