Γιατί, για μερίδα του πληθυσμού, η επιστήμη έχει χάσει την αξιοπιστία της τη στιγμή που προβλέπει, αναγνωρίζει και δίνει λύση στα προβλήματα;
Ποιος ο ρόλος των δημογραφικών χαρακτηριστικών, των μέσων ενημέρωσης, της γεωπολιτικής, του λαϊκισμού, της κυβερνητικής χρηματοδότησης στην απώλεια της αξιοπιστίας της;
Αναλύοντας τις παραμέτρους, ο Ομότιμος Καθηγητής Ανοσολογίας και Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Αναστάσιος Ε. Γερμενής, υποστηρίζει ότι το κλειδί βρίσκεται στην ισορροπημένη αμφίδρομη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην επιστημονικοποίηση της πολιτικής και στην πολιτικοποίηση της επιστήμης.
Η πανδημία COVID-19 είναι η τελευταία από μια σειρά απειλητικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η υγεία, η οικονομία και το περιβάλλον σε ολόκληρο τον Πλανήτη. Οι αναδυόμενες και οι επανεμφανιζόμενες λοιμώξεις, η ένδεια πόσιμου νερού, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η αντοχή στα αντιβιοτικά, η δημογραφική κρίση, η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή και οι καιρικές μεταβολές που συνεπάγεται, αντιπροσωπεύουν τις σημαντικότερες από αυτές. Η ανθρωπότητα φαίνεται να μην είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει αυτές τις απειλές, όπως φάνηκε από την πανδημία COVID-19, παρά το γεγονός ότι η επιστήμη παρέχει τη δυνατότητα αξιόπιστης πρόβλεψης, αναγνώρισης των προβλημάτων και εξεύρεσης λύσεων.
Η αποδοχή, βέβαια, και η εφαρμογή των δυνατοτήτων της επιστήμης προϋποθέτει μια προσέγγιση που να επιτρέπει τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων εκ μέρους των μελών της κοινωνίας και κυρίως εκ μέρους εκείνων που θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτικές. Μια τέτοια αναγκαιότητα, όμως, υπονομεύεται από κάποια χαρακτηριστικά της εποχής μας, με πρώτο την κρίση εμπιστοσύνης της κοινωνίας αναφορικά με την αξιοπιστία των επιστημονικών πληροφοριών που μεταδίδονται από τα μέσα επικοινωνίας. Χαρακτηριστική των ημερών μας είναι, επίσης, η κρίση ως προς την αξιοπιστία των πολιτικών ηγετών, αλλά και η κρίση της ίδιας της επιστήμης. Κυρίως όσον αφορά τον τρόπο, με τον οποίο κατορθώνει να διατηρεί την εγκυρότητα και την παραγωγικότητά της, ενώ ταυτόχρονα της καταλογίζεται μια σειρά δυσλειτουργιών, όπως μεροληψίες, συγκρούσεις συμφερόντων και παραποίηση αποτελεσμάτων.
Στον πυρήνα όλων αυτών των προβλημάτων βρίσκεται η δημόσια γνώση και ο χαρακτήρας της επικοινωνίας της επιστήμης με την κοινωνία, όπως έχει διαμορφωθεί στη σημερινή «εποχή της μετα-αλήθειας». Στις μέρες μας, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης εξασφαλίζουν την εύκολη πρόσβαση του κοινού και την άμεση διάδοση ενός τεράστιου όγκου επιστημονικής πληροφορίας. Αυτό όμως δεν γίνεται στη βάση των αρχών της εντιμότητας, αλλά σύμφωνα με τους κανόνες της λεγόμενης πειστικής επικοινωνίας, της χειραγώγησης. Τα συναισθήματα κυριαρχούν των γεγονότων και η ικανοποίηση των χρηστών βρίσκεται στο επίκεντρο της επικοινωνιακής διαδικασίας.
Έτσι, διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου «τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από ό,τι τα συναισθήματα και οι προσωπικές πεποιθήσεις»1. Η ενημέρωση του κοινού θεμελιώνεται στην πίστη και όχι στην αντικειμενικότητα, γεγονός που κάνει την πληροφορία ιδιαίτερα ανθεκτική στις αποδείξεις και, κατά συνέπεια, ευνοεί όχι μόνο την παραπληροφόρηση αλλά ακόμη και την ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας. Το ίδιο επιτυγχάνεται με την προβολή δυσανάλογα σοβαρών αιτιολογήσεων για τα γεγονότα, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργείται αίσθημα βεβαιότητας ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, «όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού είναι έτοιμα να αγνοήσουν τα γεγονότα ή ακόμη και να αποδεχθούν προφανή ψέματα, μέσα στην απροθυμία τους να αναγνωρίσουν καθιερωμένες δομές και διαδικασίες»2. Η επιτυχία της επικοινωνίας δεν εξαρτάται πλέον από την υποστήριξη της αλήθειας αλλά από τη διαμόρφωση μιας «αίσθησης αλήθειας».
Ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη διαμόρφωση αυτής της νέας εποχής φαίνεται ότι είναι καθοριστικός. Ακόμη είναι νωπή η ανάμνηση των προσδοκιών ότι το διαδίκτυο θα βοηθήσει τη διάδοση της γνώσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη δημοκρατία, την ισότητα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της σχέσης των κυβερνήσεων με τους πολίτες και της συμμετοχικότητας του λαού στον πολιτικό διάλογο. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, όμως, η άποψη αυτή άλλαξε εκ των πραγμάτων. Σιγά-σιγά άρχισε να επικρατεί ένας φόβος μπροστά στον κίνδυνο που προέρχεται από τη δυνατότητα που έχουν οι σύγχρονες τεχνολογίες της πληροφορίας, όχι μόνο να αλλοιώνουν την πραγματικότητα αλλά και να επιτυγχάνουν τη μαζική διαχείριση της κοινής γνώμης ή ακόμη και την απόκρυψη σημαντικών γεγονότων. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, αυτοί που υποστηρίζουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι σκόπιμα κατασκευασμένα έτσι, ώστε να μπορούν να εκμεταλλεύονται την εγγενή σχετική ευπάθεια της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Ανάλογα είναι και τα θέματα που έχουν προκύψει αναφορικά με τη δυνατότητα του διαδικτύου να υποστηρίξει την ανοικτότητα και τη διαφάνεια της επιστημονικής λειτουργίας και των προϊόντων της, που σήμερα πλέον έχει εξελιχθεί σε έναν ανελέητο αγώνα για τον έλεγχο της πληροφορίας και της γνώσης. Οι πλατφόρμες του διαδικτύου που βασίζονται στα ερευνητικά δεδομένα και στην ανάλυσή τους έχουν οδηγήσει στην επικράτηση ενός περιορισμένου αριθμού κοινωνικών δικτύων, υπηρεσιών αγορών και μηχανών αναζήτησης, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός μονοπωλιακού περιβάλλοντος.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στην άποψη ότι η επιστήμη χάνει καθημερινά τη θέση της ως η μοναδική πηγή έγκυρης γνώσης. Παγκόσμιες μελέτες3, εντούτοις, έχουν δείξει ότι η απώλεια της εμπιστοσύνης προς την επιστήμη συναρτάται από μια μεγάλη σειρά παραγόντων, όπως η μόρφωση, η οικονομική κατάσταση, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η πρόσβαση στο διαδίκτυο, η δυσπιστία ως προς τα κίνητρα των επιστημόνων και πολλοί άλλοι. Σαφή ένδειξη της πολυπλοκότητας του φαινομένου αποτελεί η διαφοροποίηση που παρατηρείται ως προς την εμπιστοσύνη στην επιστήμη ανάμεσα στις διάφορες περιοχές του κόσμου, στις διάφορες χρονικές στιγμές και στα διάφορα επιστημονικά αντικείμενα. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η Γαλλία, όπου, ενώ το 91% του πληθυσμού δηλώνουν ότι έχουν εμπιστοσύνη στην επιστήμη, το ένα τρίτο των πολιτών (το μεγαλύτερο ποσοστό στον κόσμο) ισχυρίζονται ότι τα εμβόλια δεν είναι ασφαλή.
Πολύ συχνά, επίσης, η απώλεια της εμπιστοσύνης προς την επιστήμη και, ενδεχομένως, η υπονόμευση της αποτελεσματικής λειτουργίας της συσχετίζονται με μεταβολές των κοινωνικοοικονομικών και γεωπολιτικών σχέσεων, με την αύξηση του πληθυσμού και τις δημογραφικές αλλαγές, με αναδυόμενες οικονομίες, καθώς και με ιδεολογικές και θρησκευτικές διαφορές. Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, του εθνικισμού και των αντιμεταναστευτικών τάσεων, σε περιόδους οικονομικών και περιβαλλοντικών πιέσεων, έχουν οδηγήσει, σε ορισμένες χώρες, στην επικέντρωση του ενδιαφέροντος στα βραχυπρόθεσμα οικονομικά προβλήματα, απομακρύνοντας την κοινωνία από τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Οι λαϊκίστικες πολιτικές, επίσης, καθώς και ο λαϊκισμός, γενικότερα, έχουν μερικές φορές χαρακτηριστικά επιζήμια τόσο για το ήθος όσο και για την πρακτική της επιστήμης. Είναι βέβαιο ότι θα μείνει στην ιστορία η πρόταση του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump να αντικατασταθούν με τη διαίσθησή του (“gut instinct”) οι επιστημονικές ενδείξεις αναφορικά με τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19, όπως έχει μείνει και η… φλεγματική τοποθέτηση του πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης του Ηνωμένου Βασιλείου Michael Gove ότι «έχουμε σημαντικό αριθμό ειδικών […] σε οργανισμούς, τα ακρωνύμια των οποίων υποδηλώνουν ποιο είναι το καλύτερο». Συνηθισμένος στόχος των λαϊκίστικων πολιτικών είναι επιστημονικά δεδομένα ή επιστημονικοί τομείς που έρχονται σε αντίθεση με πολιτικές θέσεις, όπως π.χ. οι περικοπές των χρηματοδοτήσεων της έρευνας.
Πέραν του (πολιτικού) λαϊκισμού και των συνεπειών του, σοβαρή επίδραση στη λειτουργία της επιστήμης έχει και το φαινόμενο του αποκαλούμενου «επιστημονικού λαϊκισμού» (science-related populism) που εμφανίστηκε και ανδρώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Το φαινόμενο αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ηθικά φορτισμένου ανταγωνισμού μεταξύ ενός (υποτιθέμενου) ενάρετου απλού λαού και μιας (υποτιθέμενης) διεφθαρμένης ακαδημαϊκής ελίτ. Δικαίως ο πρώτος και παρανόμως η δεύτερη διεκδικούν την κυριαρχία στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με την επιστήμη και στην υποστήριξη της αλήθειας. Κύρια έκφραση αυτού του λαϊκισμού είναι η ανάπτυξη μιας εναλλακτικής επιστημολογίας που αμφισβητεί και κρίνει τον τρόπο, με τον οποίο η επιστήμη παράγει γνώση, τις μεθόδους της και την αυθεντία της στη λήψη αποφάσεων και στην υποστήριξη της «αληθούς» γνώσης. Πρόκειται για μια προσπάθεια αντικατάστασης της καθιερωμένης γνώσης με φαινομενικά καλύτερη (αλλά ακόμα επιστημονική) «αντιγνώση» που υποστηρίζει τις θεωρίες συνωμοσίας και, γενικότερα, την παραπληροφόρηση της σημερινής «εποχής της μετα-αλήθειας».
Επίσης, η κυβερνητική χρηματοδότηση της έρευνας, τα τελευταία χρόνια, προκαλεί ολοένα περισσότερη ένταση μεταξύ των επιστημόνων αλλά και ανησυχία στην κοινωνία. Παρότι η έρευνα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αποτελεί την κινητήρια δύναμη της καινοτομίας και της ανάπτυξης, μερικές φορές οι κυβερνήσεις κάνουν σημαντικές περικοπές που απειλούν την επιστημονική υποδομή της χώρας τους. Επίσης, η επιλογή των χρηματοδοτουμένων ερευνητικών τομέων είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων που αντικατοπτρίζουν τις κυβερνητικές προτεραιότητες, ενώ παράλληλα περιορίζουν την αυτονομία των επιστημόνων.
Εξίσου σημαντική είναι η κουλτούρα της άρνησης της επιστήμης που επιδεικνύουν ορισμένοι πολιτικοί και τμήματα της κοινωνίας, γεγονός που επηρεάζει τη στάση, τόσο της πολιτείας όσο και της κοινωνίας, έναντι των επικείμενων πλανητικών προβλημάτων. Είναι χαρακτηριστικές οι συνέπειες που είχε η ρητορική του Προέδρου Trump και η στάση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ έναντι της πανδημίας COVID-19, κατά την έναρξη της οποίας για την έκθεση στον κορονοϊό ανησυχούσε το 73% από τους οπαδούς των Δημοκρατικών και μόνο το 42% από τους οπαδούς των Ρεπουμπλικανών. Ιστορικό παράδειγμα αποτελεί, επίσης, η σχέση των θρησκευτικών πεποιθήσεων με την εξελικτική θεωρία. Ακόμη και σήμερα ο δαρβινισμός είναι αποδεκτός από τους μισούς μόνο πολίτες των ΗΠΑ4, ενώ η Τουρκία το 2017 ανήγγειλε την εξαίρεση των σχετικών κεφαλαίων από τα σχολικά βιβλία.
Ακόμη σημαντικότερο, όμως, από την άρνηση της επιστήμης είναι το γεγονός ότι η κουλτούρα αυτή υπαγορεύει μια λανθασμένη παρουσίαση του τρόπου λειτουργίας της επιστήμης και καλλιεργεί μια κοινωνική στάση που απαξιώνει την αποδεικτική διαδικασία και την αντιμετωπίζει με ίσους όρους με την ψευδοεπιστήμη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Γενικότερα, το ζήτημα της καλλιέργειας, εκ μέρους της πολιτικής ή των διαφόρων κοινωνικών φορέων, μιας κουλτούρας άρνησης της επιστήμης περιπλέκεται πολύ περισσότερο, δεδομένης και της δυσκολίας που υπάρχει στη διάκριση μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης. Αυτό αντανακλάται πολύ συχνά στην ανεπάρκεια των επιστημόνων να χειριστούν αποτελεσματικά τις καθόλου σπάνιες πλέον επιδράσεις της τελευταίας αλλά αυτό είναι θέμα που εκφεύγει του σκοπού του παρόντος άρθρου.
Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιστημονική γνώση, σε συνδυασμό με τα επιτεύγματα των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας θα καθορίσουν το επίπεδο της ποιότητας ζωής του ανθρώπου στα χρόνια που έρχονται. Η επιστήμη, όμως, από μόνη της δεν μπορεί να έχει μια τέτοια φιλοδοξία. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, η μελλοντική ευημερία της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από την ήδη διαταραγμένη σχέση μεταξύ επιστήμης, κοινωνίας και πολιτικής και από τις τρομερές επιπτώσεις που έχει το γεγονός αυτό στην υγεία, στην οικονομία και εν τέλει στη βιωσιμότητα ολόκληρου του πλανήτη.
Η κοινωνία και η πολιτική πρέπει να αποδεχτούν αυτό το γεγονός, να κατανοήσουν τις απειλές, να σταθμίσουν τις προβλέψεις και να προχωρήσουν σε επιστημονικά τεκμηριωμένες επιλογές που θα εξισορροπούν το κόστος υγείας με το οικονομικό κόστος και το κόστος περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις ηθικές αρχές και τις ανθρώπινες προτεραιότητες. Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκεται η ανάγκη εξισορρόπησης της επιστημονικής έρευνας με τη βιομηχανική παραγωγή, κατά τρόπο που να προάγεται η καινοτομία, αλλά και η άριστη και βιώσιμη χρήση των επιστημονικών προϊόντων.
Ευθύνη της πολιτικής αποτελεί, επίσης, η διάχυση και η προάσπιση της δημόσιας γνώσης της επιστήμης, της κατά το δυνατόν ευρύτερης δηλαδή κατανόησης των δυνατοτήτων και των περιορισμών της, καθώς και του σεβασμού προς τις μεθόδους της. Τα κενά στη δημόσια γνώση της επιστήμης, όπως για παράδειγμα η αδυναμία εκτίμησης αφενός του χρόνου και της προσπάθειας που απαιτείται για την παραγωγή των επιστημονικών αποτελεσμάτων, και αφετέρου της εγγενούς αβεβαιότητας της επιστήμης, αφήνουν περιθώρια για την ανάπτυξη αναξιόπιστων ισχυρισμών και τη διάδοση ψευδών πληροφοριών. Η επιστημονική παιδεία πρέπει να θεωρείται ως βασική δεξιότητα που προστατεύει τα άτομα από τη βλάβη, την οποία μπορεί να επιφέρουν οι θεωρίες συνωμοσίας κι η ψευδοεπιστήμη. Παράλληλα, καθιστά τους πολίτες ικανούς να διαθέτουν άποψη πάνω σε κρίσιμα ζητήματα και στις πολιτικές αποφάσεις που σχετίζονται με αυτά.
Η επιτυχία ενός τέτοιου ρόλου της πολιτικής εξαρτάται από μια διαρκή αμφίδρομη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην επιστημονικοποίηση της πολιτικής και στην πολιτικοποίηση της επιστήμης. Ανάμεσα, δηλαδή, στην άσκηση πολιτικής κατά συνέπεια των επιστημονικών δεδομένων και στη διαμόρφωση πολιτικών για την επιστήμη, με την κοινωνία να συμμετέχει ως το απαραίτητο τρίτο μέρος σε αυτή τη σχέση. Όσον αφορά το πρώτο, είναι γνωστό ότι μια σειρά πολιτικών προβλημάτων διαμορφώθηκαν μετά από την αναγνώρισή τους από την επιστήμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιβαλλοντική ρύπανση που έγινε θέμα της πολιτικής ατζέντας αφού οι επιστήμονες ανακάλυψαν την παρουσία DDT στα τρόφιμα.
Η πολιτικοποίηση της επιστήμης, από την άλλη πλευρά, είναι αναπόφευκτη συνέπεια της έκθεσης της γνώσης στο δημόσιο χώρο και της αυτόματης αποτίμησής της από την κοινωνία. Η υπόθεση ότι η επιστήμη προβάλει μόνο αντικειμενική γνώση, χωρίς να ενδιαφέρεται για την άποψη της κοινωνίας και τις προθέσεις της πολιτικής, είναι προφανώς ένας μύθος. Από την εποχή του πυρηνικού ατυχήματος του Chernobyl είναι γνωστό ότι οι θέσεις της επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης καθορίζονται από την πολιτική και όχι από τη γνώση. Βέβαια, η αυξανόμενη ζήτηση για επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη οδηγεί σε μια πληθωριστική χρήση των γνώσεων. Αυτό εκθέτει τη μεν πολιτική στον κίνδυνο να χάσει μια σημαντική νομιμοποιητική βάση, τη δε επιστήμη στον κίνδυνο να χάσει την εμπιστοσύνη του κοινού.
Η διατήρηση της ισορροπίας σε αυτή την αλληλεπίδραση δεν είναι καθόλου εύκολη. Οι επιστήμονες διεκδικούν την αυτονομία τους και δεν κατανοούν τους πολιτικούς στόχους. Οι πολιτικοί από την άλλη πλευρά, με βάση τις οικονομικές δυνατότητες, ασκούν έλεγχο στην κατανομή των πόρων κατευθύνοντας την έρευνα σε τομείς που –κατά τη γνώμη τους– εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον. Πολλές φορές, οι πολιτικές επιλογές είναι αντίθετες με τις επιστημονικές προτάσεις, γεγονός που φέρνει σε αντίθεση τους πολιτικούς με τους επιστήμονες. Αλλά και η στάση της κοινωνίας απέναντι στην επιστήμη δεν είναι πάντοτε σταθερή ούτε είναι η ίδια ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Πολύ πιο σοβαρό, βέβαια, είναι το γεγονός ότι όλο και συχνότερα οι επιστημονικές εξελίξεις ξεπερνούν τη δυνατότητα κατανόησής τους από το κοινό, με αποτέλεσμα την αποσύνδεση της επιστήμης από την κοινωνία και την αντιμετώπιση των επιστημονικών δεδομένων περισσότερο με βάση συναισθηματικά κριτήρια παρά με αποδεικτικές διαδικασίες.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και οι ολοένα πιο έντονες ανησυχίες για την επαπειλούμενη βιωσιμότητα των ίδιων των τεχνολογιών που μέχρι σήμερα υποστηρίζουν την ευημερία, την υγεία και τον φυσικό πλούτο. Όπως έχει λεχθεί, «Η ανθρώπινη ιστορία είναι μια ιστορία καινοτομίας και αυξημένης αποτελεσματικότητας, αλλά και αδιάκοπης εξάντλησης των πόρων του Πλανήτη»5.
Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο πλέγμα αλληλεξαρτήσεων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η σημασία της επιστήμης υποβαθμίζεται. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν είναι απόλυτα σωστό. Η επιστήμη ως θεσμός παραγωγής γνώσης παραμένει αναντικατάστατη. Αυτό που συμβαίνει. όμως, είναι ότι η κοινωνία και η πολιτική παρεμβαίνουν πλέον, με διάφορους τρόπους, στη διαδικασία παραγωγής και αναθεώρησης της γνώσης, με αποτέλεσμα η επιστήμη να μην είναι πια ο μοναδικός φορέας αξιόπιστων γνώσεων.
Κατά συνέπεια, το διακύβευμα είναι πλέον η επικύρωση της αλήθειας, ένας ρόλος που μόνο η επιστήμη μπορεί να τον παίξει. Αν όμως δεν το κάνει, τον ρόλο αυτόν θα τον διεκδικήσει η κοινωνία, θα τον υποκλέψουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η πολιτική θα αντιδράσει διαμορφώνοντας τις απαραίτητες σχέσεις εμπιστοσύνης μέσω νομικών πλαισίων. Κινδυνεύουμε, λοιπόν, να βρεθούμε μπροστά στο τέλος της εμπιστοσύνης στην επικοινωνία της αλήθειας; Η εμπιστοσύνη, όσο σπάνια κι αν είναι, είναι συστατική αξία της επικοινωνίας της επιστήμης κι όσο περισσότερο η κοινωνία εξαρτάται από την έγκυρη γνώση τόσο περισσότερο αυτή η εμπιστοσύνη γίνεται απαραίτητη. Γι’ αυτό κι ο ανταγωνισμός για εμπιστοσύνη είναι βασικό χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνίας. Οι επιστήμονες πρέπει να κατανοήσουν ότι οι προσπάθειες που απαιτούνται για την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης γίνονται καθημερινά μεγαλύτερες. Αλλά μόνο εάν κατορθώσουν να διατηρήσουν ένα τέτοιο κλίμα, έχουν σοβαρές πιθανότητες να διασφαλίσουν μια ισόρροπη σχέση μεταξύ της επιστήμης, της κοινωνίας και της πολιτικής, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και τη μελλοντική ευημερία της ανθρωπότητας.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, οι επιστήμονες πρέπει να έχουν υπόψη ότι η αβεβαιότητα είναι εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης κι ότι η προσμονή του απροσδόκητου αποτελεί συνθήκη επιβίωσης. Γι’ αυτό ο άνθρωπος έχει πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να αντιμετωπίζει αβεβαιότητες στη διαχείριση του κινδύνου από αυτή που του αναγνωρίζεται, όσο περιορισμένη γνώση ή εμπειρία της επιστημονικής μεθόδου κι αν διαθέτει.
***
- Oxford English Dictionaries, 2016.
- Society for the German Language, 2016.
- Wellcome Trust, 2018.
- National Science Board, 2018 report.
- Vaclav Smil, 2019.
Αναστάσιος Ε. Γερμενής
Πηγή:monde-diplomatique