Ψηφιακός Μετασχηματισμός και εξωστρέφεια στα ελληνικά Πανεπιστήμια

του Νικολάου Μήτρου, Καθηγητή ΕΜΠ, Επιστημονικά Υπεύθυνου Έργου ΚΑΛΛΙΠΟΣ

Ο τίτλος αναφέρεται σε δυο όρους, οι οποίοι βρίσκονται στην επικαιρότητα καιρό τώρα, ιδίως δε στο συγκείμενο της συζήτησης για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια. Μάλιστα, αποτελούν διακηρυγμένους στόχους της Πολιτείας και του αρμόδιου Υπουργείου Παιδείας, με σειρά εξαγγελιών και Προσκλήσεων για σχετικές δράσεις, με δύο εξ αυτών να βλέπουν το φως της δημοσιότητας μόλις τον τελευταίο μήνα [1],[2].

Σε πρώτη ανάγνωση, οι στόχοι αυτοί είναι σε συμφωνία με τη γενικότερη προσπάθεια μεταρρύθμισης όλων των τομέων του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι της χώρας, με άρμα την ψηφιακή τεχνολογία και πυξίδα τη συμπόρευση με τους άλλους λαούς στον δρόμο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, κυρίως δε με τους εταίρους μας στην Ευρώπη. Ας δούμε όμως τις ιδιαιτερότητες που έχει ο χώρος της Ανώτατης Εκπαίδευσης και τις συνακόλουθες δυσκολίες στην υλοποίηση των ως άνω οραματικών μεταρρυθμιστικών προθέσεων. Κυρίως δε (ας δούμε) το ποιες παράλληλες δράσεις απαιτούνται για την επιτυχία του εγχειρήματος και για να “πιάσουν τόπο” οι πόροι που θα διατεθούν για την επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση.

A. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ – ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Τα Πανεπιστήμια κινούνται σε δύο συμπληρωματικούς και αλληλο-τροφοδοτούμενους άξονες: την επιστημονική έρευνα και την εκπαίδευση. Στον πρώτο, παράγεται νέα γνώση, ενώ στον δεύτερο, το απόσταγμα της επιστημονικής γνώσης μετασχηματίζεται σε εκπαιδευτικό υλικό κατάλληλο για τη μετάδοσή της. Υπάρχει και ένας τρίτος άξονας, υποστηρικτικός, ο οποίος περιλαμβάνει τις απαραίτητες διαχειριστικές λειτουργίες για την οργάνωση και διεξαγωγή τόσο της  έρευνας, όσο και της εκπαίδευσης. Αναφερόμενοι στον Ψηφιακό Μετασχηματισμό στα Πανεπιστήμια εννοούμε, προφανώς, την απαραίτητη μεταρρύθμιση και των τριών αξόνων. Ας τους δούμε έναν-έναν χωριστά σε σχέση με τον επιδιωκόμενο και εξαγγελθέντα μετασχηματισμό.

Στον τομέα της επιστημονικής έρευνας, μπορούμε να πούμε ότι η μεταρρύθμιση στο ελληνικό Πανεπιστήμιο συντελείται προοδευτικά, έστω και με αργούς ρυθμούς. Και αυτό συμβαίνει επειδή η έρευνα χρηματοδοτείται, σε μεγάλο βαθμό, από ευρωπαϊκά προγράμματα, οδηγείται από τις τεχνολογίες αιχμής και διεξάγεται από ομάδες συνεργασίας ελληνικών και άλλων ευρωπαϊκών Ιδρυμάτων, καθιστώντας λίγο-πολύ επιβελημένη και αυτο-εκπληρούμενη την εξωστρέφεια. Οι πάσης φύσεως επιστημονικές πηγές (περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων, βάσεις επιστημονικών δεδομένων), όπου δημοσιεύονται και κωδικοποιούνται τα αποτελέσματα της ερευνητικής δραστηριότητας, έχουν μετατραπεί σε αμιγώς ψηφιακές ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Βεβαίως, δεν παρέχονται ακόμα όλες με άδειες ανοικτής πρόσβασης και χρήσης… όμως και εδώ υπάρχει πρόοδος. Ας σημειωθεί ότι η ανοικτότητα (openness) αποτελεί διεθνώς έναν τρίτο διακηρυγμένο στόχο στο χώρο της έρευνας και της Ανώτατης Εκπαίδευσης.  Αναφέρεται στη διάθεση τόσο των επιστημονικών δεδομένων, όσο και του εκπαιδευτικού υλικού με ανοικτές άδειες χρήσης. Έχει ως προϋπόθεση την ψηφιακότητα και υπηρετεί άμεσα την εξωστρέφεια των Πανεπιστημίων προς την Κοινωνία. Για την ακρίβεια, η ανοικτότητα αποτελεί την κύρια έκφανση της εξωστρέφειας και τη βασική πηγή δημιουργίας του ανοικτού Κεφαλαίου Γνώσης (open Knowledge Capital), απαραίτητου για τη μεταρρύθμιση ΚΑΙ στην Οικονομία και τη μετάβαση στην ονομαζόμενη Κοινωνία και Οικονομία της Γνώσης. Δεν είναι τυχαίο ότι η ΕΕ απαιτεί τα αποτελέσματα των ερευνητικών έργων τα οποία χρηματοδοτεί, να δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά ανοικτής πρόσβασης.

Στο διαχειριστικό-λειτουργικό σκέλος, η ψηφιοποίηση και αυτοματοποίηση των υπηρεσιών των Πανεπιστημίων (Γραμματειών, φοιτητολογίων, διαχείρισης ερευνητικών έργων), στο βαθμό που εξαρτώνται και από το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο (δαιδαλώδες και συχνά μεταβαλλόμενο), παρουσιάζουν μεν κάποια δυσκαμψία μεταρρυθμιστική, ωστόσο δεν αποτελούν σημαντική τροχοπέδη στον ψηφιακό μετασχηματισμό.

Ερχόμενοι, όμως, στο σκέλος της εκπαίδευσης (της σημαντικότερης αποστολής των Πανεπισημίων), θα διαπιστώσουμε ότι η πορεία της μεταρρύθμισης κάθε άλλο παρά ικανοποιητική διαφαίνεται. Πλην εξαιρέσεων, δεν υπάρχουν ακόμα ουσιαστικές συνεργασίες με άλλα Ιδρύματα εκτός χώρας, η δε «ψηφιακή μεταρρύθμιση» περιορίζεται κατά βάση στη χρήση εργαλείων για εξ αποστάσεως εκπαίδευση – μια κουλτούρα ασφαλώς όχι αμελητέα, η οποία μάλιστα ενισχύθηκε και εμπεδώθηκε την περίοδο της πανδημίας.  Το ψηφιοποιημένο εκπαιδευτικό υλικό (διδακτικά εγχειρίδια, διαδραστικές  ασκήσεις, …) είναι συνήθως αποσπασματικό και ανεπαρκές, ενώ σοβαρό εμπόδιο στην εξωστρέφεια και τη συνεργασία με άλλα εκπαιδευτικά Ιδρύματα του εξωτερικού αποτελεί η μονογλωσσικότητα αυτού του υλικού, σε συνδυασμό και με το ανάδελφο της γλώσσας μας – με εξαίρεση την Κύπρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της υστέρησης αποτελεί το Πρόγραμμα συνεργασίας ERASMUS, το οποίο υφίσταται μεν στα Πανεπιστήμιά μας εδώ και πολλά χρόνια, όμως οι συνεργασίες και οι ανταλλαγές φοιτητών δεν είναι σε αριθμό οι προσδοκώμενες. Για τους εισερχόμενους φοιτητές, ιδιαίτερα, το εμπόδιο της γλώσσας είναι αποτρεπτικό, εφόσον τόσο οι διαλέξεις όσο και το προσφερόμενο εκπαιδευτικό υλικό παρέχονται μόνο στα ελληνικά, τουλάχιστον για τα προπτυχιακά μαθήματα. Οι ευρύτερες εκπαιδευτικές συμμαχίες με Πανεπιστήμια του εξωτερικού περιορίζονται προς το παρόν σε κάποια μικροπρογράμματα (microcredentials) μεταπτυχιακού επιπέδου.

Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί να σημειωθεί η παραδοξότητα του ότι στην Ελλάδα της διακηρυσσόμενης ψηφιακής μεταρρύθμισης και της πράσινης ανάπτυξης συνεχίζεται η διεθνής πρωτοτυπία της δωρεάν χορήγησης στους φοιτητές έντυπων βιβλίων, με μια υπέρογκη δαπάνη, περί των 60 εκατ. ευρώ και μια τεράστια σπατάλη χαρτιού, μεγαλύτερη των χιλίων τόνων, σε ετήσια βάση.

Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ-ΔΡΑΣΕΙΣ

Συμπερασματικά, η ψηφιοποίηση του εκπαιδευτικού υλικού, η πολυγλωσσικότητα και η ανοικτότητα (εγχειριδίων, διαλέξεων, κωδίκων λογισμικού, άλλων μαθησιακών αντικειμένων) είναι τα κλειδιά της επιτυχίας της ψηφιακής μεταρρύθμισης και της εξωστρέφειας στα Πανεπιστήμια. Χωρίς αυτά, οποιαδήποτε άλλη δράση ψηφιακού μετασχηματισμού, π.χ. στα διαχειριστικά και τα λειτουργικά των Ιδρυμάτων, θα είναι από μόνη της ατελής και αναποτελεσματική. Τι θα ωφελούσε άραγε μια πανέμορφη και, έστω, καθ’ όλα λειτουργική ιστοσελίδα μαθημάτων μιας Σχολής, όταν οι τελικές παραπομπές στην χρησιμοποιούμενη βιβλιογραφία οδηγούν σε έγχαρτα συγγράμματα, τα οποία δεν μπορεί να τα βρει κανείς παρά μόνο με φυσική επισκεψη σε μια Βιβλιοθήκη, για να τα δανειστεί (εάν υπάρχουν), ή σε κάποιο βιβλιοπωλείο, για να τα αγοράσει… Αντίθετα, ένα βιβλίο ή επιστημονικό άρθρο σε ψηφιακή μορφή, και μάλιστα ανοικτής πρόσβασης, είναι διαθέσιμο στον οποιονδήποτε, οποτεδήποτε, στην ψηφιακή του συσκευή ή στο κινητό του, χωρίς οικονομικούς, γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς. Εν κατακλείδι, η ενίσχυση των ανοικτών ψηφιακών συγγραμμάτων και οι συνδρομές στην ψηφιακή έκδοση των απαραίτητων εμπορικών, παράλληλα με την προώθηση της εκτύπωσης κατά παραγγελία μόνο του ελάχιστου-απαραίτητου εκπαιδευτικού υλικού, μπορούν να αποτελέσουν την ενδεδειγμένη και αποτελεσματική λύση στο ζήτημα του ακαδημαϊκού συγγράμματος.

Ο αναγνώστης παραπέμπεται εδώ [3], [4] για τη γνωριμία του με μια πρωτοποριακή, εθνικής εμβέλειας Δράση παραγωγής και διάθεσης με ανοικτές άδειες ακαδημαϊκών ψηφιακών συγγραμμάτων σε όλα τα θεματικά πεδία της επιστήμης. Το όνομα αυτής: ΚΑΛΛΙΠΟΣ. Ενδεικτικό της ευρείας αποδοχής της εν λόγω πρωτοβουλίας αποτελεί το γεγονός ότι σχετικό αίτημα προς το Υπουργείο Παιδείας για τη συνέχισή της έλαβε 4000 δηλώσεις στήριξης σε διάστημα μόλις 4 εβδομάδων από την ανάρτησή του [5]. Στη νέα φάση, εφόσον εγκριθεί, θα δοθεί έμφαση στην παραγωγή διαδραστικών, πολυμεσικών συγγραμμάτων και στη συγγραφή στην αγγλική γώσσα, προκειμένου να στηριχθούν και οι εκπαιδευτικές συνεργασίες με ξένα Ιδρύματα.

πηγη:www.esos.gr

Απάντηση