Οι περισσότερες διατριβές αφορούσαν την Ιατρική και τις Επιστήμες Υγείας (30,8%), ενώ ακολουθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες (24,7%) και οι Φυσικές Επιστήμες (22,3%).
Το 2020, 1.681 νέοι διδάκτορες αναγορεύθηκαν από ελληνικά ΑΕΙ, έναντι 1.685 το 2019 και 1.624 το 2018. Το ρεκόρ σε αριθμό διδακτορικών είχε καταγραφεί το 2009 (2.274), ενώ τα λιγότερα είχαν απονεμηθεί το 2005 (1.399).
Το 30,8% των διδακτορικών πέρυσι αφορούσε την Ιατρική και τις Επιστήμες Υγείας και το 20,3% ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα τέσσερα έτη, ενώ οι άνδρες νέοι διδάκτορες υπερτερούν οριακά των γυναικών, με ποσοστό 50,7% έναντι 49,3%, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία που δημοσίευσε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) στη νέα έκδοση του «Στατιστικά στοιχεία για τους διδάκτορες που αποφοίτησαν από τα ελληνικά ΑΕΙ το 2020».
Η έρευνα βασίζεται σε πρωτογενή δεδομένα που συμπληρώνονται από τους ίδιους τους διδάκτορες μετά την αναγόρευσή τους. Η συλλογή γίνεται παράλληλα με την ανάρτηση της διδακτορικής διατριβής στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (ΕΑΔΔ), το οποίο δια νόμου τηρεί από το 1985 το ΕΚΤ, γράφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στο ΕΚΠΑ και στο ΑΠΘ εκπονήθηκαν οι περισσότερες διδακτορικές διατριβές του 2020, με ποσοστά 25% και 20% αντίστοιχα. Ακολουθούν οι διδάκτορες που υποστήριξαν τη διατριβή τους στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στο ΕΜΠ και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (ποσοστά 6%-8%). Οι περισσότεροι από τους νέους διδάκτορες έλαβαν το διδακτορικό τους από ιδρύματα της Περιφέρειας Αττικής, ενώ ακολουθούν οι Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Κρήτης.
Οι περισσότερες διατριβές αφορούσαν την Ιατρική και τις Επιστήμες Υγείας (30,8%), ενώ ακολουθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες (24,7%) και οι Φυσικές Επιστήμες (22,3%). Χαμηλότερα ποσοστά καταλαμβάνουν οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες (14,8%), οι Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογία (14,7%) και οι Γεωπονικές Επιστήμες (2,7%).
Η πλειονότητα των διδακτόρων του 2020 ολοκλήρωσαν τη διατριβή τους στα 4 έτη (20,3%). Ακολουθούν όσοι χρειάστηκαν 5 ή 6 έτη για την ολοκλήρωση της διατριβής τους (ποσοστό 16,2%), ενώ το 14% χρειάστηκαν πάνω από δέκα χρόνια.
Όσον αφορά την κατανομή μεταξύ των δύο φύλων ανά επιστημονικό πεδίο, στα πεδία των Κοινωνικών Επιστημών, των Ανθρωπιστικών Επιστημών, καθώς επίσης της Ιατρικής και των Επιστημών Υγείας καταγράφεται υπεροχή των γυναικών (59,5%, 54,7% και 50,3% αντίστοιχα). Αντίθετα, οι άνδρες υπερτερούν στα πεδία των Επιστημών Μηχανικού και Τεχνολογίας, των Φυσικών Επιστημών και στις Γεωπονικές Επιστήμες (66,7%, 55,2% και 51,4% αντίστοιχα).
Όσον αφορά τα διαχρονικά στοιχεία για την περίοδο 2017-2020, υψηλότερα ποσοστά για τους άνδρες σημειώθηκαν τα έτη 2017 και 2020, απόλυτη ισορροπία μεταξύ ανδρών και γυναικών υπήρξε το 2018, ενώ υψηλότερα ήταν τα ποσοστά για τις γυναίκες νέες διδάκτορες το 2019.
Σε ό,τι αφορά την κινητικότητα των διδακτόρων, προκύπτει ότι το 16,9% διέμειναν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια των διδακτορικών τους σπουδών. Δημοφιλέστερες χώρες ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο (20,8%), η Γερμανία (19,6%) και οι ΗΠΑ (14,7%).
Βασική πηγή χρηματοδότησης των διδακτορικών σπουδών αποτέλεσαν σταθερά για τα έτη 2017-2020 οι προσωπικές αποταμιεύσεις και η υποστήριξη από την οικογένεια, ενώ είναι αυξητική η συνδρομή της υποτροφίας από ελληνικό ίδρυμα, ιδιαίτερα για τους διδάκτορες των ετών 2019 και 2020.
Κατά την περίοδο 2017-2020, το ΕΚΠΑ και το ΑΠΘ αποτέλεσαν τα πανεπιστήμια στα οποία εκπονήθηκαν οι περισσότερες διδακτορικές διατριβές, ενώ ακολούθησαν, με εναλλαγές μεταξύ των ετών, το ΕΜΠ και το Πανεπιστήμιο Πατρών. Όσον αφορά την ηλικία των νέων διδακτόρων, οι περισσότεροι ανήκουν διαχρονικά στην ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών (εκτός από το 2018), ενώ ακολουθεί στη δεύτερη θέση η ηλικιακή ομάδα 25 έως 34 ετών.
Την περίοδο 2017-2020, οι περισσότερες διατριβές αφορούσαν διαχρονικά την Ιατρική και τις Επιστήμες Υγείας, ενώ ακολουθούσαν οι Φυσικές Επιστήμες και οι Κοινωνικές Επιστήμες (με μεταξύ τους εναλλαγή θέσης το 2020), καθώς και οι Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογίας. Τέλος, οι περισσότεροι από τους διδάκτορες για τα έτη αυτά ολοκλήρωσαν την διατριβή τους σε χρόνο μεταξύ 4 και 5 ετών.
Πηγή: foititikanea.gr