Οι υποψήφιοι για την ανώτατη εκπαίδευση δεν τα προτιμούν κάποια τμήματα και τελικά αποτελούν σπουδές χαμηλού ενδιαφέροντος στις οποίες κατευθύνονται νέοι και νέες με πολύ χαμηλές βαθμολογίες.
Η ανάλυση που έκανε για «ΤΑ ΝΕΑ» ο ειδικός γραμματέας της ΟΛΜΕ και αναλυτής δεδομένων σχετικών με τις πανελλαδικές εξετάσεις, Ανδρέας Παπαδαντωνάκης, δείχνει ότι υπάρχουν τρία τμήματα ΑΕΙ τα οποία με βάση των περυσινά δεδομένα και με την εφαρμογή της νέας Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής δεν θα δέχονταν κανέναν πρωτοετή φοιτητή ή φοιτήτρια και 18 τμήματα που θα έπαιρναν λιγότερους των δέκα εισακτέων. Παράλληλα, λίγο περισσότερα από 30 τμήματα θα έπαιρναν κάτω των 100 εισακτέων.
Είναι αυτά τα τμήματα υποψήφια για «κλείσιμο»; Αυτό δεν θα μπορούσε να το υποστηρίξει κάποιος σε καμία περίπτωση εάν δεν γίνει πρώτα μια συνολική μελέτη βιωσιμότητας και σκοπιμότητας στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, καθώς κάποια από αυτά τα τμήματα μπορεί να είναι σε επιστημονικό ή εκπαιδευτικό επίπεδο άρτια. Μια αντίστοιχη μελέτη, δε, βρίσκεται σε εξέλιξη από τη νέα Εθνική Αρχή για την Ανώτατη Εκπαίδευση (ΕΘΑΑΕ).
Ωστόσο, τα δεδομένα παραμένουν τα ίδια: Οι υποψήφιοι για την ανώτατη εκπαίδευση δεν τα προτιμούν κάποια τμήματα και τελικά αποτελούν σπουδές χαμηλού ενδιαφέροντος στις οποίες κατευθύνονται νέοι και νέες με πολύ χαμηλές βαθμολογίες.
Πεδία
Συνολικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2ο, το 4ο και λιγότερο το 1ο Επιστημονικό Πεδίο αναμένεται να πληγούν περισσότερο από την εφαρμογή των μέτρων που θα περιορίζουν την είσοδο στα ΑΕΙ εάν δεν πληρούνται συγκεκριμένα βαθμολογικά κριτήρια. Να υπενθυμίσουμε, βέβαια, ότι και πέρυσι και παρά τα συμπεράσματα που είχαν καταγραφεί, έμεινε έξω από τα ΑΕΙ τελικά ένα 12% των τελειόφοιτων γενικών λυκείων.
«Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η χαμηλή ζήτηση σε συγκεκριμένα τμήματα και η χαμηλή, αντίστοιχα, βάση εισαγωγής δεν τα καθιστά εξ ορισμού μη αναγκαία» λέει σχετικά ο κ. Παπαδαντωνάκης. «Η απόφαση για συνέχιση ή διακοπή της λειτουργίας ενός πανεπιστημιακού τμήματος πρέπει να σχετίζεται και με άλλα κριτήρια, όπως οι προσδιορισμένες ανάγκες της χώρας σε επιστημονικό προσωπικό, η ύπαρξη αντίστοιχων τμημάτων, η προσφορά ανάλογων κατευθύνσεων σε δομές μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ακόμη και οι ερευνητικές επιδόσεις των τμημάτων», εξηγεί και συνεχίζει:
«Σε σχέση με το τελευταίο, πρόσφατη μελέτη για τις ερευνητικές επιδόσεις 34 περιφερειακών πανεπιστημιακών τμημάτων οικονομικής κατεύθυνσης, κατατάσσει δεύτερο το τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης και τρίτο το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων στο Αγρίνιο. Εάν ή ελάχιστη βάση εισαγωγής ίσχυε πέρσι, τότε για το δεύτερο «άριστο» σε ερευνητικές επιδόσεις τμήμα του Αγίου Νικολάου, θα είχαν εισαχθεί από τους 179 περσινούς επιτυχόντες μόνον πέντε, ενώ σε αυτό του Αγρινίου από τους 161 μόνον εννέα».
«Το σχεδόν αυτονόητο, που δυστυχώς δεν έγινε, θα ήταν πριν από τον «ξαφνικό θάνατο» αρκετών τμημάτων μέσω της εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής να είχε προηγηθεί μία μελέτη για την αναδιάταξη του πανεπιστημιακού χάρτη με αντικειμενικά κριτήρια στηριγμένα στις επιδόσεις των τμημάτων και στις πραγματικές ανάγκες για την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας» καταλήγει ο ίδιος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ